Ο Νίκος Καλλίνης, των «Εκείνος κι Εκείνος» μίλησε στο Κοσμοδρόμιο για το παρελθόν και το μέλλον του ιστορικού συγκροτήματος και του ελληνικού τραγουδιού.
Διατρέχοντας κανείς τη μουσική σας από το ’91 όταν ξεκινήσατε ως σήμερα διαπιστώνει ότι μείνατε μακριά από ταμπέλες. Πως καταφέρατε να ενσωματώσατε διαφορετικούς ήχους;
Είχαμε μέσα μας πολλές και διαφορετικές μουσικές επιρροές. Μεγαλώσαμε στο Πέραμα, μια λαϊκή- εργατική συνοικία φτιαγμένη από ανθρώπους που ήρθαν από όλη σχεδόν την Ελλάδα , κυρίως από τα νησιά, γυρεύοντας μια καλύτερη ζωή. Τα μεσημέρια της Κυριακής, το λαϊκό τραγούδι ήταν κομμάτι των οικογενειακών τραπεζιών και γιορτών. Και παράλληλα η εφηβεία μας τη δεκαετία του ’70, που μας πήγε σεrock και soul καταστάσεις και γνωρίσαμε τους Pink Floyd, τους Dire Straits, τους Led Zeppelin αλλά και την μαύρη μουσική του James Brown !
Το ’80 άνθισε η αγγλική σκηνή με συγκροτήματα όπως οι Cure , οι Simple Minds, οι Τears for Fears ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Έλληνες τραγουδοποιοί . Οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Ζιώγαλας, οι 2002 GR , ο Μαχαιρίτσας έδειξαν ότι μπορεί να γεφυρωθεί η ελληνική με την παγκόσμια μουσική. Γενικά δεν δηλώσαμε καμία ταυτότητα ποτέ ώστε να αποκλείσουμε κάποια άλλη, μείναμε μακριά από έμμονες ιδέες και μπολιάσαμε έτσι το τραγούδι μας ώστε να βγάζει διαφορετικά λουλούδια .
Προετοιμάζαμε με τον Κώστα Λογοθετίδη τον πρώτο μας δίσκο τρία χρόνια από το ’88 ως το ’91, στο καμαράκι του στο Πέραμα, έχοντας και τη βοήθεια μιας ομάδας αποτελούμενης από τον ντράμερ και προγραμματιστή Γιώργο Ρουμάνη, τον αξέχαστο φίλο Γιώργο Παυλάκη και των συνεργατών και φίλων στιχουργών Γιώργο Πολυμενάκο και Γρηγόρη Μυλωνά . Πέρα από τον ήχο του πρώτου δίσκου μας που ήταν συμπαγής ως ήχος και αισθητική , όταν ήρθε η ώρα του δεύτερου ήδη υπήρχαν ιδέες και υλικό από την πρώτη δουλειά που είχαν μείνει σαν παρακαταθήκη .
Το ‘93 έρχεται το άλμπουμ «Άλλη μια φορά» κι η μεγάλη επιτυχία με την Γκρέυ. Πως προέκυψε η ιδέα αυτής της συνεργασίας;
Ήρθε στον Κώστα Λογοθετίδη (σ.σ. τον άλλο Εκείνο) η ιδέα για ένα γυναικείο τραγούδι και θυμάμαι ακόμα το τηλεφώνημα που μου φανέρωσε τους πρώτους στίχους, λέγοντας μου ότι το φανταζόταν «σε ένα πιο λαϊκό μοτίβο». Συμφώνησα με την ιδέα και αρχίσαμε τις επαφές με κάποιες ερμηνεύτριες , όμως άλλες ετοίμαζαν προσωπικό δίσκο και άλλες ευγενικά αρνήθηκαν για δικούς τους λόγους . Προέκυψε λοιπόν σαν πρόταση από τον τότε παραγωγό μας στην FM Records, τον Σταύρο Μουφλουζέλη, η Καίτη Γκρέυ η οποία ήταν ήδη στην εταιρία και δισκογραφούσε ακόμη. Κάναμε ένα πρόχειρο γκάλοπ στον περίγυρο μας για την προοπτική μιας συνεργασίας μας με την Γκρέυ. Οι φίλοι μας ενθουσιάστηκαν αλλά μας ενδιέφερε κι η άποψη της πιτσιρικαρίας. Την καλύτερη ατάκα την άκουσα από μια κοπέλα σε ένα μπαράκι όταν μου είπε: «Δεν ξέρω την Γκρέυ αλλά αν μου αρέσει το τραγούδι θα χαρώ να τη μάθω». «Εδώ είμαστε» είπα μέσα μου.
Όταν την προσεγγίσαμε ήταν επιφυλακτική, ήθελε να προφυλάξει το όνομά της και της πήρε περίπου ένα δίμηνο μέχρι να πει το ναι. Η ίδια το φανέρωσε στον κύκλο της ο οποίος ήταν τεράστιος, τραγουδιστές , ραδιοφωνικοί παραγωγοί κλπ, με αποτέλεσμα το «Μια Γυναίκα μόνο ξέρει» να γίνει επιτυχία πριν κυκλοφορήσει, στόμα με στόμα μέσα από τους φίλους της. Στην προσπάθειά μας να το κάνουμε πιο ελκυστικό μάλιστα, της «φτιάξαμε» μουσικά το κομμάτι προσθέτοντας τζουρά, συγκεκριμένα τον τζουρά του ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη, πατέρα του Σταύρου. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Δεν πέσατε στην παγίδα να επαναλάβετε το ίδιο μοτίβο. Δεν δεχθήκατε πιέσεις να γράψετε σε ίδιο ύφος, να επαναλάβετε το εγχείρημα;
Δεν μας άρεσε η επανάληψη και είχαμε αποφασίσει να μην επανερχόμαστε σε ίδια πράγματα. Κατορθώσαμε λοιπόν να αντισταθούμε στις όποιες προτροπές και να φέρουμε τα πράγματα στα μέτρα μας. Ένα παράδειγμα είναι το ντουέτο με την Ελένη Βιτάλη στο τραγούδι «Σε δύσκολο θεό πιστέψαμε» που ήταν περίπου στα ίδια ρυθμικά χνάρια με το «Μια γυναίκα» αλλά με άλλη θεματολογία, τελείως διαφορετική ενορχήστρωση με το κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα και φυσικά βασισμένο σε μια άλλη φωνή. Στον δε τρίτο δίσκο είχαμε μια από τις καλύτερες λαϊκότροπες στιγμές μας, με το «Είσαι ό,τι Έχω». Συνεχίσαμε λοιπόν να είμαστε σε επαφή με το λαϊκό τραγούδι δίχως να εγκλωβιστούμε. Σε αυτή μας την πορεία βοήθησαν και οι φίλοι μας, πρέπει να ομολογήσω. Ο ήχος μας ανέκαθεν είχε αναφορά σε blues και ροκ μουσικές και αυτό μας καθιστούσε αγαπημένο ελληνικό συγκρότημα όσων προτιμούσαν την ξένη μουσική, τους ταίριαζαν οι επιρροές μας. Να αναφέρω εδώ ότι σε αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο, μεγάλο ρόλο έπαιξε ο ηχολήπτης – συμπαραγωγός και κιθαρίστας μας Λεωνίδας Φώτου αλλά και το μπάσο του Δημήτρη Πικέα .
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός σε επίπεδο απεύθυνσης είναι το τραγούδι «Τα λόγια κομμάτια». Περιμένατε αυτή την επιτυχία;
Ναι, το αντιληφθήκαμε εξαρχής. Καταλάβαμε ότι θα ακουστεί, το κομμάτι έδωσε δείγματα από την πρώτη στιγμή γιατί θεματικά κολλάει παντού, σε διάφορες φάσεις της ζωής μας και της καθημερινότητάς μας. Είναι δε ένα τραγούδι που ταιριάζει σε πολλές καταστάσεις, προσωπικές και κοινωνικές, ατομικές και συλλογικές. «Τα λόγια θα μείνουνε λόγια, άλλα λόγια δεν θες» ακούει ο ακροατής και μπορεί να κάνει αναγνώσεις που αφορούν σε πολλά πράγματα, από έναν έρωτα μέχρι τις ψεύτικες υποσχέσεις της πολιτικής. Εξάλλου ένα χαρακτηριστικό των τραγουδιών μας είναι ο χειρισμός τού στίχου, τα θέματά μας συχνά μοιάζουν απλά στη σύλληψή τους αλλά ο τρόπος που τά αφηγούμαστε αφήνει χώρο για υποκειμενικές ερμηνείες .
Υπάρχουν πράγματα που αφήσατε πίσω σας δημιουργικά γιατί δεν σας άρεσαν;
Ασφαλώς αφήσαμε αλλά όχι γιατί δεν μας άρεσαν. Μέχρι το «Ρόδο και το Αγκάθι», το 2000, δουλεύαμε μαζί με τον Κώστα τακτικά, 3-4 φορές την εβδομάδα. Δοκιμάζαμε συνθέσεις και διαλέγαμε πράγματα, στα συρτάρια μας υπάρχουν τραγούδια για πολλούς περισσότερους δίσκους από αυτούς που τελικά κάναμε. Θα μπορούσαμε να κυκλοφορούμε έναν ανά εποχή, ταιριάζοντας με τις μουσικές φάσεις που διανύαμε. Θέλαμε όμως να είμαστε αυστηροί με τους εαυτούς μας όσον αφορά το τι θα δημοσιοποιούσαμε και τι θα μπορούσε να ενδιαφέρει το κοινό μας. Μοναδική εξαίρεση το LP «Θάλασσα του Χρόνου», ένας δίσκος που φτιάξαμε για εμάς σαν κάτι που χρωστούσαμε στους εαυτούς μας.
Μεσολάβησε μια παύση περίπου δέκα ετών πριν την επανένωσή σας το 2015.
To 2005 βάλαμε μια άνω τελεία για δικούς μας προσωπικούς λόγους , αλλά κοινωνικά και μουσικά δεν πάψαμε ποτέ να συνυπάρχουμε. Όταν βρήκαμε λοιπόν πάλι τις δυνάμεις μας και τους ρυθμούς μας, το 2015 επιστρέψαμε με μια μεγάλη συναυλία επανένωσης στον «Σταυρό του Νότου». Και το 2017 έρχεται το LP «Μέτρα με τέχνη τον καιρό» όπου συμμετείχαν αγαπημένοι φίλοι όπως ο αξέχαστος Λαυρέντης , ο Φίλιππος Πλιάτσικας ή ο Μιχάλης Μυτακίδης (BD Foxmoor) και άνθρωποι που θαυμάζαμε μουσικά όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ήταν μια δουλειά που την ονειρευόμασταν και τη σχεδιάζαμε χρόνια αλλά η οποία μας έδειξε και πόσο έχει αλλάξει η δισκογραφία.
Εννοείς πως έχει αλλάξει προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο;
Με τη συρρίκνωση των δισκογραφικών εταιρειών, ο καλλιτέχνης πλέον είναι και ο βασικός χρηματοδότης της δουλειάς του. Πρέπει να κερδίζεις χρήματα για να τροφοδοτείς την δουλειά σου, την παραγωγή της μουσικής σου και την διαφήμιση της μέσα από τα ψηφιακά μέσα και τις ζωντανές σου εμφανίσεις , σε έναν κύκλο που μοιάζει ατέλειωτος και που σου απαγορεύει το ρίσκο. Όμως, νοείται Τέχνη δίχως ρίσκο στην έκφραση;
Οι δε εταιρίες κάνουν πλέον μόνο promo και marketing , δύσκολα επενδύουν πια σε έναν καλλιτέχνη. Και σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, εξακολουθείς να πληρώνεις την παραγωγή.
Από την άλλη πλευρά εκεί που γίνονται θαύματα είναι στην ηχοληψία, οι παραγωγές στην παγκόσμια μουσική σκηνή είναι τρισδιάστατες, το αυτί χορταίνει. Στην Ελλάδα απέχουμε βέβαια από τα θαύματα , αλλά έχουμε κάνει προόδους. Να σκεφτείς ότι υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι πως το «Ρόδο και το Αγκάθι» σε επίπεδο παραγωγής (και εδώ θέλω να πω ένα ευχαριστώ στον παραγωγό του δίσκου Αντρέα Γιατράκο) και ήχου ακούγεται και σήμερα απίστευτα φρέσκο, λόγος για τον οποίο είμαστε περήφανοι.
Τι εικόνα έχεις για την ελληνική μουσική σήμερα; Ξεχωρίζεις καλλιτέχνες από τη νεότερη γενιά;
Έχω ξεχωρίσει τη Sophie Lies , έχει έναν ευρηματικό και ιδιαίτερο τρόπο να αφηγείται τις προσωπικές της ιστορίες με την κιθάρα της. Εκεί , στη λεγόμενη εναλλακτική μουσική, καλλιτέχνιδες όπως η Sophie ή η Nalysa Green έχουν φτιάξει μια ιδιαίτερη στιχουργική αφηγηματική γλώσσα. Βρίσκω επίσης πολύ ενδιαφέρον το ανακάτεμα παραδοσιακών ήχων και ροκ του Θανάση Παπακωνσταντίνου αλλά και τη δημιουργική τρέλα του Γιάννη Αγγελάκα.
Όμως, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει ένα «ταβάνι», ιδίως στη μουσική κι αυτό δεν είναι ελληνικό ίδιον, δεν συντελείται καμία μουσική επανάσταση. Είναι σαν να έχουν τραγουδηθεί τα πάντα και να ανακυκλώνεται ξανά και ξανά το ίδιο βασικό υλικό των παλιότερων μεγάλων τραγουδιών .
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Τώρα ετοιμάζουμε τις χειμερινές μας εμφανίσεις σε μια σειρά από αγαπημένα στέκια και δισκογραφικά το τελευταίο μας πόνημα ήταν το single «Ελληνικός Καφές». Πριν από τον «Καφέ» κυκλοφορήσαμε άλλο ένα single με τίτλο «Την Πάτησα!», που άρεσε πολύ στο κοινό μας και έχει ιδιαίτερη απήχηση στις ζωντανές μας εμφανίσεις. Φιλοδοξούμε σε τακτά χρονικά να μπορούμε να παρουσιάζουμε νέα τραγούδια με στόχο τη δημιουργία ενός νέου άλμπουμ, με το οποίο να περιγράφουμε την εποχή μας και τις ανησυχίες μας, δεν είμαστε καλλιτέχνες που μπορούμε να αγνοήσουμε το τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας. Ανήκουμε σε εκείνους που τραγουδάνε την εποχή τους… με τον τρόπο τους .