Οι άμεσες υγειονομικές ανάγκες μετά τους σεισμούς στην Τουρκία και τη Συρία σχετίζονται κυρίως με τραυματισμούς και διακοπή της υγειονομικής περίθαλψης, ωστόσο, οι απειλές μολυσματικών ασθενειών μπορεί να είναι ανησυχητικές τις επόμενες δύο έως τέσσερις εβδομάδες, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Eυρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC).
Κύμα κρουσμάτων χολέρας στις πληγείσες περιοχές είναι μια σημαντική πιθανότητα τις επόμενες εβδομάδες, σημειώνει το ECDC. Η χολέρα προκαλεί ανησυχία στη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο βορειοδυτική Συρία, όπου οι αρχές έχουν αναφέρει χιλιάδες κρούσματα καθώς η χώρα προσπαθεί να ελέγξει ένα ξέσπασμα από τον Σεπτέμβριο του 2022. Θα πρέπει να επιταχυνθεί μια προγραμματισμένη εκστρατεία εμβολιασμού που διαταράχθηκε από τους σεισμούς, επισημαίνεται.
To ΕCDC σημειώνει ότι οι ασθένειες που μεταδίδονται από τα τρόφιμα και το νερό, οι λοιμώξεις του αναπνευστικού και οι λοιμώξεις που μπορεί να προληφθούν με εμβόλιο αποτελούν κίνδυνο την επόμενη περίοδο, με πιθανότητα να προκαλέσουν εστίες, ιδίως καθώς οι επιζώντες μετακομίζουν σε προσωρινά καταφύγια.
Οι κατεστραμμένες υποδομές κοινής ωφελείας, που οδηγούν σε περιορισμένη πρόσβαση σε καθαρό νερό, ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής, ακατάλληλα συστήματα ψύξης και μαγειρέματος, ενδέχεται να αυξήσουν την εμφάνιση και τη μετάδοση ασθενειών που μεταδίδονται από τα τρόφιμα και το νερό. Επιπλέον, άλλες ασθένειες που μεταδίδονται μέσω τρόφιμων ή μέσω του νερού μπορούν να προκαλέσουν εστίες σε καταυλισμούς: ιογενείς λοιμώξεις, όπως ηπατίτιδα Α, νοροϊός και ροταϊός, λοιμώξεις που προκαλούνται από παράσιτα ή βακτηριακές λοιμώξεις. Η διαθεσιμότητα καθαρού νερού και ο έλεγχος που σχετίζεται με τα τρόφιμα είναι μεταξύ των κορυφαίων μέτρων για την αποφυγή της εξάπλωσης αυτών των ασθενειών.
Επίσης το ECDC υπογραμμίζει ότι οι λοιμώξεις του αναπνευστικού προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, ειδικά σε κρύο καιρό, και ο κίνδυνος εστιών αυξάνεται καθώς οι επιζώντες μεταφέρονται σε προσωρινούς οικισμούς, όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί ο συνωστισμός. Η COVID-19, η εποχική γρίπη και άλλοι ιοί του αναπνευστικού κυκλοφορούν σε μέτρια έως υψηλά επίπεδα στην περιοχή. Οι πολύ νέοι και οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι σε επιπλοκές από αυτές τις λοιμώξεις και σε περίπτωση κρουσμάτων θα ασκηθεί πρόσθετη πίεση στα ήδη κατεστραμμένα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
Παρόμοια με τις ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού, οι συνθήκες συνωστισμού σε προσωρινούς οικισμούς μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών που μπορούν να προληφθούν με εμβόλιο, όπως η ιλαρά, η ανεμοβλογιά, η μηνιγγίτιδα ή η πολιομυελίτιδα. Οι διασώστες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο τετάνου από τραυματισμούς και ανοιχτές πληγές που προκαλούνται από την επαφή με τα συντρίμμια. Η προφύλαξη από τον τέτανο πρέπει να προσφέρεται σύμφωνα με τις υπάρχουσες εθνικές κατευθυντήριες γραμμές.
Τέλος, το ECDC αναφέρει ότι η δημιουργία συστημάτων επιτήρησης της υγείας από το δημόσιο υγειονομικό προσωπικό θα διευκολύνει την έγκαιρη προειδοποίηση και ανίχνευση εστιών. Διεθνείς οργανισμοί σχεδιάζουν να αναπτύξουν κινητά εργαστήρια στις πληγείσες περιοχές και μπορούν επίσης να παρέχουν βοήθεια εμπειρογνωμόνων στις δύο πληγείσες χώρες.