Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις.
«Ποιος καθάρισε το αίμα απ’ το πάτωμα, απ’ τους τοίχους, από το τραπεζάκι του σαλονιού;» Αυτή η σκέψη με τίναξε μες στον ύπνο μου. Η σκέψη πως κάποιος θα αγγίξει το αίμα της με τάραζε.
Αντιλαμβανόμουν τους συμβολισμούς του. Γυναίκα, τρανς προσφύγισσα, drag queen, φτωχιά. Κάπως το έβλεπα ιερόσυλο να το αγγίξει κάποιος που υπό άλλες συνθήκες θα ‘βρισκε αφορμή σ’ αυτό για να τη στιγματίσει, σαν μια επιπλέον ατίμωση. Θα το καθάριζε η αστυνομία; Η σπιτονοικοκυρά; Θα έφερναν συνεργείο; Αλήθεια τι κάνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις περιπτώσεις; Ήθελα να ξέρω.
Όταν μου το είπε η Ραφαέλα στο τηλέφωνο συνέβη κάτι εντελώς αλλόκοτο. Ένιωσα σαν κάποιος να έσπασε ένα τεράστιο αυγό πάνω απ’ το κεφάλι μου, αλλά το αυγό να είχε κουράδες μέσα. Μετά ένιωσα καρφίτσες στις παλάμες των χεριών μου και βελόνες πίσω απ’ τα γόνατα. Μετά όλα σκοτείνιασαν. Μετά μύριζα σίδερο. Συγκεκριμένα μύριζα σκουριά έντονα, τόσο έντονα που δεν χρειάστηκε πάνω από δύο δευτερόλεπτα σε πραγματικό χρόνο για να θυμηθώ πως έτσι μυρίζει το αίμα. Την είχαν σφάξει μες στο διαμέρισμά της. «Καταλαβαίνεις μωρή τι σου λέω; Καταλαβαίνεις πως πουθενά δεν είμαστε ασφαλείς; Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις πως έχω φτύσει αίμα να με λένε Νάντια. Θα τρελαθώ αν πεθάνω και ξεκινήσει ο κάθε ρουφιάνος δημοσιογράφος να με λέει Παντελή», είπε ξεσπώντας σε λυγμούς. Δυσφυλισμός, ή αλλιώς misgendering, η χρήση γένους διαφορετικού από αυτό που αντιστοιχεί στην ταυτότητα φύλου με σκοπό την κακοποιητική αμφισβήτησή του.
Είχαμε πιάσει την Φυλής και πηγαίναμε προς το σπίτι της Άννας μαζί με τα εκατοντάδες αγόρια, κορίτσια και λοιπά ατομάκια που εκείνη τη μέρα ήταν μεν αρκετά πολύχρωμα, το πένθος όμως για το πολλοστό θύμα γυναικοκτονίας, για την τρανς αδερφή τους την Άννα είχε κάπως θαμπώσει την σπιρτάδα τους. Όταν φτάσαμε μπροστά απ’ το σπίτι της η Νάντια γονάτισε. «Γιατί; Γιατί γαμώ το σπίτι μου; Γιατί να ‘ναι τόσο εύκολο να πάρουν τις ζωές μας;», το ούρλιαξε αυτό με τέτοια δύναμη που νόμιζα πως θα ξερνούσε τα πνευμόνια της.
Μπροστά απ’ το σπίτι της Άννας, δυο παιδιά έστρωσαν τη σημαία της τρανς ορατότητας. Νομίζω αυτό που φοβόταν περισσότερο η Νάντια ήταν το σκοτάδι. Μια κοπέλα πλησίασε το πλατύσκαλο της πολυκατοικίας και απίθωσε δύο κεριά. Τα άναψε εις μνήμην. «Έχουμε βαρεθεί να μετράμε νεκρές. Κινδυνεύουμε τόσο να συνηθίσουμε τις απώλειες», μου είπε ψιθυριστά η Ραφαέλα. Η Νάντια που ίσα και με τα βίας κατάφερνε να στηριχτεί στα πόδια της, λύγισε ξανά: «Τι θα κάνουμε τώρα μωρηηηή;» φώναξε της Άννας.
Κοίταξα γύρω μου τα κορίτσια που σήμερα νιώθανε «Οργή και Λύσσα για τις δολοφονημένες αδερφές τους». Πρόσωπα γεμάτα γκλίτερ, δάκρυα και αγανάκτηση. Λίγο πιο κάτω ένα πανό έλεγε το πράγμα με τ’ όνομά του: «Είναι γυναικοκτονία: φεμινιστικοί και λοατικια αγώνες ντόπιων και μεταναστριών». Μετά ένα άλλο: «Δικαιοσύνη για την Άννα». Πιο δίπλα κι ένα τρίτο: «Τρανσφεμινισμός ενάντια στα σύνορα». Αρκετά πιο κάτω ακόμα ένα: «Ενάντια στα σύνορα και την τρανσφοβία. Εκδίκηση για την Άννα και κάθε δολοφονημένη αδερφή μας».
Πριν ξεκινήσει η πορεία δύο κορίτσια με μπαλακλάβες βανδάλισαν την εκκλησία του Αγίου Παντελέημονα. «Morta jone na mungo». Μου πήρε μέχρι εκείνη την ώρα να καταλάβω πως ήταν αλβανικά. «Μας λείπει η αδερφή μας».
Η Νάντια συνέχισε να φωνάζει: «Τι θα κάνουμε τώρα μωρή;». «Τώρα έχουμε να προσέχουμε η μία την άλλη. Έχουμε να μην αφήσουμε το τραύμα να ξεχαστεί. Έχουμε να φτιάξουμε έναν κόσμο που τα κορίτσια θα χορεύουν στα μπαρ αμέριμνα, που η φράση: τι θα πει ο κόσμος, θα είναι ποινικώς κολάσιμη, που καμιά δεν θα κρυφοκοιτάζει πίσω της, ούτε θα κρατάει τα κλειδιά στο χέρι όταν γυρίζει σπίτι της» της ψιθύριζε η Ραφαέλα όσο την απομακρύναμε από την πορεία, για να την πάμε στο σπίτι της.
Απ’ τον οργισμένο Άγιο Παντελεήμονα
Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα