Δημοψήφισμα για το μεταναστευτικό, παράλληλα με τις εκλογές της 15ης Οκτωβρίου, ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ματέους Μοραβιέτσκι, με ερώτημα το εάν υποστηρίζουν την αποδοχή «παράτυπων μεταναστών» – όπως τους χαρακτηρίζει – ως μέρος ενός σχεδίου μετεγκατάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε βίντεο που ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Σαββατοκύριακο που πέρασε, ο Πολωνός πρωθυπουργός μοιράστηκε σκηνές καύσης αυτοκινήτων και βίας, αναπαράγοντας την αντιμεταναστευτική ρατσιστική ρητορική, διατυπώνοντας παράλληλα το ερώτημα: «Υποστηρίζετε την αποδοχή χιλιάδων λαθρομεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στο πλαίσιο του μηχανισμού αναγκαστικής μετεγκατάστασης που επιβάλλει η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία;»
Ο ηγέτης του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνης» (PiS) Γιάροσλαβ Καζίνσκι λέει στη συνέχεια αναφερόμενος στις σκηνές βίας: «Θέλετε να συμβεί αυτό και στην Πολωνία; Θέλετε να πάψετε να είστε κύριοι της χώρας σας;»
Το βίντεο υποδηλώνει ότι το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) θα χρησιμοποιήσει την αντιμεταναστευτική ρητορική ως κεντρική πολιτική αιχμή στην προεκλογική του εκστρατεία, μια τακτική που το βοήθησε να πάρει την εξουσία και το 2015.
Το κόμμα του Μοραβιέτσκι έχει καταστήσει σαφές ότι θεωρεί τους μουσουλμάνους και άλλους από διαφορετικούς πολιτισμούς, ακόμη και αν έρχονται από την γειτονική Ουκρανία, ως απειλή για την πολιτιστική ταυτότητα και ασφάλεια του έθνους.
Το βίντεο στοχεύει τον ηγέτη της «Πλατφόρμας Πολιτών», Ντόναλντ Τουσκ, πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. «Ο Τουσκ είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλειά μας, είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της Πολωνίας», τόνισε ο Πολωνός πρωθυπουργός, ζητώντας από τους ψηφοφόρους να μην τον αφήσουν «ως απεσταλμένο της ελίτ των Βρυξελλών να καταρρίψει την ασφάλεια στην Πολωνία».
Εκτός από το ζήτημα της μετανάστευσης, δύο άλλες ερωτήσεις προς τους ψηφοφόρους ανακοινώθηκαν επίσης από το κόμμα PiS τις τελευταίες ημέρες. Η μία ερώτηση αφορά στις απόψεις τους σχετικά με την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και η άλλη την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, την οποία το PiS είχε μειώσει στα 60 για τις γυναίκες και στα 65 για τους άνδρες.