«Πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να συνεχίσει να τα βάζει με μια τόσο επιδραστική επαγγελματική ομάδα, όπως οι καλλιτέχνες, παραμονή μάλιστα των εκλογών;». Είναι το ερώτημα, που ακούω να επαναλαμβάνεται όλο και συχνότερα από αλληλέγγυους προς τον δίκαιο αγώνα των καλλιτεχνών που απορούν με το γεγονός του ότι η παρούσα κυβέρνηση επιμένει στην αδιαλλαξία της γύρω από το διαβόητο προεδρικό διάταγμα 85/22, που υποβαθμίζει τα πτυχία των ηθοποιών κι άλλων ανθρώπων των παραστατικών τεχνών. Πρόκειται για ένα ερώτημα εύλογο, που διατηρεί ακέραια την ορθολογιστική του βάση και την εκλογική του συνέπεια, επιμένει ωστόσο να προσπερνά τις πολιτικές και κοινωνικές νόρμες, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί σε παρόντα και παρελθόντα χρόνο.
Μια πρώτη ερμηνεία αφορά το πολιτικό πεδίο. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2019 δεν σήμανε μόνο την κατίσχυση του απενοχοποιημένου νεοφιλελευθερισμού στην οικονομική σφαίρα. Ακολουθήθηκε από τον θριαμβικό γύρο της νίκης του πολιτιστικού νεοσυντηρητισμού όπως αυτός εκφράζεται στο πρόσωπο της Λίνας Μενδώνη. Από τη φαιδρή περίπτωση του κινηματογραφικού Τζόκερ έως τη σκανδαλώδη διαχείριση της υπόθεσης Λιγνάδη και το προχθεσινό «οι καλλιτέχνες δεν κατάλαβαν καλά», η υπουργός Πολιτισμού έρχεται να εκφράσει ανάγλυφα την ανίερη συνάντηση της ιδιωτικοποίησης των πολιτιστικών αγαθών με την αντίληψη ότι οι καλλιτέχνες οφείλουν να είναι αναλώσιμα υλικά. Δεδομένου μάλιστα ότι η καλλιτεχνική έκφραση μετά τη Μεταπολίτευση έρχεται να ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την Αριστερά και τους ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες η αντιμετώπιση των καλλιτεχνών από την κυβέρνηση έρχεται να αποτελέσει κομμάτι του ευρύτερου ρεβανσισμού της Δεξιάς σε ένα πεδίο που δεν θεωρεί προνομιακό για την ίδια. Η κυβέρνηση δεν έχει τίποτα να χάσει, γιατί ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν αποτελεί «πελατεία» της. Αντιθέτως, ευελπιστεί από μια νίκη της πως θα έχει κατορθώσει να έχει δημιουργήσει μια μικρή μάζα υπάκουης καλλιτεχνικής ελίτ, που θα εξυπηρετεί το project της πολιτιστικής εκποίησης.
Μια δεύτερη διαπίστωση, όχι άσχετη με τα προαναφερθέντα, αφορά τον εκτεταμένο αντιδιανοουμενισμό, που διατρέχει την κοινωνική ζωή της χώρας. Απότοκο της πάγιας υποεπένδυσης σε ένα από εκείνα τα πεδία, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να συνιστά συγκριτικό πλεονέκτημα η πολιτική της κυβέρνησης έρχεται να συναντήσει και να ανατροφοδοτήσει μια σειρά από χρόνια κλισέ, που αναπαράγονται για τον καλλιτεχνικό κόσμο στη χώρα μας. Η αντίληψη, που θέλει τους καλλιτέχνες παραβατικούς ή ακόλαστους διατρέχει και τέμνει όλο το πολιτικό φάσμα και έρχεται να «πατήσει» στη σταθερή αποεπένδυση, που υφίσταται από πλευράς κράτους κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η έλλειψη στοιχειώδους καλλιτεχνικής εκπαίδευσης υπό μορφή γενικής παιδείας, η υποχρηματοδότηση κάθε σχεδόν περί των τεχνών εγχειρήματος και η εγκατάλειψή τους στον κατά βολικό τρόπο κρατικοδίατο χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας έχει διαμορφώσει μια εκτεταμένη εικόνα του καλλιτέχνη ως του μεγάλου Άλλου της κοινωνικής ζωής. Πάνω σε αυτή τη διεστραμμένη αντίληψη του αρτίστα-περιθωριακού μποέμ έρχεται να χτιστεί το τόσο εξυπηρετικό για την κυβερνώσα συντήρηση αφήγημα των αντιρρησιών δίχως αιτία, ακριβώς ως σύνοψη κάθε αυθαίρετης αντίληψης για τους καλλιτέχνες, που κυκλοφορεί επί μακρόν σε μια ευάριθμη μερίδα του κοινωνικού σώματος.
Τρίτο μα όχι τελευταίο σε σημασία. Το φαινόμενο του social buble, που ταλανίζει τους παροικούντες τη δημοσιογραφική Ιερουσαλήμ. Το γεγονός πως όσοι διαφωνούμε ή αγανακτούμε με την (τσι)μενδώνεια αντίληψη εναποθέτουμε διαρκώς τις ελπίδες μας σε μια επαγγελματική ομάδα, που έχει δώσει με συνέπεια κάθε κοινωνική μάχη την τελευταία τετραετία σηκώνοντας όλο το βάρος της αντιπαράθεσης με το καθεστώς Μητσοτάκη δεν θα πρέπει να φορτώνει τον χώρο των Τεχνών με το πολιτικό καθήκον, που αρμόζει ακριβώς σε πολιτικούς φορείς. Οι καλλιτέχνες και τα κινήματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον ρόλο της πολιτικής, όπως ενδεχομένως θα ήθελαν κάποιοι. Ούτε μεταφράζεται κάθε διάδραση ενός αγαπημένου ηθοποιού ή μουσικού σε μαζική στήριξη των αιτημάτων ενός κλάδου.
Η ανατροπή της τρέχουσας πολιτικής, που αφήνει πίσω της ερείπια στον Πολιτισμό και όχι μόνο, θα πρέπει να αφορά μια άλλη υψηλή τέχνη: αυτή της πολιτικής, η οποία έρχεται ακριβώς να συγκεράσει τις κοινωνικές δυνάμεις και αντιστάσεις. Ας μην φορτώνουμε στους πολύτιμους υπηρέτες της Τέχνης και αυτό το καθήκον. Τους έχουμε ήδη εναποθέσει πολλά φορτία.