Είναι αλήθεια πως υπό το βλέμμα της εξουσίας δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία, ούτε και όλοι οι θάνατοι όμως. Μια οποιαδήποτε δολοφονία γίνεται αντικείμενο τηλεδίκης με εξαιρετική ευκολία στη χώρα μας, εκτός απ’ την περίπτωση που την ταυτότητα του δολοφονηθέντος ατόμου συνοδεύει η ταυτότητα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του άστεγου ή του χρήστη.
Αυτοί οι θάνατοι δεν είναι συνήθως άξιοι αναφοράς. Ακόμα κι αν είναι προϊόντα δολοφονικών επιθέσεων από πλευράς του κράτους ή του παρακράτους. Ακόμα κι όταν γίνονται μέρα μεσημέρι. Γεγονός που συνομολογεί πως όντως βρισκόμαστε σε πόλεμο και πως αυτή εδώ η στήλη δεν είναι εντελώς ανούσια. Η ευαλωτότητα βρίσκεται στο στόχαστρο και οφείλουμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Η Βούλα γύρισε και με κοίταξε με μάτια μεγάλα σαν να τα μεγάλωσε επίτηδες περισσότερο για να κοιτάξει πιο βαθιά αν της λέω την αλήθεια: «Λες αλήθεια ότι δεν τον είδες; Γιατί αν δεν τον έχεις δει ούτε εσύ τότε σίγουρα θα πρέπει να κάνουμε κάτι. Η Φράνι μου είπε πως της είπε ο Άλεξ πως τον πήρε ασθενοφόρο γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα. Τον χειμώνα κοιμότανε πάνω στον αεραγωγό του μετρό στην πλατεία Ομονοίας. Ήταν κάπως πιο ζεστά εκεί πέρα. Μάλωνε μάλιστα συνέχεια με έναν Αντώνη, έναν παλιό άστεγο εκεί πέρα, για το ποιος θα καπαρώσει το σποτ. Τελευταία όμως, επειδή ο καιρός έχει ανοίξει κοιμάται σ’ ένα παγκάκι του πάρκου στη Ναβαρίνου.
Τέλος πάντων προχθές του είπε ο Άλεξ να πάει απ’ το σπίτι του να κάνει μπάνιο αν θέλει. Του είχε ετοιμάσει μάλιστα μια τσάντα με παλιά ρούχα να του τα δώσει. Εκείνος φόρεσε μια καινούρια αλλαξιά αλλά ξέχασε να πάρει την τσάντα με τα υπόλοιπα ρούχα. Έτσι μετά από καμιά ώρα, ο Άλεξ πήρε χαμπάρι τη σακούλα και κατέβηκε να του τη δώσει. Θυμόταν πως φορούσε μια παλιά του μπλούζα, είχε πάνω τον Σάκη Ρουβά». «Τη φορούσα για πυτζάμα» πετάχτηκε ενοχικά ο Άλεξ. Είναι κοινό μυστικό πως και σε μπλούζα τον είχε τον Ρουβά και σε αφίσα και κυρίως τον παρίστανε στον καθρέφτη με βούρτσα για μικρόφωνο, leather pants, και ζελέ στο μαλλί τύπου πρώτο ραντεβού – δευτέρα γυμνασίου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Ο Αλιά ήταν κάτι σαν είδωλο ανάμεσα στην κοινότητα των αστέγων. Αλλά όσο δεν ήταν είδωλο της ποπ κουλτούρας δεν υπήρχε περίπτωση η ζωή ή ο θάνατός του να απασχολήσει τον οποιονδήποτε σε μια τόσο αδιάφορη κοινωνία.
«Στην αρχή είδα το ασθενοφόρο. Μετά πλησίασα και είδα κάποιον που φορούσε την μπλούζα που είχα δώσει στον Αλιά μέσα στα αίματα. Λέω κάποιον γιατί είχε τόσο πολύ πολτοποιηθεί το πρόσωπό του που ήταν αδύνατο να αναγνωρίσεις ποιος ήταν πριν γίνει έτσι. Έμοιαζε σαν τους πίνακες του Bacon, θύμιζε ανθρώπινη φιγούρα κατακρεουργημένη. Η Φράνι κοιμόταν στο διπλανό παγκάκι. Είπε ότι ξύπνησε από κάτι σαν κάψιμο στα πλευρά και το κεφάλι της. Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε δύο άτομα ντυμένα στα μαύρα, ο ένας είχε τατουάζ στον δεξί καρπό του έναν σταυρό και μια σβάστικα. Δεν είδε πρόσωπα. Φορούσαν καπέλο. Άκουσε τον άλλο να λέει: ρε συ αυτός είναι μαύρος. Είδε να τον βαράνε την ώρα που κοιμόταν. Τον χτυπούσαν δηλαδή στην πιο ευάλωτη κατάσταση που θα μπορούσε να βρίσκεται, χωρίς συνείδηση. Έπιασε το κεφάλι της και είχε αίματα. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε γιατί είχε μαζευτεί κόσμος και θα καλούσαν την αστυνομία. Την είδα την επόμενη μέρα. Μου είπε πως έμαθε για έναν τύπο που γυρνάει στη Βάθης με αυτό το τατουάζ. Η Φράνι τον είχε σαν είδωλο, ήταν χάλια, δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή στον δρόμο χωρίς εκείνον. Ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή της, τον είχε σαν πατέρα. Αυτό μου είπε. Ήταν πράος και κέρινος, σαν άγιος. Μιλούσε χαμηλόφωνα και με μια σιγουριά. Ο δρόμος δεν του είχε στερήσει την ανθρωπιά του, του χε δώσει όμως μια σπιρτάδα στο βλέμμα, όπως εκείνη που έχουνε τα αγρίμια. Για πολλά απ τα παιδιά που ζούσαν στον δρόμο ήταν πατέρας, τους ενημέρωνε για τις δομές, για το πού μοιράζεται φαγητό, που μπορούν να ζητήσουν βοήθεια για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του ένας άστεγος. Όταν τον είδα μες στα αίματα λύγισαν τα γόνατα μου. Τον αναγνώρισα απ’ την μπλούζα του Ρουβά, δεν θυμάμαι αν το είπα αυτό. Ματωμένο Είδωλο», είπε ο Άλεξ χωρίς να είναι σαφές αν αναφέρεται στον Ρουβά ή τον Αλιά.
«Αν δεν τον έχεις δει ούτε εσύ κάτι πρέπει να κάνουμε. Εγώ ψάχνω από χθες και δεν βγάζω άκρη. Κανείς δεν ξέρει να μου απαντήσει αν έπαθε κάτι; Θέλω που πάνε οι άστεγοι όταν πεθαίνουν», μουρμούρισε η Βούλα.
Τελικά τον Αλιά τον βρήκαμε τρεις μέρες μετά. Τον ξυλοδαρμό του δεν τον είχε δει κανείς γιατί έγινε αξημέρωτα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Ποιος είπε ότι στα Εξάρχεια όλες οι ζωές οι ζωές έχουν την ίδια αξία, ότι δεν υπάρχουν φασίστες; Εδώ ετοιμάζονται πάλι να μπουν στη Βουλή, τα Εξάρχεια θα αποφύγουν; Τι θα κάνουμε γι’ αυτό;
Απ’ τα εμπόλεμα Εξάρχεια,
Για το Κοσμοδρόμιο
Η Γειτόνισσα.