Η πυρκαγιά στην Αλεξανδρούπολη αποτελεί άλλη μια ιστορία κρατικής αποτυχίας, ιδίως αν επιβεβαιωθεί ότι προέκυψε από κεραυνό, με την αρχική μικρή εστία να καίει για ώρες χωρίς να την κατασβέσει κανείς.
Ο κρατικός μηχανισμός, με συντονισμό της κακιάς ώρας, με τον στρατό δια πάσα νόσο, με εθελοντές ατάκτως ερριμένους και με πυροσβέστες από άλλα μέρη που ρωτούσαν τους ντόπιους για να βρουν τον δρόμο προς το μέτωπο, εξασκεί και πάλι το αγαπημένο του νέο σπορ των εκκενώσεων. Και όλα αυτά σε μια περιοχή στην οποία αποδεικνύεται παρεμπιπτόντως ότι θα αρκούσε η πρόκληση μιας πυρκαγιάς για να κοπεί στη μέση οποιοδήποτε σχέδιο παράταξης και ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνάμεων πρώτης γραμμής σε περίπτωση κρίσης με την Τουρκία.
Το δόγμα είναι προφανές και σαφές: «Να μην πεθάνουν στη βάρδιά μας περισσότεροι από το Μάτι». Μέχρι πέρυσι ήταν να μην έχουν θύματα. Φέτος έχουμε θύματα, αλλά οι αριθμοί είναι διαχειρίσιμοι επικοινωνιακώς. Με δεδομένο μάλιστα ότι αντιπολίτευση δεν υπάρχει (καμία αντιπολίτευση, όχι μόνο η αξιωματική) τα πράγματα γίνονται ευκολότερα για την κυβέρνηση -υποτίθεται.
Αν το 112 είναι το ένα εργαλείο, το άλλο είναι τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία μεταδίδουν οτιδήποτε άλλο εκτός από τις πυρκαγιές (και εν προκειμένω τη συγκεκριμένη) ή τις αναφέρουν στριμωγμένες στην καλύτερη περίπτωση σε ολιγόλεπτα έκτακτα δελτία. Ας μην ταράζουμε τα μυαλά μας με στενοχώριες, όταν μάλιστα ένας τόσο «λαμπρός» χειμώνας είναι μπροστά μας. Οι πολυημέρες μεταδόσεις, μέσα από τις οποίες συχνά ακούγονταν αντικυβερνητικές κατάρες και φαινόταν ένα έστω μερικό και σύντομο «ξεκουκούλωμα» κυβερνητικών ευθυνών ή προέκυπτε κάποιος πανικόβλητος δημοσιογράφος, ανήκουν στο παρελθόν. Κάθε τηλεοπτική μετάδοση (όπως και κάθε κοινωνικός χώρος) πρέπει να είναι απολύτως ελεγχόμενη.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για απόδειξη ισχύος της κυβέρνησης, αλλά πανικού έως αποσύνθεσης. Αυτήν την προϊούσα αποσύνθεση την παρακολουθούμε από τη μέρα της φυγής του Αλέξη Τσίπρα από το πολιτικό προσκήνιο. Ήταν τόσο μεγάλη η απέχθεια που ο Τσίπρας είχε προκαλέσει σε τόσο μεγάλο μέρος των λαϊκών τάξεων (και όχι μόνο ή κυρίως του κατεστημένου, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς) και είναι τόσο βαθιά η απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ στον ίδιο κόσμο, ώστε η υποψία νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έδιωχνε εκατομμύρια στην αποχή και μάζευε αρκετές ψήφους για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αυτός ήταν ο ένας βασικός λόγος του 40%, με το δεύτερο να είναι η αναστολή εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας ελέω πανδημίας (και πολέμου έπειτα) με τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. να αποκτούν μια «γιγάντια πιστωτική κάρτα» με επιδοτήσεις στην πραγματικότητα προς τις ολιγαρχίες τους, οι οποίες όμως διοχετεύονταν σε αυτές μέσω πολιτών.
Η κυβέρνηση βρίσκεται, χωρίς μάλλον να το συνειδητοποιεί ακόμα, σε μια κατάσταση στην οποία ο βασικός λόγος συσπείρωσής της έχει εκλείψει. Η φυγή Τσίπρα και η επακόλουθη εγκατάλειψη από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ των όποιων κυβερνητικών του φιλοδοξιών (η οποία σηματοδοτείται και από την εκλογή Αχτσιόγλου στην προεδρία του) σημαίνουν ότι η ΝΔ δεν έχει κανένα λόγο με βάση τον οποίο να κινητοποιεί το εκλογικό της κοινό. Θα αποπειραθεί να αντικαταστήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο (το οποίο φτιάχτηκε χάρη στον Τσίπρα και στον ΣΥΡΙΖΑ) με κάποιο αντι-ακροδεξιό μέτωπο. Μέχρι να αποδώσει το εν λόγω σχέδιο, η κυβέρνηση βιώνει μια διαδικασία καταφανούς εσωτερικής αποσύνθεσης, η οποία στοιχίζεται απολύτως με την κατάρρευση των κρατικών δομών μετά από 15 χρόνια κρίσης και νεοφιλελεύθερης εργολαβικής λεηλασίας. Αυτά δε, εν αναμονή ενός χειμώνα, ο οποίος βρίσκει τη βιομηχανική καρδιά της Ε.Ε. σε κρίση και ύφεση, τον πόλεμο στην Ουκρανία να οδηγείται σε ήττα για τη Δύση και με την ακρίβεια ανεξέλεγκτη στα είδη λαϊκής κατανάλωσης.
Φυσικά οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. και η ΕΚΤ θα κάνουν ό,τι μπορούν για να στηρίξουν την όποια ψευδαίσθηση οικονομικής «κανονικότητας» για τους πολίτες τους, αλλά τα περιθώρια στενεύουν δραματικώς, ιδίως όταν ο υπερατλαντικός πάτρωνας λεηλατεί τις ευρωπαϊκές οικονομίες ασύστολα, μαζεύοντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού την βιομηχανική παραγωγή.
Με αυτά τα δεδομένα (και) για την ελληνική κυβέρνηση το βασικό καταφύγιο συνίσταται στον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης. Ό,τι δεν λένε τα κανάλια, δεν υπάρχει. Και τα κανάλια (μαζί με αυτά και οι «παπαγάλοι») λένε αυτό το οποίο πληρώνονται να πουν.
Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι πως όσο περισσότερο βασίζεται σε αυτό το εργαλείο, τόσο ενισχύει εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης και κοινωνικές-πολιτικές συγκροτήσεις. Η διαδικασία δεν θα είναι ούτε εύκολη, ούτε ευθύγραμμη. Τα εναλλακτικά μέσα διακίνησης πληροφοριών είναι βραχύβια και συχνά αποδεικνύονται βυθισμένα σε μια θολούρα αδιαφάνειας εξίσου απωθητική, όπως και τα συστημικά. Οι επιμέρους κοινωνικές συγκροτήσεις, οι οποίες εμφανίζονται είναι κατατμημένες, προτάσσοντας το ειδικό επί του γενικού, εξ ου και κατά κανόνα αποτυγχάνουν να αμφισβητήσουν την πολιτική του κατεστημένου. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι στη χώρα, όπως και στην Ε.Ε. συνολικά, φουντώνει η διάχυτη (εξ ου και όχι εύκολα ελέγξιμη) αμφισβήτηση και κοινωνική αντιπολίτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετούσε το κατεστημένο, διότι μπορούσε να μαζεύει όλη αυτήν την αμφισβήτηση, να την απονευρώνει και να τη δίνει στο πιάτο του κατεστημένου. Σήμερα κανένα κόμμα δεν μπορεί να διαδραματίσει αυτόν το ρόλο (ούτε η ακροδεξιά των κλόουν). Εξ ου και η κυβέρνηση τρέχει να ελέγξει και να καταστείλει κάθε κοινωνικό χώρο, όπως και προβαίνει σε μια αγχώδη, ξεκάθαρη πια λογοκρισία. Θα δούμε πόσο θα καθυστερήσουν αυτά τα εργαλεία την αποσύνθεση όχι μόνο τη δική της, αλλά και του κατεστημένου, του οποίου τον πολιτικό βραχίονα αποτελεί.