Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις,
Της έπιασε το χέρι σφιχτά. Η παλάμη της ήταν ζεστή και ιδρωμένη. Είχε επιταχύνει ανέλπιστα για γυναίκα κοντά στα 70, «ασφάλισε» το χέρι της εγγόνας της κάτω απ’ την μασχάλη της με τρόπο που έκανε την Κλειώ να νιώθει πως η συνονόματη γιαγιά της οριακά την έσερνε στην Πανεπιστημίου. Ο δρόμος είχε γεμίσει νεαρά παιδιά και απελπιστικά αγανακτισμένους καλλιτέχνες.
«Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον οι αντιδράσεις των ανθρώπων που ξέμειναν από ελπίδα. Το ’73 ήμουν στην ηλικία σου. Δεν διαφέρουν και πολύ οι συνθήκες από τότε. Τα Εξάρχεια ήταν γεμάτα αστυνομικούς και ασφαλίτες. Η ακρίβεια μας εμπόδιζε να φανταστούμε το μέλλον μας. Όσοι κατάφεραν να σπουδάσουν δεν ξέραν τι να κάνουν τα πτυχία τους. Βλέπεις την παιδεία σ’ αυτή την χώρα την είχανε ανέκαθεν χεσμένη, όπως και τον πολιτισμό. Οι φοιτητές ξεκίνησαν να αντιστέκονται πρώτοι. Ξέρεις οι δρόμοι έχουν συναισθήματα, με τον ίδιο τρόπο που οι τοίχοι έχουν ιστορία. Δεν διαφέρει το συναίσθημα. Ο παλμός είναι ο ίδιος. Αγκαλιαζόμασταν και κλαίγαμε. Βλέπαμε πως σιγά – σιγά κάτι αλλάζει. Ήμασταν χαρούμενοι κι απελπισμένοι μαζί. Δεν ξέρω πως γίνεται», είπε η γιαγιά Κλειώ της εγγονής της και λευτέρωσε την χούφτα της τελευταίας απ’ την μασχάλη της προκειμένου να προσπεράσουν ένα μεγάλο κίτρινο πανό που χε γραμμένη με μεγάλα κόκκινα γράμματα μια λέξη μόνο. Η λέξη αυτή την φορά δεν ήταν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, αλλά ΠΩΛΕΙΤΙΣΜΟΣ.
Η εγγονή Κλειώ σκέφτηκε τότε, πως ίσως η λέξη αυτή να ‘ναι το ακριβώς το αντίθετο της λέξης «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Άλλωστε αυτός που ξεπουλά τον πολιτισμό του είναι καταδικασμένος να ζήσει δίχως μνήμη, δίχως ελπίδα, έξω απ’ τον χρόνο και τα σημαίνοντά του, δίχως παρελθόν, παρόν και κυρίως δίχως μέλλον. Η Κλειώ δεν ήθελε να ζήσει έτσι. Δεν ήξερε πως ακριβώς ήθελε να ζήσει. Πάντως έτσι σίγουρα δεν ήθελε.
«Γιαγιά να σε ρωτήσω κάτι; Είσαι σίγουρη πως η σύγκριση της κατάληψης του Εθνικού με την κατάληψη του Πολυτεχνείου βοηθάει;» ρώτησε την ώρα που προσπερνούσαν μια παρέα συνομηλίκων συνσπουδαστών της που ήταν ντυμένοι ασορτί: παλιάτσοι, με μαύρα παντελόνια, ασπρόμαυρες ριγέ μπλούζες, σαλοπέτες, κόκκινες μύτες, λευκό make up, μαύρο κραγιόν και μαύρο eyeliner.
Οι δύο συνονόματες κάναν αμέσως τον ίδιο συνειρμό: θυμήθηκαν το τραγούδι του Μαυρουδή, του σπουδαίου μουσικού – συνθέτη, που λίγες βδομάδες πριν είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Μ’ αυτό το τραγούδι η γιαγιά Κλειώ νανούριζε την εγγόνα της. «Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα, ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ. Ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα, γι’ αυτό μπορώ να σας το πω. Τραγούδι λέω δυνατά, ν’ ακούσουν όλα τα παιδιά, ν’ ακούσει η πολιτεία, κι απ’ το τραγούδι μου αυτό, παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία. Κι έτσι, όλοι μαζί κι αντάμα, να τραγουδάμε τα δίκια της ζωής, να τραγουδάς κι εσύ απ’ την πλατεία, να μάθεις φίλε μου σωστά να ζεις». Σίγουρα εκείνη την στιγμή στην Πανεπιστημίου θα βρισκόντουσαν περί τους εκατό παλιάτσους. Σίγουρα αυτό δεν θα μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο από τον ερχομό μιας κάποιας αλλαγής.
«Θέλω να πω γιαγιά, πως οι άνθρωποι έχουν την τάση να αναζητούν ασφάλεια στο παρελθόν τους. Πλέον η δυνατότητα να εφεύρει κανείς το μέλλον του αποτελεί μακρινή ανάμνηση. Η τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν όντως το ’73. Το γεγονός πως η τωρινή κατάσταση θυμίζει εκείνη του ’70 και πως οι περισσότεροι παρομοιάζουν τις δύο συνθήκες δεν ενέχει τον κίνδυνο μεγάλη μερίδα του κόσμου, όχι αυτού που είναι σήμερα στον δρόμο, του άλλου, που παραμένει καθισμένος στην πολυθρόνα του, να πει ‘έλα μωρέ… σιγά τα αυγά, τα’ χουμε ξαναζήσει αυτά’;» επέμεινε η εγγονή Κλειώ.
Η γιαγιά της προσπάθησε να απαντήσει την στιγμή που ένα βροντερό συνονθύλευμα φωνών έλεγε συγχρονισμένα : «Ψωμί. Παιδεία. Ελευθερία. Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Όταν σταμάτησαν οι φωνές, έπιασε τρυφερά το χέρι της εγγονής της το τοποθέτησε ανάμεσα στις δύο παλάμες της, την κοίταξε στα μάτια και είπε: «Δεν ξέρω παιδί μου. Αυτό που ξέρω είναι πως πάντα έχουν ενδιαφέρον οι αντιδράσεις των ανθρώπων που ξεμείναν από ελπίδα».
Απ’ τα εξεγερμένα Εξάρχεια,
Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα.