Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις.
«Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερη ενδιαφέρον είναι η διάλυση των ορίων που βρίσκονται ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Το υποκείμενο βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση. Ενδιαφέρεται να εννοήσει την ύπαρξή του. Αυτή είναι η βασική διαφορά του απ’ το αντικείμενο, που καθόλου δεν μπαίνει σε μια τέτοια αναζήτηση. Το αντικείμενο υπ’ αυτό το πρίσμα φαίνεται να την αρνείται την ύπαρξή του. Θυμάστε τον πίνακα του Μαγκρίτ; Το φιλί; Εκείνον που δείχνει δύο ερωτευμένους κουκουλοφόρους να φιλιούνται. Οι εραστές σ’ αυτόν τον πίνακα γίνονται οι κουκούλες τους. Είναι ερωτευμένοι, δεν έχουν σημασία τα πρόσωπά τους. Στον έρωτα είμαστε όλοι αντικείμενα, όπως και στην επανάσταση. Αυτό συμβαίνει για να επανεννοήσουμε την υποκειμενικότητά μας με την λήξη τους», την άκουσαν να λέει τη στιγμή που στούμπωνε μια ροζ μακριά κάλτσα με εκατοντάδες μικροσκοπικά φλαμίνγκο στο στόμιο ενός γυάλινου μπουκαλιού μπύρας που μάλλον περιείχε βενζίνη. «Για παράδειγμα τώρα, αυτό που κάνω αποτελεί μια επιτέλεση, που λένε και οι ακαδημαϊκές, με έμφυλο χαρακτήρα. Όταν βγω έξω με τη μολότοφ και την ρίξω. Δεν θα είμαι η Αιμιλία. Θα νιώθω μολότοφ. Εκείνη την στιγμή η συγκεκριμένη επιτέλεση θα σημαίνει ταυτόχρονα την απάρνηση της ύπαρξης μου με αυτούς τους όρους σε αυτή την κουραδούπολη και την προσπάθεια μου να επανεννοήσω την εαυτή μου», συνέχισε.
Επρόκειτο για μια εντελώς και απολύτως σοκαριστική δήλωση γι αυτό και καμιά από τις άλλες δεν τη σχολίασε. Βγήκαν αμίλητες απ’ τη Δερβενίων και προχώρησαν με κατεύθυνση το Σύνταγμα όπου και είχε οριστεί η προσυγκέντρωση στα πλαίσια της πανελλαδικής απεργίας.
Όταν συνάντησα τις άλλες το απόγευμα μετά την πορεία μου μετέφεραν την κουβέντα που ακολούθησε καθώς και το γεγονός πως η τέως φιλειρηνίστρια Αιμιλία συνελήφθη διότι έπαψε να καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, με αποτέλεσμα να πετάξει την μολότοφ της στη Σταδίου, δίπλα από μια στάση λεωφορείου και κυρίως δίπλα από τρεις ενόπλους άντρες της ομάδας ΔΕΛΤΑ. Αυτό που δεν είχαν δει οι άλλες ήταν πως αντί για βενζίνη είχε βάλει στο μπουκάλι κόκκινη μπογιά.
Από ό,τι μου είπε η ίδια τρεις μέρες αργότερα επιχείρησε ένα real life installation (ως τέτοια αντιλαμβανόταν άλλωστε τον έρωτα και την επανάσταση) στα πλαίσια του οποίου η κόκκινη μπογιά πάνω στους μπάτσους θα λειτουργούσε ως συμβολισμός του αίματος της γενιάς της. Αυτό που δεν είχε βέβαια υπολογίσει ήταν η δικιά τους επιτέλεση, η οποία, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια, την έκανε να εννοήσει ακόμα περισσότερο τα περί κατάργησης των ορίων υποκειμένου- αντικειμένου καθώς τους αντιλήφθηκε ως γκλοπ και όχι ως συνανθρώπους. Επιπλέον, η συνάντησή τους την έκανε ακόμα περισσότερο να θέλει να αρνηθεί την ύπαρξη της, ενώ μέσα απ την επιτέλεση τους επανεφηύρε την εαυτή της σε μια ακόμα πιο οργισμένη βερσιόν. Τέλος το αντάμωμά τους θα μπορούσαμε να πούμε πως τη σημάδεψε κυριολεκτικά, αν κρίνω από τις τεράστιες μελανιές στο σώμα της.
Εγώ πάντως για την ψευτομολότοφ δεν ξέρω αν θα πρέπει να την κατακρίνω. Είναι 26. Παιδί μιας γενιάς φτιαγμένης από εύφλεκτα υλικά. Απ’ τα όνειρά της όσα δεν είχανε κλαπεί τα είχε δει να γονατίζουν βράδυ στο Κερατσίνι από το μακρύ χέρι του παρακράτους, να δολοφονούνται από «εκπυρσοκρότηση» στη Μεσολογγίου, να ξεσκίζονται μπροστά απ’ τη βιτρίνα ενός χρυσοχοείου, να βιάζονται και να πεθαίνουν στους τέσσερεις τοίχους διαμερισμάτων στα βουβά, τις ώρες της κοινής ησυχίας, να σβήνουν στις ράγες των Τεμπών πριν προλάβουν να πουν «Μαμά γύρισα».
Απ’ τα εμπόλεμα Εξάρχεια για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα.