Του Βαγγέλη Μαρινάκη, αναδημοσίευση από τον ιστότοπο rednblack.gr
Έχοντας μεσολαβήσει κιόλας 431 μέρες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και εν αναμονή για την έκβασή της πολυαναμενόμενης -αν όχι εξελισσόμενης- εαρινής αντεπίθεσης του Κιέβου, δύο μικρής φαινομενικά κλίμακας εξελίξεις μοιάζουν να σκιαγραφούν το περίγραμμα του παρόντος διακυβεύματος σε σχέση με τη συνολική πορεία των πραγμάτων.
Αφενός, το γεγονός πως η πόλη Τόκμακ -μια μικρή πόλη μεταξύ Ζαπορίζια και Μελιτόπολης, που βρίσκεται υπό ρωσική κατοχή- χτυπήθηκε από ουκρανικές οβίδες την Τρίτη, 25 Απριλίου, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS. Αφετέρου, το γεγονός πως μια ημέρα νωρίτερα, ουκρανικά στρατεύματα κοντά στη Χερσώνα κατάφεραν επίσης να διασχίσουν τον ποταμό Δνείπερο, μια φυσική γραμμή άμυνας του ρωσικού στρατού, σύμφωνα με ενημέρωση από το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου.
Οι δύο επιχειρήσεις μπορεί να έγιναν σε απόσταση 300 χιλιομέτρων, αλλά «και οι δύο υποδηλώνουν ουκρανική στρατιωτική δραστηριότητα προς την κατεύθυνση της Κριμαίας», είπε ο Σιμ Τακ από την Force Analysis, εταιρεία που ειδικεύεται στη στρατιωτική ανάλυση και η οποία θεωρεί τη διπλή κινητοποίηση των ουκρανικών δυνάμεων προπομπό της επιχείρησης ανακατάληψης της Μελιτούπολης και της αποκοπής της Χερσώνας από τη Μαριούπολη, το βασικό κέντρο ανεφοδιασμού των ρωσικών δυνάμεων. Η συγκεκριμένη ανάλυση είναι ενδεικτική όσον αφορά τις εκτιμήσεις όσων ασχολούνται με τα συμβαίνοντα επί του πολεμικού πεδίου για την πρόθεση του Κιέβου και των δυτικών συμμάχων του ο πόλεμος να εισέλθει με όσο γίνεται μεγαλύτερη ταχύτητα στη δεύτερη και τελική του φάση. Το επιβεβαιώνει άλλωστε και η προ ημερών δήλωση του Γενς Στόλτενμπεργκ ότι το 98% των οχημάτων μάχης που υποσχέθηκαν οι χώρες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία έχει ήδη παραδοθεί, ενώ έχει ολοκληρωθεί η εκπαίδευση εννέα τεθωρακισμένων ταξιαρχιών των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων.
Κι αν η ενεργητικότητα διέπει την πλευρά του Κιέβου, η Μόσχα φαίνεται συνειδητά να έχει επιλέξει τον δρόμο της άμυνας και της ασύμμετρης εμπλοκής. Σε αυτό το πλαίσιο, ενέργειες όπως η παράταση της προφυλάκισης του Αμερικανού δημοσιογράφου της Wall Street Journal Έβαν Γκέρσκοβιτς, η πυραυλική επίθεση κατά πόλεων της κεντρικής Ουκρανίας και η νομοθετική μέριμνα για την ψηφιακή επιστράτευση συνιστούν μέρη μιας εξίσωσης που φανερώνει τη στρατηγική που είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει η ρωσική πλευρά. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για το σημείο συνάντησης ανάμεσα στη στρατιωτική ανάγκη της ανασύνταξης δυνάμεων και τη παλιά σοβιετική φιλοσοφία που συνοψιζόταν στον ιδεώδη συνδυασμό της μέγιστης αποτελεσματικότητας με το ελάχιστο ρίσκο.
Όμως, η στρατηγική που έχει υιοθετήσει το Κρεμλίνο και το σύστημα εξουσίας πέριξ του Βλαντίμιρ Πούτιν δείχνει να εκκινεί από πιο υλικά ένστικτα. Το γεγονός ότι το μερίδιο της Ρωσίας σε ό,τι αφορά τόσο την παγκόσμια βιομηχανία όπλων όσο και την πετρελαϊκή αγορά συρρικνώνεται προς όφελος της Κίνας και της Δύσης και η ρωσική οικονομία αναμένεται να ακολουθήσει πτωτική πορεία και για το τρέχον έτος καταδεικνύει πως η τρέχουσα συλλογιστική του ρωσικού στρατιωτικού επιτελείου μάλλον εξαντλείται σε ένα δόγμα ενεργητικής άμυνας, με βασικό του άξονα την υπεράσπιση των εδαφικών κεκτημένων από το Ντονμπάς –όπου το αγκάθι του Μπαχμούτ δοκιμάζει την ύπαρξη ακόμη και της σκληροτράχηλης Wagner- ως την Κριμαία. Είναι μια στρατηγική που δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αν τεθούν δύο κρίσιμες παράμετροι. Η πρώτη έχει να κάνει με την ίδια τη δυσκολία της στρατιωτικής επιχείρησης, καθώς αρκετοί ειδικοί και αναλυτές επισημαίνουν πως εδώ και μήνες η ρωσική πολεμική μηχανή έχει φροντίσει να δημιουργήσει ισχυρές οχυρώσεις, δυσχεραίνοντας αρκετά το ήδη δύσκολο της ανακατάληψης της τόσο κρίσιμης στρατηγικά χερσονήσου. Η δεύτερη αφορά την ίδια την πρόθεση του Κίεβου να πάει τον αγώνα μέχρι τέλους, καθώς η ανοχή της Δύσης στα μεγαλεπήβολα σχέδια του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξαντλείται και η ικανότητα της Ουάσιγκτον να πείσει τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ για την περαιτέρω παροχή στρατιωτικής βοήθειας έρχεται αντιμέτωπη με τα όριά της.
Στο μεταξύ, οι τελευταίες εκτιμήσεις των υπηρεσιών ασφαλείας σε ΗΠΑ και Ευρώπη εκτιμούν τις ανθρώπινες απώλειες από την έναρξη του πολέμου σε 354.000 στρατιώτες εκατέρωθεν, με τους άμαχους που έχουν χάσει τη ζωή τους να ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες και τους εκτοπισμένους στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο να υπολογίζονται σε 4 εκατομμύρια. Πρόκειται για έναν οδυνηρό απολογισμό, του οποίου η τραγωδία που κρύβει έχει εξαφανιστεί ανάμεσα στο μικρόκοσμο των εθνικών και πολιτικών συμφερόντων που επιμένουν να αντιμετωπίζουν την Ουκρανία με όρους σκακιέρας.