H υποχώρηση της διοίκησης της εταιρείας Magnetti Marelli να μην κλείσει ακόμη τη μονάδα παραγωγής της στο Κρεβαλκόρε της Μπολόνιας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία νίκη των εργατών και των κινητοποιήσεών τους. Οι διαδοχικές απεργίες και η κατάληψη στο εργοστάσιο που ξεκίνησε από τις 22 Σεπτεμβρίου, μόλις 2 ημέρες μετά την ανακοίνωση από την εταιρεία, ανέδειξαν τις δομικές ανεπάρκειες και την πολιτική της αποβιομηχάνισης στην Ιταλία, όπως και το πρόβλημα της αδυναμίας να παρακολουθήσει η χώρα τις μεταβολές στην αγορά και τη ζήτηση της εργασίας και συνεπώς να προστατεύσει της θέσεις απασχόλησης. Άλλωστε την αναδιάρθρωση, που θα επιτρέψει στο εργοστάσιο να συνεχίσει την παραγωγή του ήταν εκείνο που ζήτησαν οι εργαζόμενοι μετά την παράταση που δόθηκε στο κλείσιμο της μονάδας.
Παράλληλα, η περίπτωση της Marelli, σε συνδυασμό και με τις κινητοποιήσεις στη Stellantis -τόσο μέσα στην Ιταλία, για το πλάνο της παραγωγής, όσο και στις πέραν του Ατλαντικού μονάδες της, για αξιοπρεπή μεροκάματα και ζωή– ήταν και λόγω μεγέθους, ένας σηματωρός για το «καυτό» φθινόπωρο που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Ιταλοί. Τόσο στο εργασιακό, καθώς μία μακρά σειρά από μεγάλες επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς (βιομηχανία, αγροδιατροφικά, υπηρεσίες) έκλεισαν μονάδες και καταστήματα ή απολύουν προσωπικό. Όσο και στον χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου δεν απέχει πολύ από το να επιβεβαιωθεί η δυσμενής «προφητεία» για 24.000 λουκέτα μέσα στο 2023.
Και σα να μην έφθανε αυτό, οι τροποποιημένες εκτιμήσεις για τον προϋπολογισμό (Nadef) -αλλά και τα σχέδια για τη μειωμένη διάθεση των πόρων από το Σχέδιο Ανάκαμψης για το υπόλοιπο του 2023, που βάζει σε κίνδυνο πολλά έργα– υπόσχονται λιγότερες κρατικές δαπάνες για μισθούς, επιδόματα και ενίσχυση νευραλγικών τομέων (όπως η Υγεία, η Παιδεία κλπ). Και δυνάμει της καταγραφείσας μείωσης του ΑΕΠ και ο προϋπολογισμός του 2024, δεν υπόσχεται θεαματικές αλλαγές, καθώς οι εξωγενείς συγκυρίες (επιτόκια της ΕΚΤ, spread, πληθωρισμός, Ουκρανία) αυξάνουν τα επιτόκια αποπληρωμής και άρα το χρέος, με συνέπεια να οδηγούν ως μονόδρομος σε μία πολιτική λιτότητας.
Μπροστά στην προοπτική τούτη, ο αγώνας στη Magnetti Marelli προσέλαβε τη μορφή ενός οργανωμένου, πολιτικού πλέον και όχι απλά συνδικαλιστικού αγώνα. Από τις 19 του περασμένου μήνα, η εταιρεία, που ειδικεύεται στην παραγωγή κινητήρων εσωτερικής καύσης και από το 2019 ανήκει στο αμερικανικό fund KKR, ανακοίνωσε στα συνδικάτα πως κλείνει τη μονάδα της στη Κρεβαλκόρε στη Μπολόνια. Το τμήμα του αλουμινίου θα καλύπτεται από εξωτερικές εργολαβίες, ενώ εκείνο των πλαστικών θα μεταφερθεί στο Μπάρι. Οι 229 εργαζόμενοι στη μονάδα, όπως είναι φυσικό, απολύονται.
Σύμφωνα με την εταιρεία (που διατηρεί 11 εργοστάσια και απασχολεί 7.200 εργαζόμενους στην Ιταλία), η απόφαση συνδυάζεται με τα προβλήματα βιωσιμότητας που μαστίζουν τον κλάδο, λόγω της αλλαγής του μοντέλου παραγωγής και την «πράσινη» ανάπτυξη. Όπως, η συρρίκνωση του όγκου παραγωγής κινητήρων εσωτερικής καύσης, η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας , που μετά βίας και εν μέρει αντισταθμίζονται από πιθανές προσαρμογές στην τιμή. Και κυρίως από την έλλειψη νέων παραγγελιών σε αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Κάτι που για το Κρεβαλκόρε μεταφράζεται σε μείωση του τζίρου της μονάδας κατά 30% από το 2017 έως σήμερα. Και φυσικά η εταιρεία δεν προβλέπει ότι στο μέλλον τα στοιχεία θα βελτιωθούν.
Παρά τις υποσχέσεις του ΚΚR ότι λαμβάνει σοβαρά την κοινωνική ευθύνη που έχει απέναντι στους εργαζομένους της Marelli και δεσμεύθηκε πως θα βρεθεί μία ισορροπημένη και κοινωνικά βιώσιμη λύση με τα συνδικάτα για την αποζημίωσή τους, οι εργατικές ενώσεις συσπειρώθηκαν. Το συνδικάτο μετάλλου FIOM-CGIL οργάνωσε καταλήψεις και απεργίες, με την κινητοποίηση της 3ης Οκτωβρίου, να αποδεικνύεται αποφασιστική. Οι εργάτες περικυκλώνοντας δυναμικά το υπουργείο στη Ρώμη, ανάγκασαν τον υπουργό Βιομηχανίας και Made in Italy να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή και να πείσει τελικά το fund να αναστείλει τα σχέδιά του για να κλείσει τη μονάδα.
Το σίριαλ για το κλείσιμο της Marelli είχε και πολιτικές προεκτάσεις. H πάλη για τους εργαζόμενους εξελίχθηκε και σε μάχη πολιτικών εντυπώσεων, με την επικεφαλής του σοσιαλκεντρώου Δημοκρατικού Κόμματος (Pd) Έλι Σλάιν να επισκέπτεται σχεδόν αμέσως τους εργαζόμενους και να υπόσχεται πως θα βρίσκεται στο πλευρό τους. Άλλωστε, το μεγάλο συνδικάτο CGIL πρόσκειται παραδοσιακά στις τάξεις του πρώην ΙΚΚ, παρά τις κάποιες αποστάσεις που έχει τηρήσει από τους σημερινούς (αγνώριστους) dem. Εντούτοις, ο μεγάλος πρωταγωνιστής των ημερών υπήρξε ο Κάρλο Καλέντα, ηγέτης του «κεντρώου» Azione και πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Ματέο Ρέντσι -με τον οποίο για βραχύ χρονικό διάστημα επιδίωξαν να «αναβιώσουν», πριν συγκρουσθούν οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Ο Καλέντα επιχείρησε να εργαλειοποιήσει προς πάσα κατεύθυνση το δράμα των απεργών. Έσυρε τα εξ αμάξης προς πάσα κατεύθυνση: στους ιδιοκτήτες της Fiat κατ’ αρχάς υποστηρίζοντας πως εκείνος ως Υπουργός είχε προτείνει τρόπους και μέσα για την προστασία των εργοστασίων της εταιρείας, που κατόπιν κατέληξαν σε ξένα funds ή πήραν την άγουσα από τη χώρα. Στη συνέχεια επέκρινε και τον επικεφαλής της συνδικαλιστικής οργάνωσης CGIL Λαντίνι, πρώτον διότι κάνει πολιτική και όχι συνδικαλισμό και δεύτερον ότι προσβλέπει στην οικογένεια Ελκάν (ιδιοκτήτες της Fiat) που ελέγχουν επίσης και τη Repubblica, την εφημερίδα-σημαία της «αριστεράς» στην Ιταλία. Εκείνο δε που κατόρθωσε ο Καλέντα ήταν πρωτοφανές: να στρέψει τους πάντες εναντίον του και όταν επισκέφθηκε το Κρεβαλκόρε να τρέχει, κυριολεκτικά, πίσω από τους απεργούς εργάτες για να τους μιλήσει κι εκείνοι να του στρέφουν τα νώτα και να τον αγνοούν!
Η απεργία μπροστά στο εργοστάσιο της Marelli ήταν ένας ακόμη μεγαλύτερος άθλος, εάν αναλογισθεί κανείς πως οι διατάξεις στο εργατοκτόνο νομοσχέδιο για την εργασία, επιτρέπει στον αρμόδιο Υπουργό να παρεμβαίνει στη διάρκεια και τον χρόνο της. Όπως αποδεικνύει σταθερά ο Ματέο Σαλβίνι, διατάσσοντας να μειωθεί σε 4 ώρες την απεργία που είχε κηρύξει η USB στις 29 Σεπτεμβρίου!
Αλλά η επιτυχία των απεργών της Marelli έχει και μία ιστορική σημασία. Στις 2 Οκτωβρίου του 1925 το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι απαγόρευε με διάταγμα τον συνδικαλισμό, με τη συμφωνία του Παλάτσο Βιντόνι. Τότε που η Confidustria και το φασιστικό συνδικάτο ορίζονταν οι μόνοι εκπρόσωποι και διαχειριστές του χώρου της εργασίας και καταργούσαν τις εργατικές επιτροπές στα εργοστάσια και τους τόπους δουλειάς. Σήμερα, ο συνδικαλισμός, αλλά κυρίως εκείνο που εκπροσωπεί, η εργασία, βρίσκονται επί ξηρού ακμής, μπροστά στις απαιτήσεις του σημερινού μοντέλου παραγωγής. Δεν είναι μόνο η κοινωνική επέκταση της εργασίας, αλλά και η εξαντλητική φύση της, σε συνδυασμό με την «κινητικότητα» της ελαστικής και εποχιακής εργασίας, που εξαντλεί τον εργαζόμενο. Την ίδια στιγμή ο φετινός Σεπτέμβριος αποδείχθηκε ο «μαύρος μήνας» για τα εργατικά δυστυχήματα, με 118 νεκρούς (896 εν συνόλω μέχρι τώρα στο 2023). Αριθμοί και μάλιστα και περιστατικά που έχουν σοκάρει ολάκερη την Ιταλία και τον κόσμο της εργασίας. Που δεν μπορεί να περιορισθεί στα επανειλημμένα αόριστα αναθέματα και τις ιερεμιάδες του προέδρου Σέρτζο Ματαρέλα, που θυμάται τα θύματα στις συναντήσεις του με τα συνδικάτα, αλλά στο γραφείο του υπογράφει τα ζοφερά σχέδια της ακροδεξιάς κυβέρνησης της Τζόρτα Μελόνι για την εργασία και την οικονομία. Πλέον το στοίχημα για τα συνδικάτα, που μάλλον είναι τα μόνα που κάνουν αντιπολίτευση στην ακροδεξιά/φιλελεύθερη λαίλαπα στην Ιταλία είναι η μεγάλη πανεθνική απεργία στις 7 Οκτωβρίου, για την εργασία και τις συντάξεις. Εκεί θα μετρηθεί η αποφασιστικότητα του κόσμου της δουλειάς και η αγανάκτηση της κοινωνίας.