Η Unilever χαρακτηρίστηκε διεθνής χορηγός πολέμου από την ουκρανική εθνική υπηρεσία για την πρόληψη της διαφθοράς αφού ο κολοσσός πίσω από εκατοντάδες ευρείας καταναλώσης φίρμες προϊόντων εξακολουθεί να έχει δραστηριότητες και να φορολογείται για τα κέρδη της στη Ρωσία.
Η κίνηση της ουκρανικής κυβέρνησης ήρθε αφότου καμπάνια κάλεσε το νέο διευθύνων σύμβουλο της Unilever, Χεν Σουμάχερ, που ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα αυτό το Σαββατοκύριακο, να αποσυρθεί από τη Ρωσία, αφότου αποκαλύφθηκε ότι το παράρτημα της εταιρείας εκεί πλήρωσε σε φόρους 331 εκατομμύρια δολάρια.
NAZK Chairman Oleksandr Novikov said on July 3 that "Unilever cannot say it is against the war, while supporting Putin's military machine."https://t.co/nXbGsGj045
— Radio Free Europe/Radio Liberty (@RFERL) July 3, 2023
Η Ukraine Solidarity Project (USP) έστησε σήμερα μια γιγαντιαία πινακίδα έξω από τα κεντρικά γραφεία της αγγλο-ολλανδικής ομάδας καταναλωτών στο Λονδίνο με φωτογραφίες τραυματισμένων Ουκρανών στρατιωτών –που ποζάρουν με το στυλ των διαφημίσεων των προΐόντων της Dove– και το σύνθημα: «Βοηθώντας στη χρηματοδότηση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία».
Did you know that one of world's favourite beauty brands is helping fund Russia's war in Ukraine? Yes, it’s @Dove, owned by @Unilever. Unilever paid an estimated $331 million in taxes to Russia in 2022. A kalibr missile costs $1 million. The math is simple.
— Ukraine Solidarity Project (@SolidarityUKR) July 3, 2023
Get out of Russia. pic.twitter.com/NnpICgI62h
Η Unilever τοποθετήθηκε σήμερα στην ουκρανική λίστα χορηγών του πολέμου μαζί με εταιρείες όπως η Procter & Gamble (P&G), ο μεγαλύτερος κατασκευαστής οικιακών χημικών ουσιών και προϊόντων προσωπικής φροντίδας στον κόσμο, και ο γαλλικός όμιλος Leroy Merlin.
Η Βαλερία Βοτσέβσκα, εκπρόσωπος του USP, δήλωσε: «Η Unilever συνεισφέρει εκατοντάδες εκατομμύρια φόρων σε ένα κράτος που σκοτώνει αμάχους και χρηματοδοτεί μια ομάδα μισθοφόρων που πρόκειται να χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κινδυνεύει το προσωπικό και οι πόροι της να κινητοποιηθούν στη μηχανή του Πούτιν. Μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου έχουν ήδη εγκαταλείψει τη Ρωσία. Είναι πιθανό – μετά από 16 μήνες πολέμου – να έχει περάσει η ώρα των δικαιολογιών».
Η Unilever Rus, η τοπική ρωσική επιχείρηση του ομίλου με έδρα στη Μόσχα και το Ομσκ, διπλασίασε τα κέρδη της στα 9,2 δισ. ρούβλια πέρυσι, σύμφωνα με την ολλανδική ερευνητική ομάδα Follow the Money, και αύξησε τις διαφημιστικές της δαπάνες κατά 10% στα 21,7 δισ. ρούβλια.
Η Unilever δήλωσε ότι διέκοψε όλες τις εισαγωγές και εξαγωγές των προϊόντων της προς και από τη Ρωσία τον Μάρτιο του περασμένου έτους και σταμάτησε όλες τις δαπάνες διαφήμισης και τις ροές κεφαλαίων. Συνεχίζει, ωστόσο, να λειτουργεί τα εργοστάσιά της στη Ρωσία – δηλώνοντας ότι φροντίζει για τους υπαλλήλους τους στη χώρα και ότι δεν θέλει τα εργοστάσιά της να εξαγοραστούν από το ρωσικό κράτος.
Ο απερχόμενος CEO της, Άλαν Τζόουπ, είπε ότι η ποσότητα των αγαθών που πουλάει η Unilever στη Ρωσία μειώθηκε σημαντικά και ότι η διαφαινόμενη αύξηση των πωλήσεων, των κερδών και των διαφημιστικών δαπανών ήταν αποτέλεσμα του πληθωρισμού και των αλλαγών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η Unilever δήλωσε: «Συνεχίζουμε να προμηθεύουμε καθημερινά τρόφιμα και προϊόντα υγιεινής που κατασκευάζονται στη Ρωσία σε ανθρώπους στη χώρα». Οι επικριτές της, ωστόσο, στέκονται στο ότι συνεχίζει να πουλά και παγωτά, τα οποία καταγγέλονται ως μη πρώτης ανάγκης είδη.
«Κατανοούμε γιατί υπάρχουν εκκλήσεις προς την Unilever να εγκαταλείψει τη Ρωσία», ανέφερε σήμερα η εταιρεία. «Θέλουμε επίσης να είμαστε σαφείς στο ότι δεν προσπαθούμε να προστατεύσουμε ή να διαχειριστούμε την επιχείρησή μας στη Ρωσία. Ωστόσο, για εταιρείες όπως η Unilever, που έχουν σημαντική φυσική παρουσία στη χώρα, η έξοδος δεν είναι απλή».
Η εταιρεία είπε ότι εάν εγκαταλείψει τις δραστηριότητές της και τα εμπορικά σήματα της στη Ρωσία, «θα ιδιοποιηθούν – και στη συνέχεια θα λειτουργούν – από το ρωσικό κράτος». Η Unilever είπε ότι δεν μπόρεσε να βρει έναν τρόπο να πουλήσει την επιχείρηση, ο οποίος να «αποφεύγει το να αποκομίσει περαιτέρω οφέλη το ρωσικό κράτος και να προστατεύει τους ανθρώπους» της. Σε αυτή τη βάση, δήλωσε η εταιρεία, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης με «αυστηρούς περιορισμούς» αποτελούσε την καλύτερη επιλογή.