Του Κώστα Ράπτη, αναδημοσίευση από τον ιστότοπο Capital.gr
Η επανεκλογή του Ερντογάν στην προεδρία της Τουρκίας για τρίτη κατά σειρά θητεία (και ενώ ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας έχει ήδη συμπληρώσει είκοσι χρόνια στην εξουσία), αποτελεί μεν αναμενόμενη εξέλιξη, δεδομένων και των συσχετισμών που είχε καταγράψει ο πρώτος γύρος, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ιστορικό γεγονός, η ερμηνεία του οποίου δεν έχει δοθεί πλήρως, ιδίως από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης τα οποία όλο το προηγούμενο διάστημα προσέγγισαν μάλλον με προβολή των δικών τους επιθυμιών μία κοινωνία την οποία δεν έχουν αποκρυπτογραφήσει πλήρως.
Οι τουρκικές εκλογές σημαδεύτηκαν, σύμφωνα με τους παρατηρητές του ΟΑΣΕ, από την ανισορροπία που προκαλούσε η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και του μιντιακού τοπίου υπέρ του νυν προέδρου -παρέμειναν ωστόσο «ανταγωνιστικές», όπως προφανώς αποδεικνύει το γεγονός ότι ο Ερντογάν μπήκε στη δοκιμασία ενός δεύτερου γύρου. Με άλλα λόγια, καίτοι η Τουρκία γίνεται όλο και λιγότερο φιλελεύθερη, δεν παύει να είναι δημοκρατική, με την έννοια της κυριαρχίας της πλειοψηφίας, όπως παρατηρούμε να συμβαίνει και σε σειρά άλλων χωρών, ιδίως αναδυόμενων.
Παρά τα προβλήματα που ανέδειξε η οικονομική κρίση και η θεομηνία της 6ης Φεβρουαρίου, η πλειοψηφία των Τούρκων έμεινε πιστή στον Ερντογάν. Η επιλογή της ήταν ταυτόχρονα ψήφος σταθερότητας, ψήφος ταυτοτική και ταυτοχρόνως ψήφος συντονισμένη κατά έναν τρόπο με την αλλαγή των διεθνών συσχετισμών.
Η περί τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αντιπολίτευση συσπειρώθηκε κυρίως γύρω από την επιδίωξη να τερματισθεί η «ενός ανδρός αρχή» και να αποκατασταθεί η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ωστόσο, αν ο υποψήφιός της επικρατούσε, θα βρισκόταν στην παράδοξη θέση να κυβερνά κυρίως μέσω διαταγμάτων, αξιοποιώντας το θεσμικό οπλοστάσιο του Ερντογάν, εφόσον ήδη εδώ και δύο εβδομάδες ήταν δεδομένο ότι δεν θα είχε μια φιλική Εθνοσυνέλευση.(Αντιστρόφως, πληθαίνουν οι πληροφορίες ότι ο Ερντογάν θα επαναφέρει το αξίωμα του πρωθυπουργού, ώστε ο ίδιος να αφιερωθεί στην πολιτική «κληρονομιά» του και όχι στην τρέχουσα διαχείριση).
Επιπλέον, στον τομέα της οικονομίας, που υποτίθεται ότι κατεξοχήν ανέδειξε την ευαλωτότητα του Ερντογάν, ο νυν πρόεδρος κρινόταν από τους συμπατριώτες του στις δημοσκοπήσεις ως καταλληλότερος, έστω και με βραχεία κεφαλή, να χειρισθεί την κατάσταση. Η υπόσχεση της αντιπολίτευσης για επιστροφή στην νομισματική ορθοδοξία δεν αποτελούσε προφανώς συνταγή εκλογικής επιτυχίας σε μια χώρα ανήσυχη για το ποσοστό ανεργίας και εξαρτημένη από τον ιδιωτικό δανεισμό.
Η απουσία προβολής ενός πειστικού εναλλακτικού οικονομικού σχεδίου, που να διευκολύνει τη διείσδυση της αντιπολίτευσης στην ψήφο των πληβείων, κατέστησε την εκλογική μάχη πεδίο αντιπαράθεσης καθαρά «ταυτοτικών» πολιτικών, όπως καταδεικνύει και ο εκλογικός χάρτης, που αντιπαραθέτει τη «βαθιά Τουρκία» της κεντρικής Ανατολίας προς την «εξωστρεφή Τουρκία» των μεγάλων αστικών κέντρων και τις κουρδικές περιοχές.
Το πεδίο αυτό αποδείχθηκε για άλλη μία φορά ευνοϊκό για τον Ερντογάν, υποχρεώνοντας μάλιστα τον Κιλιτσντάρογλου να μετακινηθεί από τη «μειλίχια», «συμπεριληπτική» καμπάνια του πρώτου γύρου σε ένα ατελέσφορο κυνήγι της (καθοριστικής) εθνικιστικής ψήφου για τον δεύτερο γύρο, με κόστος προφανώς σε ό,τι αφορούσε την μέχρι τότε στήριξή του από την κουρδική κοινότητα. Πολύ χαρακτηριστικά, οι τελευταίες δύο εβδομάδες σημαδεύτηκαν από τις εκατέρωθεν καταγγελίες για «ανοχή» ή «συνεργασία» με την «τρομοκρατία» (κατά περίπτωση: το ΡΚΚ ή το δίκτυο του Γκιουλέν ή τους Κούρδους ισλαμιστές του Huda Par) καθώς και την πλειοδοσία αντιπροσφυγικής ρητορικής από μέρους της αντιπολίτευσης.
Περισσότερο ενδιαφέρον όμως είναι ότι στο ιδιόμορφο μείγμα δύναμης και αδυναμίας που είναι η Τουρκία, ο Ερντογάν και το κοινό του συνενώνονται από ένα αφήγημα «ενδυνάμωσης» (υλικής, ταυτοτικής και διεθνοπολιτικής), το οποίο ακόμη και τους προφανείς κλυδωνισμούς, όπως οι οικονομικοί, τους μεταφράζει ως δείγμα της αντίστασης των κατεστημένων (δυτικών) δυνάμεων στην «τουρκική ανάδυση». Αντίθετα, η ασφυκτιώσα «εξωστρεφής Τουρκία» του Κιλιτσντάρογλου αναδείκνυε τις αδυναμίες της Τουρκίας, συνάγοντας από αυτές ένα συμπέρασμα αναγκαίας προσαρμογής στα δυτικά πρότυπα.
Διόλου τυχαία, η προεκλογική αναφορά του Ερντογάν ότι η τουρκική οικονομία βοηθήθηκε το τελευταίο διάστημα από τις κινήσεις «φίλων στον Περσικό Κόλπο και αλλού» δεν αποτέλεσε παραδοχή αποτυχίας, αλλά έμμεση υπόμνηση του ότι στον υπό διαμόρφωση κόσμο «υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές» αντί της μονοσήμαντης προσαρμογής.