Το «Κοσμοδρόμιο» μίλησε με τον πρωταγωνιστή του «Berlin Alexanderplatz» για το θεατρικό έργο του Άλφρεντ Ντέμπλιν, τον φασισμό, τους αγώνες των ηθοποιών και το #Μeeto.
Αφορμή με τον ηθοποιό και μουσικό Άρη Τρουπάκη στάθηκε η παράσταση «Berlin Alexanderplatz», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Άλφρεντ Ντέμπλιν με φόντο το Βερολίνο του Μεσοπολέμου, όπου και υποδυόταν με έναν απόλυτα διεισδυτικό τρόπο εν μέσω ενός τέμπου καταιγιστικού τον σατανικό χαρακτήρα του Ράινχολντ. Η κουβέντα μας στο πατάρι του Literature House στην Κυψέλη ξεκίνησε με αφορμή τον κόσμο του μισητού για τους θεατές χαρακτήρα αλλά δεν έμεινε εκεί.
Πώς είναι αλήθεια να παίζεις έναν τόσο μισητό χαρακτήρα σαν αυτό του Ράινχολντ στο «Berlin Alexanderplatz»; Τον προσεγγίζεις μέσα από την ανάγνωση της εποχής του;
Δεν είναι μισητός για εμένα αρχικά, πρέπει να τον δικαιολογήσω μέσα μου και σε δεύτερο επίπεδο να τον δικαιώσω. Τον έχεις κάπου μέσα σου, όπως όλοι έχουμε σκοτεινά πράγματα μέσα μας ευτυχώς όχι στην ίδια ποσότητα. Είναι εξάλλου μια βασική δουλειά των ηθοποιών αυτή τη φιγούρα που βλέπεις αδρά σε ένα χαρτί να της δώσεις υπόσταση. Αυτό το καταφέρνεις ερχόμενος κοντά στο τι σε ενώνει όχι τι σε χωρίζει, αν ξεκινήσεις από το «εγώ δεν είμαι κάτι τέτοιο» δεν θα οδηγηθείς σε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Αν όμως κάνεις την ερώτηση «πότε ήμουν κάτι τέτοιο ή ευχήθηκα κάτι τέτοιο ή τι κατανοώ από αυτό» είσαι κοντά στην είσοδο του να πετύχεις το εφικτό στη σκηνή.
Όλοι στα όνειρά μας έχουμε γίνει το χειρότερο σενάριο μας, έχουμε σκοτώσει και κλέψει. Η βία είναι δομικό μέρος του ανθρώπου, το τι την κάνουμε από εκεί και πέρα είναι μια άλλη κουβέντα. Είναι αν θες μια παρομοίωση… ένα τούβλο μας, το ζητούμενο είναι να μην είναι το βασικό μας τούβλο.
Μιλώντας για βία νομίζω πως στο έργο του Ντέμπλιν το πώς «περνάει» η νομιμοποίηση της βίας από την πολιτική στην κοινωνική ζωή είναι στοιχείο κεντρικό.
Ή το πώς η κοινωνική ζωή έφερε τον ναζισμό. Ο Ντέμπλιν αυτό πραγματεύεται στο έργο του, πως η φτωχοποίηση, η αποιδεολογικοποίηση και η απογοήτευση έφεραν έναν άνθρωπο στην εξουσία που έλεγε «εγώ θα στα επιστρέψω όλα και φταίνε κάποιοι άλλοι πάντα». Στην Ελλάδα το έχουμε ζήσει αυτό όχι σε τόσο όξινη μορφή αλλά για σκέψου πόσες φορές συναντάμε για παράδειγμα στον δρόμο έναν τύπο να ψελίζει «κάτι ήξερε ο Παπαδόπουλος»; Είναι πάντα γοητευτική η λογική του σωτήρα, σαν τη μαμά που σε βάζει στο παιδικό κρεβάτι για να σε καθησυχάσει για το ότι δεν φταις. Είναι μεγάλο αναλγητικό να σε πείθουν ως άνθρωπο και κοινωνία ότι δεν έχεις ευθύνη για τίποτε.
Σε αυτή τη ζώνη της ηθικής κατάπτωσης εξαιτίας της εξαθλίωσης τοποθετείς τον Ράινχολντ ως ήρωα;
Όχι ακριβώς, γιατί ο Ράινχολντ ανήκει σε έναν υπόκοσμο που θα κάνει τη δουλειά του όπως και να ‘χει, ανήκει στη συνομοταξία εκείνων που έχει γραμμένη στα παλιά της τα παπούτσια την πολιτική, θα πορευτεί όποιος και να είναι στην εξουσία. Δεν θα ξυπνούσε με άλλο κέφι αν ήταν στα πράγματα ο Χίτλερ, ο Ναπολέων ή ο Στάλιν. Είναι υπό αυτή την έννοια διαχρονικός «ήρωας» γιατί είναι ανεπηρέαστος από τέτοιες καταστάσεις, είναι από τους αρουραίους που έχει κάθε εποχή στους υπονόμους της.
Στο έργο σε «έφερε» ο ρόλος του Ράινχολντ, η προοπτική της συνεργασίας με την ομάδα του Στάθη Λιβαθηνού;
Στην ομάδα του Στάθη Λιβαθηνού ανήκω μια εικοσαετία, οπότε θέμα ρόλου δεν υπάρχει. Υπήρχε ζήτημα κειμένου και μόλις μου έκανε την πρόταση ο Στάθης πήρα στα χέρια μου το κείμενο και το ερωτεύτηκα πραγματικά. Από εκεί και πέρα το ζήτημα του ποιον ρόλο υποδύομαι δεν υπήρχε για μένα. H διαδικασία δε του να δουλεύεις σε μια τέτοια ομάδα διαρκούς αναζήτησης εκφραστικών μεθόδων μέσα από την εξάσκηση σε πνεύμα, φαντασία, σώμα και ψυχή είναι ένα επίσης δέλεαρ, ο Στάθης απαιτεί μια εξειδίκευση από τους ηθοποιούς του. Είμαι από εκεί και πέρα ευγνώμων που μου ανατέθηκε ο ρόλος του Ράινχολντ.
Πώς ήταν το γεγονός ότι έπρεπε να ενσωματώσεις και το κομμάτι της μουσικής σου παιδείας, καθώς γράφεις και τους στίχους των τραγουδιών της παράστασης;
Μου ανετέθη να γράψω τους στίχους της παράστασης εντελώς αιφνιδιαστικά. Σαφώς ήταν ένα πράγμα που με γύμνασε σε πολλά επίπεδα γιατί απαίτησε από μένα σε πολλά επίπεδα, από τη μελέτη της εποχής μέχρι τη γεωμετρία των ρόλων και τη σύνδεση πλοκής-τέμπου. Επίσης με βοήθησε να διεισδύσω στο έργο βαθύτερα αυτή η διαδικασία.
Ξέρω ότι σου αρέσει η ιστορία σε επίπεδο αναγνώστη. Αναλογίες βρίσκεις ανάμεσα στο τότε, στον ιστορικό χρόνο του έργου και το τώρα της εποχής μας;
Σαφώς και νομίζω για αυτό έγινε η επιλογή του έργου από τον Στάθη εξαρχής. Πέραν του θεατρικού έργου, το βιβλίο οφείλω να σημειώσω περιέχει μια από τις επαναστατικότερες φράσεις που έχω διαβάσει στη ζωή μου και είναι η εξής: «Πεπρωμένο υπάρχει για όποιον είναι μόνος του». Είναι ακριβώς μια εποχή μαζικοποίησης και την ίδια ώρα που έχεις τη μαζικοποίηση του ναζισμού η νεοτερικότητα κάνει πάρτι. Ένας που έβλεπε πιο μπροστά από την εποχή του όπως ο Μπέρλιν θα κατέληγε στο πολύ ωραίο που είπε ο Μπένγιαμιν ότι «κάποτε ο ιδιώτης είχε από το σαλόνι του θέα στον κόσμο, τώρα ο κόσμος έχει θέα στο σαλόνι του ιδιώτη».
Νομίζω λοιπόν ότι αν έχουν να συνομιλήσουν oι δύο εποχές είναι ακριβώς το πώς έχουμε εκπαιδευτεί να βλέπουμε μόνο το πρόβλημα μας. Αν δεχτώ από την άλλη ότι το κάθε πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά δικό μου και κάπως αρχίσουμε να συζητάμε αλλά είναι πιο γόνιμο από το «ο καθένας σπίτι του με το ίντερνέτ του και τον καναπέ του». Αν αύριο κάποιος έρθει να καταργήσει μια σειρά από άρθρα του Συντάγματος και μια μερίδα της κοινωνίας είναι απασχολημένη με το να τουιτάρει σχετικά με το αν η Κυψέλη δικαίως ονομάζεται Κυψέλη ή Μάντσεστερ γιατί δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή της.
Ο φασισμός προϋποθέτει ένα υπόστρωμα ακραιφνούς ατομικισμού για να καλλιεργηθεί προτού έρθει η μαζικοποίηση. Μια μαζικοποίηση που στην περίπτωση του φασισμού απευθύνεται στο συλλογικό ένστικτο, ενώ στην περίπτωση της δημοκρατίας στο συλλογικό πνεύμα. Πρόκειται για μια τεράστια διαφορά.
Ο φασισμός απευθύνεται στο συλλογικό ένστικτο, η δημοκρατία στο συλλογικό πνεύμα
Υπάρχει το τελευταίο διάστημα η μομφή της τηλεοπτικοποίησης του θεάτρου, ότι το κριτήριο για την επιλογή των ηθοποιών έχει πια μετατοπιστεί στην τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα. Ποια η γνώμη σου σε αυτό;
Δεν είναι καλό ότι ένας άνθρωπος πρέπει να είναι τηλεοπτικά γνωστός για να τον δει ο κόσμος, ούτε για τον κόσμο τον ίδιο. Όμως υπάρχει μια ευθύνη που βαραίνει σκηνοθέτες και παραγωγούς αλλά και εν μέρει τους καλλιτέχνες οι οποίοι δεν έδειξαν ως προς αυτό το πεδίο την αντίσταση που έδειξαν. Πριν κατηγορήσουμε τους άλλους –συνήθως το κοινό- θα πρέπει να μιλήσουμε και τον χώρο μας που ένα του κομμάτι πάνω στην αδημονία να κάνει τα πάντα σε επίπεδο δουλειάς και αναγνωρισιμότητας έπεσε σαν αχυρένια καλύβα.
Μπορεί η Τέχνη να αλλάξει τον κόσμο, σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα;
Όχι και δεν είναι ο ρόλος της Τέχνης αυτός. Μπορεί να μετατοπίσει κάποιον που έχει ήδη έχει αγωνίες και προβληματισμούς αλλά κύρια αποστολή της είναι να επιστρέφει στα ίδια ερωτήματα ξανά και ξανά. Αλλά τις απαντήσεις πρέπει να τις δώσεις μόνος σου.
Αποστολή της Τέχνης είναι να επιστρέφει στα ίδια ερωτήματα ξανά και ξανά
Έχει ανοίξει πρόσφατα η συζήτηση σχετικά με το ΠΔ και την στάση της πολιτείας προς τους καλλιτέχνες. Πως κρίνεις την στάση της κυβέρνησης απέναντι στους ανθρώπους του Πολιτισμού και την αγωνιστική στάση που επέδειξαν οι καλλιτέχνες απέναντι στο τελευταίο νομοθέτημα;
Από τη Μεταπολίτευση και μετά –και το λέω επειδή έχω επαφή με αυτή την περίοδο- η πολιτική των κυβερνήσεων ως προς τον πολιτισμό ήταν προσανατολισμένη μόνο σε ό,τι είχε φράγκα. Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στη λογική του ‘’να πάμε τους τουρίστες να δουν χλαμύδα’’. Πιθανολογώ πως αυτό συμβαίνει και τώρα. Μια μερίδα πίεσε για κάποια νομοθετική αλλαγή, συμφέροντα κρύβονται πίσω από αυτό ο κι Μητσοτάκης έκανε κάτι όπως κι οι άλλοι πρωθυπουργοί που είχαν την ίδια πολιτική για τον πολιτισμό που διέπονταν από την ίδια αδιαφορία ή άγνοια. Ως προς την κινητοποίηση των ηθοποιών και των καλλιτεχνών ευρύτερα θα συμφωνήσω ότι ήταν πολύ σημαντικό ότι έγινε, αλλά να σημειώσω πως οι σπουδαστές έδειξαν τον δρόμο της αγωνιστικότητας και δημοκρατικότητας γιατί το σωματειο μας είναι απλά για γέλια, δεν είχε και δεν θέλει αυτή τη σύμπνοια. Κι ας μην προσπαθήσει το ΣΕΗ να καπελώσει όλο αυτό, στη νέα γενιά ανήκουν τα εύσημα.
Από ό,τι κατανοώ δεν σε εκφράζει το ΣΕΗ.
Καθόλου. Υποτίθεται ότι έγινε μια αλλαγή τα τελευταία χρόνια στο σωματείο μας. Αλλά ο τρόπος που αντιμετώπισε θέματα απόλυτης ευαισθησίας κάνοντας τσάρκα στα μεσημεριανάδικα μου διαμορφώνει ένα πράγμα στο οποίο αρνούμαι να εκπροσωπηθώ. Δεν μπορείς μπροστά στον τηλεοπτικό φακό να δηλώνεις αρμόδιος να απαντά για ζητήματα ποινικά, που αφορούν πρόσωπα και όχι χώρους. Δεν προστατεύεις τον χώρο, τον μιάζεις εμφανιζόμενος σε εκπομπές-αρένα. Πρέπει να παρέμβει η δικαιοσύνη φυσικά για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να αποδώσει ευθύνες αλλά όχι να γίνουν όλα μια εκπομπή και νούμερα που εντάσσονται στα όρια του κουτσομπολιού, μεταξύ τυρού και αχλαδιού και με τη στήριξη θεσμικών προσώπων μάλιστα που μιλούν στο όνομα της Τέχνης και του θεάτρου.
Ποιο είναι το πιο ζόρικο σκέλος στο να είσαι ηθοποιός; Το βιοποριστικό ή η ανάγκη να «σκάβεις διαρκώς μέσα σου για τις ανάγκες κάθε ρόλου;
Χωρίς να παρακάμπτω όσα αναφέρεις το πλέον ζόρικο είναι νομίζω να πάρεις απόφαση ότι κάνεις μια δουλειά όπου θα κληθείς να πάρεις ένα ζευγάρι γυαλιά, να τα σηκώσεις κι αυτό από μεριάς σου να έχει έναν λόγο που γίνεται. Συνιστά μια διαρκή διαδικασία, το να είσαι ένας φαντάρος που δεν εκτελεί εντολές. Κάνεις κάτι επειδή κάτι είναι δικό σου αλλά υπάρχει κι ο άνθρωπος που θα έχει την ευθύνη να σηκώσει τον καθρέφτη. Γιατί αυτό είναι ο σκηνοθέτης, ένας καθρέφτης ειλικρινής και σκληρός.
Eπιστρέφω στα της μουσικής. Πέρα από το «Berlin Alexanderplatz», είσαι ένα από τα μέλη της μπάντας «Παράξενες Μέρες». Ποια είναι η ιστορία της και τι ετοιμάζετε αυτή την περίοδο;
Με το γκρουπ μας, τις «Παράξενες Μέρες», που υπάρχει από το 2005 πρέπει να σημειώσω, μόλις τελειώσαμε τον τρίτο δίσκο μας και είμαστε στη διαδικασία των τελικών μίξεων, απομένουν κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες. Το άλμπουμ, όπως κι οι προηγούμενες δουλειές μας είναι σε ύφος ροκ, αν και οι αναφορές μας και οι επιρροές μας ποικίλουν από Θεοδωράκη μέχρι Μπετόβεν και Iron Maiden, είναι διάσπαρτα τα πράγματα που μας συγκινούν.
Info:
Βerlin Alexanderplatz, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη, Τετάρτη έως Κυριακή, έως 09/04
*Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα-σημείο αναφοράς του Άλφρεντ Ντέμπλιν, ενός από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα, η διασκευή του οποίου σε μίνι σειρά από τον Fassbinder τη δεκαετία του 1980 έχει αφήσει εποχή. Οι αλλεπάλληλοι κύκλοι της ζωής ενός προσφάτως αποφυλακισθέντα. Ο κύκλος του έρωτα, ο κύκλος της τιμιότητας, ο κύκλος της επιβίωσης, ο κύκλος του θανάτου, μέσα από μια αλυσίδα από συναρπαστικά γεγονότα που συνθέτουν τον τραγικό βίο του Φραντς. Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού αναδεικνύει την εποποιία ενός μικρού ανθρώπου στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου.
Με το «BERLIN ALEXANDERPLATZ» συμπληρώνονται περισσότερα από 20 χρόνια της ιστορικής πορείας που διαγράφει για το ελληνικό θέατρο η δημιουργική συνεργασία του Στάθη Λιβαθινού με τη σταθερή ομάδα ηθοποιών και συντελεστών που καθοδηγεί από το 2001 και με την οποία υπογράφει και αυτό το ανέβασμα.