Υπήρξε μία ανθρώπινη κατασκευή που συμβόλιζε τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ του καπιταλιστικού και του κομμουνιστικού μπλοκ στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (1947-1989) με τον πιο έντονο τρόπο. Χώρισε μια πόλη στα δυο επί 28 χρόνια. Τα απομεινάρια του αποτελούν ένα από τα κορυφαία σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος παγκοσμίως. Ήταν πολύ μικρό σε σχέση με τα τείχη που ανεγέρθηκαν μετά την κατεδάφισή του. Δεν πέτυχε τελικά τον σκοπό του. Νοητά κάπως υπάρχει ακόμα. Είναι το τείχος του Βερολίνου.
Ψυχρός Πόλεμος
Όπως ο Πρώτος (1914-1918) έτσι και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945) έφεραν με το τέλος τους και την έκβασή τους τεράστιες αλλαγές στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα και στις κοινωνίες. Ένα από τα πιο σημαντικά απότοκα του πολέμου αυτού ήταν η επικράτηση κομμουνιστικών κομμάτων στο ένα τρίτο της Γης. Η Σοβιετική Ένωση ήταν ξεκάθαρα νικήτρια του πολέμου σε όλα τα επίπεδα. Στον αντίποδα, τα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης με εξαίρεση τον έτερο μεγάλο νικητή, τις ΗΠΑ, ήταν στην άμυνα απέναντι στις υλική, οικονομική και κοινωνική προώθηση του σοσιαλισμού. Ο κόσμος χωριζόταν ξανά σε δύο στρατόπεδα. Το 1947 θεωρείται ως το έτος κατά το οποίο ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος. Ονομάζεται έτσι γιατί ενώ είχε πραγματικές ένοπλες αντιπαραθέσεις, αυτές δεν πήραν ποτέ τη μορφή γενικευμένου πολέμου μεταξύ των δύο νικητών που προαναφέραμε.
Η ηττημένη Γερμανία έπαψε να υφίσταται ως κρατική υπόσταση για τέσσερα χρόνια. Χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, μια σοβιετική, μία των ΗΠΑ, μια βρετανική και μία γαλλική. Το ίδιο συνέβη και με την πρωτεύουσα, το Βερολίνο. Η πόλη, ιστορική πρωτεύουσα της Πρωσίας και της Γερμανίας, η μεγαλύτερη πόλη της χώρας, κέντρο πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών εξελίξεων με παγκόσμια εμβέλεια τουλάχιστον μέχρι την επιβολή της ναζιστικής δικτατορίας το 1933, κατελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό το Μάη του 1945, σηματοδοτώντας το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη. Κατεστραμμένη σε μεγάλο βαθμό από τους βομβαρδισμούς και τις μάχες που διεξήχθησαν εντός της, έχοντας χάσει περίπου το μισό πληθυσμό της κυρίως λόγω των εκκενώσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου, τόσο για να προστατευθούν οι άμαχοι όσο και για να πάνε να δουλέψουν στην ύπαιθρο, χωρίστηκε κι αυτή σε τέσσερις ζώνες κατοχής.
Η μίση πόλη, το ανατολικό της τμήμα, δικαιωματικά δόθηκε στην ΕΣΣΔ, καθώς αυτή είχε τελειώσει τον πόλεμο. Το δυτικό της τμήμα χωρίστηκε με τη σειρά του στα τρία: το βόρειο – και μικρότερο – δόθηκε στη Γαλλία, το κεντρικό στη Βρετανία και το νότιο στις ΗΠΑ. Η τετραπλή αυτή κατοχή συμφωνήθηκε ήδη τον Φεβρουάριο του 1945 στη σύνοδο της Γιάλτας. Ίσως παραξενεύει το γεγονός πως η πόλη χωρίστηκε στα τέσσερα ενώ βρίσκονταν εξολοκλήρου εντός της σοβιετικής ζώνης κατοχής της Γερμανίας. Όμως δεν ήταν καθόλου σαφές τι θα απογίνει με τη Γερμανία γενικά και διακηρυγμένος στόχος των Συμμάχων ήταν πως η προς την ολοκληρωτική ήττα γοργά βαίνουσα χώρα θα παρέμενε ενιαία με κάποιον τρόπο στο μέλλον.
Εξάλλου η φράση του Στάλιν «οι Χίτλερ έρχονται και παρέρχονται, ο γερμανικός λαός, το γερμανικό κράτος παραμένει» (Διαταγή 55, 23.02.1942) καθώς και η απόρριψη από πλευράς των ΗΠΑ των φαντασιώσεων του Τσώρτσιλ για μόνιμη διάλυση της Γερμανίας σε μικρά κρατίδια ή του σχεδίου Μοργκεντάου για πλήρη αποβιομηχάνιση και θάνατο 30 εκατομμυρίων Γερμανίδων και Γερμανών από πείνα, έδειχναν πως συν τω χρόνω η Γερμανία θα αποκτούσε και πάλι κρατική κυριαρχία.
Η πόλη, οι άνθρωποί της, πάλευε για να επιβιώσει. Πόλη κατά βάση δημοκρατική, με ισχυρές σοσιαλδημοκρατικές και κομμουνιστικές παραδόσεις, φτωχομάνα και προοδευτική στη νοοτροπία, έβγαινε από το σκοτεινό μπουντρούμι του χιτλερισμού. Δε σημαίνει βέβαια αυτό πως δεν υπήρχαν και στο Βερολίνο ναζιστές, ήταν όμως σημαντικά λιγότεροι σε σχέση π.χ. με το Μόναχο ή τη Στουτγάρδη. Η επιβίωση ήταν το πρώτο μέλημα καθώς οι μεταφορές ήταν πολύ δύσκολες, οι σιδηροδρομικές γραμμές ήταν κατεστραμμένες, τα φορτηγά αυτοκίνητα λίγα. Τα δέντρα στα πάρκα και τους δρόμους κόπηκαν για να γίνουν καυσόξυλα, οι εκτάσεις φυτεύτηκαν πατάτα και κρεμμύδι για να υπάρχει φαγητό. Οι χειμώνες μετά τον πόλεμο ήταν πολύ δύσκολοι, άνθρωποι πέθαιναν από τις αρρώστιες, το κρύο, την πείνα. Η φρίκη είχε αλλάξει στρατόπεδο. Η ταινία «Γερμανία, έτος μηδέν» του Ιταλού σκηνοθέτη Αντονιόνι δείχνει ρεαλιστικά τη ζωή στην πόλη αυτή.
Πώς φτάσαμε στο τείχος
Το 1947 ξεκινά ο Ψυχρός Πόλεμος. Τα κράτη της Ευρώπης χωρίζονται σε αυτά που δέχονται το Σχέδιο Μάρσαλ, τη βοήθεια των ΗΠΑ για ανοικοδόμηση, και σε αυτά που επιλέγουν να κινηθούν ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ, κοντά στην ΕΣΣΔ. Η ζωή στο Βερολίνο, απέχοντας πολύ από το να χαρακτηριστεί «κανονική», βαδίζει προς μια κάποια ομαλότητα. Οι ενήλικες δουλεύουν όσο και όπου μπορούν, τα παιδιά πάνε σχολείο όταν και όπου μπορούν, τα ερείπια καθαρίζονται και γίνονται λόφοι μέσα στην πόλη: οι λόφοι στα πάρκα του Χούμπολντχάιν και του Φρηντριχσχάιν δεν είναι παρά σωροί από θαμμένα ερείπια. Η τροφοδοσία αποκαθίσταται. Οι άνθρωποι κινούνται εντός της πόλης ελεύθερα έχοντας πάνω τους τις ταυτότητές τους. Σχηματίζονται γερμανικές αστυνομίες, πρώτα από τους Σοβιετικούς, αποκαθίστανται τοπικές αρχές, εκλέγονται δημοτικά συμβούλια.
Οι κατοχικές δυνάμεις παύουν από τις αρχές του 1948 να ασκούν από κοινού τον έλεγχο της κατεχόμενης χώρας και αντίστοιχα της κατεχόμενης πόλης. Οι τρεις δυτικές δυνάμεις αποκλείουν την ΕΣΣΔ από τις συνομιλίες για το μέλλον της χώρας που γίνονται στο Λονδίνο και η ΕΣΣΔ αποχωρεί από το κοινό συμβούλιο ελέγχου. Το καλοκαίρι στις τρεις ζώνες ελέγχου των δυτικών γίνεται η νομισματική μεταρρύθμιση: θεσμοθετείται το γερμανικό μάρκο ως νόμισμα και αντικαθιστά τα παλιά μάρκα καθώς και το κατοχικό μάρκο. Η ΕΣΣΔ δε δέχεται το νέο νόμισμα στα εδάφη που ελέγχει, εισάγει το ανατολικό μάρκο και μπλοκάρει όλες τις εισόδους του δυτικού Βερολίνου: η πόλη πρακτικά χωρίζεται. Ο αποκλεισμός του δυτικού Βερολίνου θα διαρκέσει μέχρι το Μάιο του 1949 και η τροφοδοσία του τμήματος αυτού της πόλης θα γίνεται από αέρος με μεταγωγικά αεροπλάνα των ΗΠΑ. Μερικές μέρες μετά την άρση του αποκλεισμού ιδρύεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: το Δυτικό Βερολίνο τυπικά δεν αποτελεί μέρος της, ουσιαστικά όμως έχει το καθεστώς κρατιδίου. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη θα ιδρυθεί και η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Πρωτεύουσά της είναι το Ανατολικό Βερολίνο σε μια ιδιαίτερη συνθήκη διεθνούς δικαίου: είναι περιοχή υπό κατοχή, με διαφορετικό καθεστώς απ’ ότι η υπόλοιπη επικράτεια, με δικές του πολιτικές αρχές. Όμως είναι η έδρα της κυβέρνησης της ΓΛΔ.
Η άρση του αποκλεισμού αποκαθιστά την επικοινωνία μεταξύ των δύο τμημάτων της πόλης. Πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από τις δυο πλευρές της πόλης πέρναγαν καθημερινά το σύνορο για να εργαστούν στην άλλη πλευρά. Το 1949, 122.000 κάτοικοι του Δυτικού και 79.000 κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου εργάζονταν αντίστοιχα στο άλλο μέρος. Με συμφωνίες ορίζονταν και η ισοτιμία των νομισμάτων ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν το μισθό τους στον τόπο κατοικίας τους. Η ίδρυση της ΓΛΔ συνοδεύτηκε από το πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED) για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος απολύθηκαν δεκάδες χιλιάδες δυτικοί και το 1952 ο αριθμός αυτών που κατοικούσαν στο Δυτικό και εργάζονταν στο Ανατολικό Βερολίνο είχε πέσει στις 13.000. Κυρίως εργάζονταν στους σιδηροδρόμους. Από την άλλη πλευρά όμως, ακόμα και τη χρονιά που ανεγέρθη το τείχος, το 1961, ο αριθμός των ανατολικών που εργάζονταν στο Δυτικό Βερολίνο ανέρχονταν ακόμα σε περίπου 50.000. Παρουσιαζόταν λοιπόν το παράδοξο να υπάρχει καθημερινή μετακίνηση ανάμεσα στα δύο τμήματα της πόλης μέσα από ένα σύνορο που χώριζε δύο διαφοερτικο0ύς και εξαιρετικά εχθρικούς κόσμους, ως αποτέλεσμα του ιδιαίτερου καθεστώτος.
Η ΕΣΣΔ είχε προτείνει το 1952 να δοθεί λύση συνολικά στο γερμανικό ζήτημα του χωρισμού με την επανένωση της Γερμανίας που θα είχε μικτή οικονομία, αστικό δημοκρατικό πολίτευμα και θα ήταν ουδέτερη, όπως η Φινλανδία και η Αυστρία. Η πρόταση απορρίφθηκε από τη Δύση. Στη συνέχεια και ενώ ο Στάλιν είχε πια πεθάνει, η ΕΣΣΔ υπό τον Νικίτα Χρουστσόφ, πρότεινε να κηρυχθεί το Βερολίνο ενιαία ως ανεξάρτητη πόλη-κράτος με παρόμοιους όρους. Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε. Εξάλλου η ΟΔ της Γερμανίας δεν αναγνώριζε ούτε τη ΓΛΔ ούτε τις εδαφικές απώλειες της ενιαίας Γερμανίας στα ανατολικά, δεν αναγνώριζε δηλαδή τα νέα σύνορα της Πολωνίας στα δυτικά, ούτε την προσάρτηση του θύλακα της Κενιξβέργης/Καλίνινγκραντ από την ΕΣΣΔ. Αυτά τα διεθνώς αναγνωρισμένα νέα σύνορα θα τα αναγνώριζε το 1970, δέκα και πλέον χρόνια αργότερα ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Βίλλυ Μπραντ, που στα χρόνια που μας απασχολούν ήταν δήμαρχος-κυβερνήτης του Βερολίνου.
Το Βερολίνο λοιπόν ήταν ένα σημείο σχετικά ανοιχτό σε ένα κατά τ’ άλλα κλειστό σύνορο δύο κόσμων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελούσε και σημείο διαφυγής για όποιον και όποια ήθελε να εγκαταλείψει την Ανατολή για να πάει στη Δύση. Αυτό δεν αφορούσε μόνο πολίτες της ΓΛΔ αλλά και άλλους υπηκόους σοσιαλιστικών χωρών, όπως Πολωνούς ή Τσεχοσλοβάκους. Υπολογίζεται πως 3,5 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα τους μέσω Βερολίνου από το 1945 μέχρι το 1961, τα 2,5 εκατομμύρια από αυτούς μετά την ίδρυση της ΓΛΔ. Οι λόγοι για να φύγει κανείς ήταν ποικίλοι και είχαν να κάνουν με τη μη αποδοχή του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, με την επαγγελματική εξέλιξη, με προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους. Ο όγκος αυτός δημιούργησε πραγματικό πρόβλημα στην ηγεσία της Ανατολικής Γερμανίας, επρόκειτο για πραγματική αιμορραγία ειδικευμένου προσωπικού, επιστημόνων, καλλιτεχνών. Ο πληθυσμός της χώρας μειώνονταν αντί να αυξάνεται σε μια εποχή που παγκοσμίως είχαμε εισέλθει στην πληθυσμιακή έκρηξη, το γνωστό «Baby-Boom». Όσο κι αν εντείνονταν οι έλεγχοι από την αστυνομία και τον στρατό οι αποφασισμένοι έβρισκαν τρόπο να φύγουν. Το τι τους περίμενε από την άλλη πλευρά είναι μια άλλη υπόθεση που απέχει από αυτό που και οι ίδιοι οι πρόσφυγες θα περίμεναν και περιελάβανε κράτηση σε στρατόπεδα προσφύγων, ανακρίσεις για να διαπιστωθεί πως δεν είναι κατάσκοποι και βέβαια σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες της ένταξης σε μια καπιταλιστική και συντηρητική κοινωνία όπως αυτή της Δυτικής Γερμανίας της δεκαετίας του 1950-1960.
Τον Ιούνιο του 1961 άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες πως πρόκειται να ανεγερθεί ένα τείχος. Ο επικεφαλής της ΓΛΔ Βάλτερ Ούλμπριχτ δήλωσε σε δυτικούς δημοσιογράφους πως δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση. Όμως αρχές Αυγούστου στη Μόσχα, σε συνάντησή του με τον επικεφαλής της ΕΣΣΔ Χρουστσόφ, αποφασίστηκε πως το Βερολίνο θα χωριστεί με τείχος. Η πληροφορία έφτασε και στις δυτικογερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Και όντως, τη νύχτα της 12ης προς 13η Αυγούστου αστυνομικές δυνάμεις και ένοπλοι οργανωμένοι εργάτες έπιασαν τα περάσματα μέσα στην πόλη, τα έφραξαν με συρματόπλεγμα, τοποθέτησαν ογκόλιθους από μπετόν και ξεκίνησαν να χτίζουν τοίχους με τούβλα. Το Βερολίνο είχε χωριστεί πλέον και πρακτικά. Σε αυτές τις τελευταίες ώρες προσπάθησαν και κατάφερνα να περάσουν απέναντι όσοι τελευταίοι πρόλαβαν. Σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, το τείχος πήρε τη μορφή που διατήρησε μέχρι το Νοέμβρη του 1989. Υψηλά φράγματα από μπετόν, νεκρή ζώνη από πίσω, με τους συνοριοφύλακες να έχουν εντολή να πυροβολούν όποιον εισέρχονταν στη νεκρή ζώνη. Υπολογίζεται πως 150 έως 250 άνθρωποι σκοτώθηκαν εκεί μέχρι το 1989. Μνημειώδεις έχουν μείνει οι κινηματογραφικές προσπάθειες διαφυγής, επιτυχημένες και μη, με αυτοσχέδια τούνελ ή και με αερόστατο.
Το τείχος χρειάστηκε χρόνο για να ολοκληρωθεί, μέχρι τότε άλλοι πηδούσαν πάνω από τα σύρματα, ακόμα και άνδρες των ανατολικογερμανικών δυνάμεων ασφαλείας, κάποιοι κατέβαιναν με σεντόνια, που τα χρησιμοποιούσαν ως σκοινιά από τα παράθυρα των σπιτιών που ήταν στο Ανατολικό Βερολίνο και από κάτω είχαν δρόμους του Δυτικού (π.χ. στην Μπερνάουερ Στράσσε), μια ηλικιωμένη μάλιστα πήδηξε στο ειδικό πανί που απλώνει η πυροσβεστική για να πηδήξει κάποιος από ένα παράθυρο. Της το είχε απλώσει η πυροσβεστική του Δυτικού Βερολίνου.
Το «αντιφασιστικό τείχος προστασίας» («antifascistischerSchutzwall») όπως ονομάζονταν επίσημα από τις αρχές της ΓΛΔ, ή το «τείχος της ντροπής» («Schandemauer») όπως το ονόμασε και καθιέρωσε ο Βίλλυ Μπραντ, αποτέλεσε μεν αποτελεσματικό μέσο φραγμού για τους επίδοξους πρόσφυγες. Ο δυτικός κόσμος το χρησιμοποίησε ως αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας ώστε να δείξει πως οι κάτοικοι της Αν. Γερμανίας και γενικά των σοσιαλιστικών χωρών δεν δέχονταν το καθεστώς. Από την άλλη, σε μια επίδειξη ψύχραιμης θέασης ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Κένεντι σχολίασε: «Καλύτερα ένα τείχος, παρά ένας πόλεμος», ενώ ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, Χάρολντ Μακ Μίλαν, είπε πως: «Οι Ανατολικογερμανοί σταματούν το κύμα προσφύγων και ταμπουρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο πυκνό σιδηρούν παραπέτασμα. Δεν υπάρχει τίποτε το παράνομο σε αυτό.»
Επίλογος
Το τείχος διατηρήθηκε 28 χρόνια και άνοιξε το βράδυ της 9ηςΝοεμβρίου του 1989. Μαζί με την υποστολή της κόκκινης σημαίας στο Κρεμλίνο δυο χρόνια αργότερα συμβόλισε το τέλος του ευρωπαϊκού πειράματος για σοσιαλισμό στον 20ο αιώνα. Τώρα τμήματά του διατηρούνται στην πόλη ως τουριστικό αξιοθέατο και συμπληρώνουν τα πολλά και σημαντικά ιστορικά μνημεία της εκ νέου γερμανικής πρωτεύουσας. Κι αν έπεσε, δεν ένωσε. Οι διαφορές μεταξύ ανατολικής και δυτικής Γερμανία είναι πολλές, στους μισθούς, στις παροχές, στις υποδομές, στις προοπτικές. Η πρώην Ανατολική Γερμανία εξακολουθεί να χάνει πληθυσμό, οι ιδέες του κομμουνισμού και οι συγγενείς τους παραμένουν ζωηρά υπαρκτές, η μνήμη του σοσιαλιστικού πειράματος παραμένει. Ταυτόχρονα, το τείχος έπεσε, με τις επαγγελίες της νέας εποχής για πανανθρώπινη ενότητα και πρόοδο να μην εκπληρώνονται. Έδωσε τη θέση του σε πολλαπλάσια τείχη, όπως αυτό που υψώνει το Ισραήλ για να αποκλείσει τους αυτόχθονες Παλαιστινίους από τα πατρογονικά τους εδάφη, αυτό που έχτισαν οι ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό, το τείχος του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα, αυτό της Ελλάδας στον Έβρο, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Ισπανίας στα εδάφη που κατέχει στο Μαρόκο. Το τείχος του Βερολίνου δεν είχε τίποτε το θετικό, δεν το αποζητά κανείς πια, δεν μας προστάτευσε από τον φασισμό που επελαύνει. Κι η πτώση του όμως δεν έκανε τον κόσμο καλύτερο. Τον έκανε χειρότερο.