O Βασίλης Βαμβακάς, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο Πασχάλης Τεμενεκίδης, Διευθυντής Ερευνών της Palmos Analysis, χαρτογραφούν το τοπίο στον δρόμο για τις δεύτερες εκλογές, όπου όλα τα μάτια είναι στραμμένα στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Τα πρωτοφανή αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου προκάλεσαν βουβαμάρα και στη συνέχεια παραδόθηκαν στη θερινή ραστώνη.
Οι υπόλοιπες 20 ημέρες μέχρι τις επαναληπτικές εκλογές έχουν αρχίσει να φαντάζουν σε πολλούς πολίτες, «αιώνας». Η εκλογική ατμόσφαιρα (αν υποθέσουμε ότι υπήρχε εξαρχής) μοιάζει να έχει εξατμιστεί. Με βουβό τρόπο ξεκίνησαν, ακόμα πιο βουβά συνεχίζουν.
Σύμφωνα με τον Βασίλη Βαμβακά, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μεταπολιτευτικά, είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα έρχεται σε τόσο δύσκολη θέση. «Σε αυτή τη φάση, το βασικό που πρέπει να κρατηθεί ως αφήγημα από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι παραμένει δεύτερο κόμμα και παραμένει επίσης και το αντίπαλο δέος της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό που θα σώσει σε μια πρώτη φάση τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η αλλαγή των προσώπων. Και πρέπει ακόμα να δείξει πως πήρε το μήνυμα και πως θα προτάξει μια ομάδα ανθρώπων που θα είναι περισσότερο τεχνοκράτες και λιγότερο πολιτικοί».
Ο ίδιος λέει πως με τα αποτελέσματα να θεωρούνται αναμενόμενα, το ενδιαφέρον για τις δεύτερες κάλπες πέφτει στα μικρά κόμματα και στο αν θα μπουν στη Βουλή στο «παρά πέντε». Για τον κ. Βαμβακά δεν πρέπει να θεωρούνται λίγοι οι ψηφοφόροι που θα σκεφτούν πως αφού δεν μπορούν να αλλάξουν και πολύ τα πράγματα… «ας μπουν τουλάχιστον τα μικρά κόμματα στη Βουλή για να υπάρχει πολυφωνία».
Προοδευτικά πρέπει να έρθει και η αλλαγή της αντίληψης των πραγμάτων για τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία: «έχει κολλήσει στο 2015. Υπάρχει εκτός από έλλειψη στίγματος και παρελθοντολογία και παρελθοντολαγνία στο κόμμα. Όμως, η αντιδεξιά ρητορική όπως κορυφώθηκε το 2015, πια δεν υφίσταται. Η πολιτική δεν συντελείται πια με αυτούς τους όρους».
Ο κ. Βαμβακάς θεωρεί πως το ΠΑΣΟΚ έχει εξίσου μεγάλες προκλήσεις να αντιμετωπίσει: «Χρειάζεται όσο πολύ τη χρειάζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ μια σαφή αντιπολιτευτική γραμμή. Αυτό που διασώζει το ΠΑΣΟΚ, αν και από μόνο του δεν αρκεί, είναι ότι έχει ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Εκτός από τις κακές αναμνήσεις, αυτές της χρεοκοπίας εξαιτίας των σπαταλών του τις προηγούμενες δεκαετίες, υπάρχουν και οι ακριβώς αντίθετες- οι θετικές, αυτές μιας γλυκιάς-ανέμελης ζωής επί των ημερών του».
Οι λόγοι του θριάμβου της ΝΔ και οι αριστερές ενοχές του ΣΥΡΙΖΑ
Ο Διευθυντής Ερευνών της Palmos Analysis, Πασχάλης Τεμεκενίδης, αναφέρει μιλώντας στο «Κοσμοδρόμιο» κάτι που σημείωσαν όλοι οι εκπρόσωποι των εταιρειών δημοσκοπήσεων μετά το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου : «Οι έρευνες πρόθεσης ψήφου ‘μιλούσαν’ εδώ και τέσσερα χρόνια. Η στάση που λαμβάναμε όμως από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως ‘όλα πάνε καλά, αλλά για κάποιον λόγο, αυτό δεν αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις’. Εγκαταστάθηκε το αφήγημα πως οι δημοσκοπήσεις είναι αναξιόπιστες. Ενώ αν είχε συμβεί το αντίθετο, αν ο ΣΥΡΙΖΑ τις θεωρούσε αξιόπιστες και τις χρησιμοποιούσε, αν τις έβλεπε ως εργαλεία για να δει πού ‘πονάει’ το κόμμα, ενδεχομένως να ήταν διαφορετικά τα πράγματα».
Όσον αφορά στα συντριπτικά ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας, κατά τον κ. Τεμενεκίδη, ο κόσμος δεν πίστεψε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Μητσοτάκης αντιθέτως, έχτισε ένα προφίλ σύμφωνα με το οποίο ό,τι λέει, το εφαρμόζει. «Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία και το αυτογκόλ του Κατρούγκαλου -γιατί υπενθύμισε στη μεσαία τάξη την υπέρ φορολόγηση της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ» σημειώνει ο επικεφαλής της Palmos Analysis και συνεχίζει: «επίσης, τα δυόμιση χρόνια πανδημίας, οχύρωσαν τη Νέα Δημοκρατία από την αντιπολιτευτική κριτική. Το θέμα της υγείας και των δημόσιων νοσοκομείων ήταν βέβαια υπαρκτό, όμως ο κόσμος έκανε αναγωγή/ σύγκριση με χώρες του εξωτερικού και πίστεψε την κυβέρνηση, η οποία έλεγε ότι τα ίδια συνέβαιναν και στις υπόλοιπες χώρες. Αντίστοιχη εξέλιξη είχαν και τα ζητήματα της ενεργειακής κρίσης αλλά και της λιτότητας- θεωρήθηκαν προβλήματα πανευρωπαϊκά. Άλλωστε, σε τέτοιους είδους κρίσεις, ο λαός έχει την τάση να συσπειρώνεται γύρω από αυτόν που θεωρείται ο πιο ασφαλής και δοκιμασμένος».
Και τι πρέπει να κάνει εφεξής ο ΣΥΡΙΖΑ; O κ. Τεμενεκίδης απαντά: σοβαρή αντιπολίτευση, συμμάζεμα του σπιτιού και χάραξη στρατηγικής με κυριότερο, τη στόχευση σε συγκεκριμένο ακροατήριο.
Ποιους ψηφοφόρους θα μπορούσε να εκφράσει λοιπόν αν διάρθρωνε ένα στιβαρό πρόγραμμα; «Από μια μοντέρνα αριστερά, μέχρι το κέντρο» απαντά ο κ. Τεμενεκίδης σημειώνοντας πως η «καθαρά» αριστερά στη χώρα μας, δεν ξεπερνά το 12% με 13%.
Και σε αυτό στο σημείο, βάζει στη συζήτηση τις ενοχές του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο αριστερό και ριζοσπαστικό του ακροατήριο. «Οκτώ χρόνια μετά το δημοψήφισμα και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να έχει μια ενοχική συμπεριφορά. Μια ενοχή που δεν θα έπρεπε καθόλου να έχει, αλλά η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στους κόλπους του κόμματος» σημειώνει, τονίζοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να υπερασπιστεί καλύτερα τις αποφάσεις εκείνης της περιόδου αν θέλει να αυτοαποκαλείται κόμμα εξουσίας, κόμμα ανταγωνιστικό.
Για να γίνει αυτό πρέπει να χαράξει μια εναλλακτική πολιτική, κάνοντας τους αναγκαίους συμβιβασμούς και προτείνοντας μέσες λύσεις. «Ο, τι έκανε δηλαδή με επιτυχία το ΠΑΣΟΚ την περασμένη τετραετία», υπογραμμίζει ο κ. Τεμενεκίδης και προσθέτει: «Γιατί πραγματικά, η μεγάλη επιτυχία αυτών των εκλογών ανήκει αναμφίβολα στο ΠΑΣΟΚ. Μιλάμε για το κόμμα στα χέρια του οποίου έσκασε η βόμβα της πτώχευσης, κάτι το οποίο το ‘βύθισε’ για χρόνια. Αναπροσαρμόστηκε όμως, κατάφερε να αναγεννηθεί».
H «προβληματισμένη» κεντροαριστερά και η ανηφόρα μέχρι το 2027
Για τον κ. Τεμενεκίδη, ο προβληματισμός αυτή τη στιγμή και η αλλαγή πλάνου δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλη την κεντροαριστερά. Ο ίδιος εξηγεί: «Μόνο σκεπτικισμό πρέπει να δημιουργεί το γεγονός πως ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αθροίζουν ένα 32%. Για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολίτευσης το άθροισμα δεξιών και κεντροδεξιών κομμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό όλων των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων. Στη χώρα μας, παραδοσιακά η πλειοψηφία ήταν κεντροαριστερή. Τώρα έχουμε μια εντυπωσιακή μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά. Και θα παραμείνει για πολλά χρόνια έτσι, αν δεν δημιουργηθεί ένας ελκυστικός πόλος στην κεντροαριστερά».
Τα παραπάνω βέβαια αφορούν την περίοδο μετά τη δεύτερη κάλπη όπου σύμφωνα με όλους τους δημοσκόπους η κατάσταση θα παραμείνει λίγο έως πολύ ως έχει.
«Το ΠΑΣΟΚ θα πει: ‘κάντε με ισχυρή αντιπολίτευση’. Η Νέα Δημοκρατία: ‘βοηθήστε με να κρατήσω το πρόγραμμα’. Στην ουσία, το ΠΑΣΟΚ έχει τις πιο ισχυρές πιθανότητες να ανεβάσει ποσοστά. Η ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ψήφος αυτοσυντήρησης. Να επανασυσπειρωθεί ο κόσμος που σε κάποια φάση έχει ψηφίσει/έχει πιστέψει στο κόμμα, έτσι ώστε να μην διαλυθεί ο χώρος και να παραμείνει στο τοπίο ένας εκφραστής της κεντροαριστεράς. Να λειτουργήσει δηλαδή το συναισθηματικό κριτήριο. Υπάρχει ένα κοινό που φοβάται αυτό το θηριώδες ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας και ενδεχομένως θα επιστρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ, για να μην… φύγει πολύ μακριά η Ν.Δ» λέει ο κ. Τεμενεκίδης.
Κατά τον ίδιο, η αυτοκριτική που πρέπει να γίνει εφεξής αφορά όλο τον αριστερό χώρο. «Η σκέψη των κομμάτων αυτού του τόξου πρέπει να είναι στο 2027, διαφορετικά και τότε, πάλι με την υπεροχή της Ν.Δ θα έχουμε να κάνουμε. Μια συνεργασία ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να μάς φαίνεται κάτι εντελώς υπερβατικό. Πιστεύω πως μετά τις 25 Ιουνίου θα ανοίξει αυτή η συζήτηση. Και θα ανοίξει γιατί αλλιώς δεν… βγαίνουν τα νούμερα. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μόνος του, ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ μπορούν να αγγίξουν το 40% της Νέας Δημοκρατίας».
Φυσικά, η παντοκρατορία ενός δεξιού κόμματος δεν πρέπει να θεωρείται μόνο αποτυχία του κεντροαριστερού χώρου, αλλά πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής συντηρητικής στροφής που συντελείται εδώ και κάποια χρόνια σε όλη την Ευρώπη. «Το ότι το δεξιό και συντηρητικό κοινό μεγαλώνει και στην Ελλάδα είναι δεδομένο. Βλέπουμε την πορεία της “Νίκης” αλλά και τον Βελόπουλο που ανέβηκε κατά μία μονάδα. Είναι μια τάση πανευρωπαϊκή από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε η Ελλάδα», καταλήγει ο κ. Τεμενεκίδης.