Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις.
«Ήταν τοσοδούλα η καρδιά του κτήνους τελικά. Όλοι οι Αθηναίοι όμως βρισκόντουσαν στο στομάχι του. Τους είχε καταπιεί όλους, έναν προς έναν. Τώρα μπορούσανε να καταλάβουν ακριβώς πώς ένιωθε ο Τζεπέτο και ο Ιωνάς. Το στομάχι είχε μέγεθος όσο ολόκληρη η πόλη. Εντός του επικρατούσε μυρωδιά κάτουρου, πίσσας, σκόνης και βενζίνης. Μύριζε περίπου σαν την αυγουστιάτικη Πατησίων, δύο η ώρα το μεσημέρι», μου είπε η Μαιρούλα, που ήρθε για το καλορίζικο στο καινούριο σπίτι στη γειτονιά των αγγέλων, εκείνη του Αγίου Παύλου, όπως έμαθα ότι λέγεται η περιοχή στην οποία μετοίκησα. Μάλιστα σχετικές εχθροπραξίες μεταξύ κατοίκων και επισκεπτών ξέσπασαν όταν προσπάθησα να διευκρινίσω αν εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου ή του Σταθμού Λαρίσης.
«Τον Μάη του 2014 στις ακτές του Τρουτ Ρίβερ, στην επαρχία Νέα Γη και Λάμπραντορ ξεβράστηκαν τα κουφάρια δύο γαλάζιων φαλαινών. Η μεγαλύτερη από τις δύο καρδιές εκτίθεται στο Βασιλικό Μουσείο Οντάριο στο Τορόντο. Όταν βγήκε από το σώμα η καρδιά είχε μέγεθος 1,5μ x1,2μ και βάρος 181 κιλά. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καρδιά στον κόσμο», συνέχισε η Μαίρη παραληρηματικά και πιθανότατα αγωνιώντας για την κατάσταση της δικής της καρδιάς. Είχε πρόσφατα χωρίσει με τον έτσι της – ονόματα δεν λέμε, γιατί απ’ αυτά έχουν μόνο οι ζωντανοί και όταν μας μάζεψε η Μαιρούλα για να μας ανακοινώσει τα μαντάτα μάς απαίτησε, δικαίως από μιαν άποψη, να του συμπεριφερόμαστε σαν να ‘ναι μακαρίτης – και τέλος πάντων δεν τα πήγαινε καλά με τον ύπνο ένεκα που χώρισε. Είχε ήδη βρει τα κατατόπια. Έβγαζε μάλιστα ορισμένα τάπερ απ’ την τσάντα της και τα τοποθετούσε στο ψυγείο.
«Όλο τρώω-τρώω και δεν πολύ κοιμάμαι. Έφερα φαγητό για τουλάχιστον δύο μέρες και στην σακούλα… Ωχ! Ξέχασα τη σακούλα με τα ροδάκινα στο ασανσέρ, τα στέλνει η θεία μου η Στέλλα απ’ τη Νάουσα. Πού είχαμε μείνει;», μου λέει. «Κάτσε μωρή να φέρω τα ροδάκινα», της είπα και βγήκα απ’ το σπίτι.
Δεν πρόλαβα να ξαναμπώ και μ’ έπιασε απ’ τα μούτρα λέγοντας: «Το δικό μας το κτήνος, καμία σχέση», είπε και σταμάτησε τόσο ώστε να αναρωτηθώ αν αναφέρεται στον έτσι ή στο όνειρο. «Πόσες γαλάζιες φάλαινες να χωράνε στην Αθήνα;», ρώτησε και απάντησε μόνη της: «Με πρόχειρους υπολογισμούς, είχε 1.000 φορές μεγαλύτερο μέγεθος. Όλη του τη μάζα καταλάμβανε το τεράστιο στομάχι του. Η καρδιά του ήταν μικρή όσο μια ανθρώπινη παλάμη. Τα πνευμόνια του ήταν μεγαλούτσικα όσο το Μεταξουργείο, ας πούμε. Υπήρχε ακόμα ένας οισοφάγος απ’ τον οποίο έμπαινε λιγοστό φως, όταν το κτήνος άνοιγε το στόμα του για να φάει ή να ξεράσει, καθώς δεν υπήρχε το υπόλοιπο πεπτικό σύστημα. Δεν μπόρεσα να βρω από πού χέζει όσο κι αν έψαξα. Ούτε παρατήρησα κάποια λειτουργία που να θυμίζει αφόδευση. Γενικά όσοι ήμασταν μέσα περιμέναμε απλά πότε θα ξεράσει, για να ξεράσει και εμάς μαζί».
«Και μετά;» της είπα όταν κατάλαβα πως η παύση της κρατούσε περισσότερο απ’ το κανονικό. «Τι και μετά μωρή; Μετά άνοιξε το στόμα του και μπήκε μέσα εκτυφλωτικό φως, που τελικά ήταν η αντανάκλαση απ’ τον καθρέφτη της απέναντι που του είχε τοποθετήσει εκεί για να τραβήξει ένα βίντεο yoga. Μάλλον είναι yoga instructor και influencer. Γαλλίδα είναι πάντως, έχει δυο τρεις μέρες που την βλέπω στο Airbnb. Σώθηκες που έφυγες απ’ τα Εξάρχεια. Τα χειρότερα έρχονται. Πώς σου φάνηκε το όνειρο;», με ρώτησε. «Πώς να μου φανεί; Χέσε μέσα Πολυχρόνη!», είπα. «Δεν σου είπα πως δεν θέλω να ξανακούσω αυτό το όνομα;», έκανε πως αγρίεψε. «Άκου εκεί Πολυχρόνης. Αυτός αγάπη μου γεννήθηκε 70 χρόνων. Καθόσουν και τον παρακαλούσες να κάνετε κάτι μαζί. Ένας Πολυχρόνης δεν θα άφηνε ποτέ την πολυθρόνα του για να πάει στο σινεμά. Ένας Πολυχρόνης είναι πάντα λίγο πολυθρόνης καταβάθος. Μιλώντας για κτήνη τελικά το κτήνος στο όνειρο δεν μου είπες τι ήταν;» είπα ξεψυχώντας υπό το βάρος των ροδάκινων που ζύγιζαν σχεδόν όσο η καρδιά της φάλαινας.
«Δεν κατάλαβα. Αυτό που βρήκα σημαδιακό είναι πως όταν ξύπνησα άκουσα γι’ αυτό το παιδί που φάγανε οι φασίστες στη Νέα Φιλαδέλφεια. Σκέφτηκα πως ήδη βρισκόμαστε στη στομάχα του κτήνους. Ήδη μας έχει καταπιεί», είπε και χύθηκε στον καναπέ.
«Ωραίο ποδαρικό μωρή!», της είπα. «Σαν να ‘χεις δίκιο. Δεν πάμε μια βόλτα εδώ πιο πάνω να πάρουμε Φαλάφελ απ’ την Βάθης που το πεθύμησα;».
Συμφώνησα πιο πολύ εκείνη τη τζούρα από πίσσα, κάτουρο, σκόνη και βενζίνη όχι εκείνη που αναδύεται απ’ τη στομάχα όχι του κτήνους, αλλά απ’ τη στομάχα της Αθήνας, την οδό Λιοσίων.
Απ’ τον Άγιο Παύλο,
Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα.