Δεν θα το είχα φανταστεί, αλλά η λέξη «πετσέτα» έχει μπει στην ελληνική γλώσσα ήδη από τη μεσαιωνική της φάση. Όπως μας ενημερώνουν τα λεξικά, προέρχεται από το ιταλικό pezzeta, υποκοριστικό του pezza (=κομμάτι από πανί). Αυτό με τη σειρά του ανάγεται στο pettia της δημώδους λατινικής, που αποτελεί δάνειο από το γαλατικό *pettyā (< πρωτοκελτικό *kʷezdis = κομμάτι, τμήμα). Παραδόξως τα σημερινά ιταλικά προτίμησαν το asciugamano, σαν να λέμε «στεγνωχέρι».
Αυτός ο τρόπος σχηματισμού συνθέτων της ιταλικής πάντοτε με συνάρπαζε: θυμάμαι και μια γλωσσολογική ανακοίνωση που είχα παρακολουθήσει μικρός, με παραδείγματα όπως «rompipalle» (=σπασαρχίδης, εκ του rompere και palle) και «leccaculo» (=κωλογλείφτης).
Το βρίσκω χαριτωμένο που ενώ στα ελληνικά εγκαταλείφθηκε το προσόψιον χάριν της πετσέτας, οι Ρουμάνοι επιμένουν να χρησιμοποιούν prosop. Στις λοιπές ρομανικές γλώσσες κυριαρχούν οι παραλλαγές του serviette/servilleta, το οποίο ως δάνειο στην νέα ελληνική υπέστη σημασιολογική στένωση, δηλώνοντας αποκλειστικώς το μουνόπανο.
Οι Πορτογάλοι, πάντως, κρατούν το toalha, ενώ το touaille στα γαλλικά είναι εντελώς απαρχαιωμένο, αν και πρόλαβε να εισέλθει στην μέση Αγγλική ως towyale, όθεν το σημερινό towel. Γενικώς χωρίς αναφορά στη Νορμανδική Κατάκτηση δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί οποιοδήποτε στοιχείο υψηλού πολιτισμού σε αυτό το νησί.
Παραδόξως, ενώ οι Εγγλέζοι διακρίνουν την bath towel από την beach towel, την hand towel, την tea towel κτλ. δεν βρίσκω πώς αποκαλούν το κωλοσφούγγι, μολονότι στον τομέα αυτό έχουν παραγάγει εξαίρετα προϊόντα, όπως η εφημερίδα Guardian. Στην εποχή μας βέβαια κυριαρχεί το χαρτί υγείας μίας χρήσεως, όπου διέπρεψαν οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ με το λεγόμενο «διαμαντένιο κωλόχαρτο». Το αναζητούν ακόμη πολλοί νοσταλγοί, που δεν συμβιβάζονται με τις νεώτερες εισαγωγές από την τρυφηλή Δύση.
Στο θέμα της πετσέτας οι αδελφοί Σλάβοι αυτοσχεδιάζουν λεξιλογικώς: πρβ. το σλοβάκικο uterák, το πολωνικό ręcznik, το τσέχικο ručník, το σέρβικο пешкир, το βουλγάρικο кърпа και το ρώσικο полотенце. Το τελευταίο μας οδηγεί σε ενδιαφέροντες δρόμους. Ετυμολογείται από το παλαιοσλαβικό *poltьno, που δηλώνει τον καμβά (άρα το «διαμαντένιο κωλόχαρτο» του σοσιαλισμού ήταν μεγάλη πρόοδος τελικά).
Συγγενικό είναι και το पटः (paṭaḥ), ήτοι η λέξη της σανσκριτικής για το ύφασμα. Προέρχεται από το πρωτο-ινδοϊρανικό *paltas, που στα περσικά μας έδωσε το پرده (parde). Η ασύγκριτη ανωτερότητα του ιρανικού πολιτισμού σήμανε ότι αυτή τη λέξη υιοθέτησαν για το «παραπέτασμα», όλοι οι λαοί από τον Καύκασο και τη βόρεια Ινδία, μέχρι τον αραβικό κόσμο και όλους τους άλλοτε υποτελείς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τον γνωστό μας «μπερντέ», που στα καλιαρντά και τα μάγκικα μεταφορικώς δηλώνει το χρήμα. Αποκρύπτει πράγματι πολλά αυτός ο μπερντές.
Ο «καραγκιόζ μπερντές» δοξάσθηκε από το Θέατρο Σκιών. Ως λογοτεχνική έκφραση αποδίδει παραστατικά την νεοελληνική δημόσια ζωή.
Μιλώντας για την αυτοκρατορία μας, πρέπει να σημειώσω ότι δικό της δημιούργημα είναι η πετσέτα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Ήδη από τον 17ο αιώνα η Προύσα είχε αναδειχθεί σε μεγάλο κέντρο παραγωγής «πεστεμάλ» (εκ του περσικού پشت “πλάτη” + مال «καθάρισμα”), που αποτελούσε αναντικατάστατο αξεσουάρ των οθωμανικών λουτρών. Τον δε επόμενο αιώνα επινοήθηκε εκεί η ύφανση με βρόχους (λούπες), που έκανε το ύφασμα πιο απορροφητικό.
Αν το μόνο που σας φέρνει στο νου η Προύσα είναι ο στίχος «και στα τρύπια μου τακούνια /ηρωίνη ως τα μπούνια», θέλω να θυμίσω ότι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας εξακολουθεί να ψηφίζει φανατικά τον ευσεβέστατο ρεΐς Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το «πεστεμάλ» στα αραβικά λέγεται فوطة (futa) και προέρχεται από την Τυνησία. Είναι λεπτό, βαμβακερό ή λινό, ενίοτε με κεντήματα και χρησιμοποιείται και εκτός χαμάμ, σαν παρεό ή ακόμη και κεφαλόδεσμος.
Βέβαια η διεθνής διάδοση της πετσέτας δεν θα ερχόταν παρά τον 19ο αιώνα, με την εντατικοποίηση της βαμβακοπαραγωγής, την εκμηχάνιση της υφαντουργίας και την ανάπτυξη των μεταφορών. Συνεπώς οι μπολσεβίκοι των παραλιών που με σημαία τις πετσέτες τους επιχειρούν να μας στερήσουν τις χαρές της ξαπλώστρας οφείλουν στον καπιταλισμό περισσότερα από όσα θέλουν να παραδεχθούν.
Δεν είμαι βέβαιος αν η έκφραση «κίνημα της πετσέτας» (και όχι λ.χ. «της ψάθας», «της ομπρέλας», πόσω μάλλον «των προσβάσιμων αιγιαλών») πλάσθηκε συνειδητά σε μια προσπάθεια υποβάθμισης ή γραφικοποίησης του νέου φαινομένου.
Υποσυνείδητα νομίζω λειτουργεί ο συνειρμός με την έκφραση «πετάω (λευκή) πετσέτα», που επίσης έχει διαδοθεί τα τελευταία χρόνια, προφανώς από δημοσιογράφους που πασχίζουν να φανούν γλαφυροί. Η έκφραση, ως γνωστόν, προέρχεται από την πυγμαχία και περιγράφει μιαν οικεία στην κοινωνία μας συνθήκη. Να άλλαξε μόλις κάτι, θα σας γελάσω.
Στην Ολλανδία, ξέχασα να αναφέρω, έχουν το handdoek, ήτοι «ύφασμα για τα χέρια». Που αχρείαστο να ‘ναι δηλαδή, διότι, σύμφωνα με μία έρευνα που διάβασα κάπου, ο ένας στους δύο Ολλανδούς βγαίνει από την τουαλέτα χωρίς να πλύνει τα χέρια του. Προτείνω να σκεφτούμε την περίφημη χειραψία Ντάισελμπλουμ-Βαρουφάκη υπό το φως αυτής της αποκαλύψεως.