Τις τελευταίες βδομάδες δεν υπήρξε πολεμική ανταπόκριση και αυτό γιατί φαίνεται πως ο πόλεμος έχει εξαπλωθεί απ’ το αθηναϊκό κέντρο σε κάθε γωνιά της χώρας. Η χώρα ρημάχτηκε πλέον ολοσχερώς, ποικιλοτρόπως και πολυπλεύρως. Άλλωστε από τότε που χαρακτηρίστηκε έθνος κράτος, φαίνεται να αδυνατεί να τραβήξει προς την δόξα ακριβώς επειδή όταν η κατάσταση δεν είναι εμπόλεμη, ξαποσταίνει πιθανόν περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε.
Τις τελευταίες εβδομάδες η χώρα που περιέλουσε τον εαυτό της με βενζίνη δις – πρώτα τον Μάη και μετά ξανά τον Ιούνη – παραδόθηκε στις φλόγες στις οποίες την εγκατέλειψε το βαθύ και επιτελικό κράτος. Όσο λοιπόν στην περιφέρεια ο ουρανός ξερνούσε στάχτες στις περιουσίες τον ανθρώπων, ελληνικές οικογένειες και ομάδες κατατρεγμένων τουριστών στοιβάζονταν σε βάρκες και θύμιζαν πλέον πρόσφυγες, η κυβέρνηση έλειπε τριήμερο, η δε παντελής απουσία της επιβεβαίωνε ειρωνικά και εκ του αποτελέσματος το σλόγκαν του ΕΟΤ: Greek Summer Is A State of Mind και η ελληνική αριστερά περιοριζόταν στη δημιουργία tweets του τύπου: «σαράντα ένα τα εκατό» ή «σας τα λέγαμε παλιά και μας λέγατε φρικιά». Σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να δούμε τι συνέβαινε στο αθηναϊκό κέντρο.
Ο Γιάννης δούλευε ταξί, του σκάει τηλέφωνο μια από εκείνες τις πυρωμένες μέρες πως η μάνα του, ετών 90, χάθηκε. Πληροφορήθηκε μάλιστα πως ήταν η τέταρτη φορά που έφευγε απ’ τον ξενώνα φιλοξενίας ηλικιωμένων και πως κάτι τέτοιο σημαίνει σοβαρότατη πιθανότητα άνοιας. Έξω είχε 50 βαθμούς Κελσίου. Τρελάθηκε στη σκέψη πως η μάνα του θα μπορούσε να τριγυρνάει χαμένη στις 12 το πρωί μες στη λαλάκα. Τη βρήκε μόνος του στις 9 το βράδυ, στην Αλεξάνδρας, αφού εννόησε πως το να γυρνάει στα κουτουρού στους δρόμους κοντά στον ξενώνα δε θα ‘φερνε κανένα αποτέλεσμα και αποφάσισε να ψάξει ένα προς ένα, όλα τα νοσοκομεία. «Θερμοπληξία, νοσηλεύεται από το μεσημέρι» είπε η γιατρός «φαίνεται ιδιαίτερα αποπροσανατολισμένη. Έχει συνέλθει, αλλά αδυνατεί να συγκεντρωθεί και να επικοινωνήσει».
Πόνεσε ο Γιάννης όταν την είδε έτσι αδυνατισμένη και με βλέμμα απλανές. «Μανούλα μου; Πού σαι βρε μάνα; Μας κατατρόμαξες! Πώς σου ‘ρθε να φύγεις χωρίς να πεις τίποτα;», είπε και τοποθέτησε το χέρι της ανάμεσα στις δυο παλάμες του. «Ποιο είν’ το παλικαρούδι;», ρώτησε τότε η κυρά Μαργαρίτα τη γιατρό. «Ο γιος σου ο Γιάννης», της είπε εκείνη. «Ο Γιάννης είμαι μάνα», επιβεβαίωσε κι ο ίδιος προσπαθώντας να μην κλάψει απ’ το σοκ. «Αχ Γιάννη μου, καλά έκανες και ήρθες», είπε η μάνα του και εκείνος ανακουφίστηκε πολύ που τον αναγνώρισε. «Εγώ θα πρέπει να φύγω όμως γιατί αρχινάει ο Φώσκολος», συνέχισε. «Ποιος αρχινάει μάνα;» ρώτησε ταραγμένα ο Γιάννης. «Ο Φώσκολος. Έχει το Καλημέρα Ζωή», είπε η γυναίκα και εξέπνευσε. Την ίδια ώρα η ανακούφιση που είχε εγκαταλείψει το πρόσωπο του Γιάννη ζωγραφιζόταν στο δικό της.
«Έφυγε χαρούμενη τουλάχιστον. Χαμογελούσε η μάνα μου», μου είπε ο Γιάννης αφού τον απομάκρυνα από την υπάλληλο που καθόταν στον γκισέ και του ‘λεγε «Δεν υπάρχει χώρος στο νεκροτομείο κύριε. Δεν μπορεί να γίνει κάτι γι’ αυτό. Θα πρέπει να φροντίσετε εσείς». Το κράτος είχε καταρρεύσει και ο Γιάννης που ψήφισε Νέα Δημοκρατία δις, πλήρωνε ακριβά τις συνέπειες αυτής της κατάρρευσης.
Την ίδια ώρα στην περιοχή του Ταύρου, ο Κρίστιαν ένας Κονγκολέζος πρόσφυγας που είχε υποστεί βασανιστήρια από εκείνα που σε κάνουν να απορείς για το τι είδους άτομο είναι ικανό να προκαλέσει τέτοιον πόνο και να παραμορφώσει σε τέτοιον βαθμό έναν συνάνθρωπό του, προσπαθούσε να προσεγγίσει τα γραφεία μιας οργάνωσης που υπερασπιζόταν πρόσφυγες προκειμένου να πιστοποιηθεί ο βασανισμός του. Ο Κρίστιαν λιποθύμησε στον δρόμο, απ’ τη ζέστη.
«Θερμοπληξία», μου είπε η Άννα που είχε πιάσει δουλειά στη συγκεκριμένη οργάνωση, «τον βρήκα έξω απ’ την είσοδο, αναίσθητο. Στην τσέπη του είχε φωτογραφίες-τεκμήρια. Το δεξί του πόδι, πρησμένο και μωβ, είχε την ουλή από την πυρακτωμένη σιδερόβεργα που του ‘χανε περάσει οι βασανιστές του στην αχίλλειο πτέρνα. Η δεξιά πλευρά του κρανίου του ήταν πλήρως παραμορφωμένη, από χτυπήματα με ξύλο. Το κόκαλο είχε αφαιρεθεί από το σημείο μετά από χειρουργείο με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα βαθούλωμα από τον κρόταφο μέχρι πίσω απ’ το αφτί. Τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού ήταν σπασμένα και όπως μάθαμε αργότερα είχε βιαστεί κατά συρροή από τουλάχιστον 5 άτομα. Η πρώτη αίτηση ασύλου είχε απορριφθεί», συνέχισε η Άννα.
«Και που ξέρω πως δεν έπεσε από την μηχανή του. Θα μπορούσε να έχει σκαρφιστεί την όλη ιστορία με σκοπό να πάρει άσυλο», υποστήριξε πως άκουσε να λέει η Εισαγγελέας. «Ήλιος, θάλασσα, φιλοξενία. Θερμοπληξίες, ναυάγια, επαναπροωθήσεις. Ελλάδα», είπε η Άννα. Το κράτος είχε καταρρεύσει και ο Κρίστιαν πλήρωνε ακριβά τις συνέπειες αυτής της κατάρρευσης.
Απ’ τα κεντρικά ενός υπό διάλυση κράτους
Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα