Η βίαιη έκρηξη που ακολούθησε την εν ψυχρώ δολοφονία του 17χρονου Ναέλ Μ. από αστυνομικό την περασμένη εβδομάδα στη Ναντέρ προσθέτει ένα ακόμα γεγονός στη σειρά βίαιων αντιπαραθέσεων μεταξύ κράτους και πλήθους από τις κατώτερες τάξεις στη Γαλλία. Για την ακρίβεια το τρίτο μεγάλο γεγονός, μετά τις μεγάλες και επίμονες διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων καθώς και το εργατικό κίνημα ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος φέτος. Και μπορεί οι αντιπαραθέσεις στον δρόμο αυτή τη φορά να μην κράτησαν χρονικά τόσο πολύ όσο οι προηγούμενες, η έντασή τους όμως κατέδειξε τη ρευστότητα στη γαλλική κοινωνία και το χάσμα που την διατρέχει.
Ο τρόπος που γίνεται η συζήτηση σχετικά με τα γεγονότα της Γαλλίας περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες που περιπλέκονται ο ένας με τον άλλο: το κοινωνικό ζήτημα της εργασίας, της αξιοπρέπειας και της ευημερίας μέσα σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανική και πολιτική δύναμη, κληρονόμο ενός πάλαι ποτέ ισχυρότατου αποικιοκρατικού σχηματισμού συμπλέκεται με το ερώτημα της θέσης των ανθρώπων που δεν είναι «φυλετικά» Γάλλοι και Γαλλίδες, που δεν έχουν δηλαδή καταγωγή και εξωτερικά (δυτικά και βόρεια) ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και έλκουν κάπως κάπου μια καταγωγή κυρίως από τις παλιές αποικίες. Πρόκειται για το ζήτημα δηλαδή της περίφημης δεύτερης και τρίτης και τέταρτης και πάει λέγοντας γενιάς «μεταναστών».
Η Γερμανία δε θα μπορούσε να μείνει απαθής στα γεγονότα αυτά. Πέρα από το γεγονός ότι μοιράζεται το όποιο ευρωπαϊκό σχέδιο με τη Γαλλία, που κι οι δυο μαζί περιγράφονται ως οι δυο βασικές δυνάμεις της Ε.Ε., εγκολπώνει κοινωνικές δομές που ομοιάζουν προς αυτές της Γαλλίας.
Πρόκειται για μια σκληρά ταξική κοινωνία, όπως και η γαλλική, που έλκει την καταγωγή της από τη φεουδαρχία και την απολυταρχία. Υπήρξε κέντρο της βιομηχανικής επανάστασης με την ακόλουθη προλεταριοποίηση πρώτα-πρώτα του πλήθους των πρώην δικών της δουλοπάροικων, επιχείρησε και υπήρξε για κάποιες δεκαετίες αποικιακή δύναμη, χωρίς να φτάσει το μέγεθος της Γαλλίας και μετά τις πολιτικές δίνες και ωδίνες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ανασυγκροτήθηκε οικονομικά και πολιτικά πάνω στην εργασία των γκάσταρμπάιτερ, των «φιλοξενούμενων» εργατριών και εργατών από τον Νότο της Ευρώπης. Στους Τούρκους, Έλληνες, Γιουγκοσλάβους και Ιταλούς των δεκαετιών του 1950 και 1960 προστέθηκαν αργότερα και οι μετανάστες από τη Μέση Ανατολή, τις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ και λιγότερο της Αφρικής και της Ασίας.
Η Γερμανία είναι μια σκληρά ταξική χώρα. Οι δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας είναι μικρές και θα χρειαζόταν παράθεση πολλών κοινωνιολογικών μελετών για να το δείξουμε εδώ. Το ότι οι κατώτερες τάξεις δεν έχουν πολλές πιθανότητες να ανελιχθούν κοινωνικά μπορούμε να το δούμε στο θέμα των σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου και αυτό δεν αφορά μόνο στα παιδιά των μεταναστών αλλά και στα παιδιά των εργατικών οικογενειών.
Μόλις φέτος, για πρώτη φορά στα χρονικά, ο αριθμός των εισαχθέντων σε πανεπιστημιακά ιδρύματα ξεπέρασε αυτόν των νέων που ξεκίνησαν να μαθαίνουν ένα επάγγελμα τεχνικό ή υπαλληλικό. Αυτό όμως δεν αποτελεί ένδειξη ότι αλλάζει κάτι σχετικά με την κινητικότητα στην κοινωνία, αλλά περισσότερο με το γεγονός πως τα εργατικά και υπαλληλικά επαγγέλματα καθίστανται μη ελκυστικά αφού είναι συχνά κακοπληρωμένα και χωρίς ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας. Η νέα γενιά στη Γερμανία δυσκολεύεται να ενταχθεί σε μια εργασιακή διαδικασία που της είναι οικονομικά ασύμφορη και μη ελκυστική ως συνθήκη. Μεγάλο τμήμα της νεολαίας επιλέγει να μην ειδικευτεί επαγγελματικά. Ακόμα και τα εκατομμύρια των προσφύγων της τελευταίας δεκαετίας δεν κατέστη δυνατόν να ενταχθούν στην παραγωγική και εργασιακή διαδικασία με ικανοποιητικό τρόπο. Και η γερμανική κυβέρνηση ψάχνει ειδικευμένο προσωπικό στις εφτά θάλασσες…
Τα γεγονότα της Γαλλίας γεννούν λοιπόν το ερώτημα, αν θα πρέπει κανείς να περιμένει αντίστοιχες εκρήξεις και στη Γερμανία. Το «υλικό» θεωρητικά υπάρχει. Πληθυσμοί προλεταρίων στοιβαγμένοι σε υποβαθμισμένες γειτονιές μεγάλων πόλεων, με άκρως προβληματικές υποδομές εκπαίδευσης και υγείας, χωρίς προοπτική εργασίας με ελκυστικούς όρους και σε μεγάλο βαθμό καταγόμενοι από άλλες χώρες, άρα και αντιμέτωποι με θεσμικό και καθημερινό ρατσισμό.
Το ποια είναι η αιτία για τις εκρήξεις στη Γαλλία αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης. Όπως κανείς μπορεί να φανταστεί, το ποια προβάλλεται ως κύρια αιτία εξαρτάται από την πολιτική τοποθέτηση του κάθε δημοσιολογούντα. Οι δεξιοί τα ρίχνουν στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση και στη δυσκολία ανθρώπων από άλλους πολιτισμούς να ενταχθούν στην κοινωνία και στην οικονομία, οι αριστεροί καταδεικνύουν τα τείχη που υψώνει η κοινωνική οργάνωση της ζωής.
Ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Όλαφ Σολτς σχολίασε σε συνέντευξή του τα γεγονότα στη Γαλλία και χαρακτήρισε θλιβερές τις εικόνες που έρχονται από εκεί. Εξέφρασε την πεποίθηση πως η Γαλλία παραμένει παρόλα αυτά σταθερή και πως ο πρόεδρος Μακρόν θα καταφέρει γρήγορα να ομαλοποιήσει την κατάσταση. Παράλληλα τόνισε πως η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο να ζήσει τέτοιου είδους γεγονότα. Αναφερόμενος εμμέσως στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων και στις ταραχές σχετικά με το συνταξιοδοτικό στη Γαλλία, επισήμανε πως πέρσι τόσο η αριστερά όσο και η άκρα δεξιά στη Γερμανία μιλούσαν για καυτό φθινόπωρο και χειμώνα, λόγω της επερχόμενης ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού. Τίποτε από αυτά δε συνέβη, καθώς, όπως είπε ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, η κυβέρνηση διατηρεί την κοινωνική συνοχή ενισχύοντας τα νοικοκυριά οικονομικά κι έτσι αποφεύγει τέτοιου είδους προβλήματα.
Ο Σολτς απέφυγε να υπαινιχθεί καν κάποια σχέση των ταραχών στη Γαλλία με το ζήτημα της μετανάστευσης. Το έκανε όμως ρητά ο φιλελεύθερος κυβερνητικός της σοσιαλδημοκρατίας, το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), δια στόματος του γενικού του γραμματέα, του ιρανικής καταγωγής Μπιζάν Ντζιρ Ζαράι. Ο Ζαράι προειδοποίησε πως η Γερμανία πρέπει να ασχοληθεί εντατικά με τα γεγονότα στη Γαλλία και είπε πως η ανεξέλεγκτη μετανάστευση καθώς και οι τεράστιες ελλείψεις στην ενσωμάτωση των μεταναστών είναι απειλή για την ασφάλεια. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των χριστιανοδημοκρατών, Αλεξάντερ Ντόμπριντ. «Ο φρικτός θάνατος του Ναέλ Μ. ήταν η σπίθα που πυροδότησε ένα επί μακρόν υφέρπον συγκρουσιακό δυναμικό βίας». Αυτό δείχνει πόσο εκρηκτικές δυνάμεις μπορούν να προκύψουν, όταν κανείς παραβλέπει για καιρό την ύπαρξη αυξανόμενων παραλλήλων κοινωνιών και ελλιπούς ενσωμάτωσης σε συνδυασμό με βαθιά έλλειψη προοπτικών. Το μόνο δυνατό δίδαγμα από τη Γαλλία θα μπορούσε να είναι, να μπει φραγμός σε τέτοιες εξελίξεις, με καθαρούς κανόνες, δέσμευση για ενσωμάτωση καθώς και έλεγχο μαζί με περιορισμό της μετανάστευσης».
Η αντιπαράθεση για το θέμα της μετανάστευσης εισέρχεται μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο λοιπόν, με Σοσιαλδημοκράτες και Πρασίνους να εκφράζουν μια πιο φιλελεύθερη πολιτική, του Φιλελεύθερους να προτείνουν περιορισμό, την AfD να βλέπει τον πολιτικό της λόγο να διαχέεται σε ευρύτερα ακροατήρια και το κόμμα της Αριστεράς να βαλτώνει στην ολοένα εντεινόμενη κρίση του.