ΑΘΗΝΑ
23:27
|
17.11.2024
Πώς θα γίνει να μην ξεχνάμε πως η ζωή είναι γεμάτη πιθανότητες;
Από την ταινία Ρεβάνς του Νίκου Βεργίτση (1983)
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις.

Ο Μάνος δε γούσταρε πια τη Μαίρη. «Νιώθω ότι με πνίγει. Όταν είμαστε μαζί στο σπίτι επικρατεί ησυχία. Νιώθω πως οποιοσδήποτε θόρυβος θα κάνει την παρουσία μου αισθητή και έτσι θα ξεκινήσει η γκρίνια: Γιατί δεν παντρευόμαστε; Εσύ παιδάκια δεν θέλεις; Πού θα πάει αυτό το πράγμα μεταξύ μας, ρε Μάνο μου; Τρία χρόνια, ρε Μάνο μου γαμώ το καντηλάκι μου πάνε κάτι τι περιμένεις; Μέχρι που τις προάλλες έπιασα τον εαυτό μου να κάνει τι; Βγήκα στο μπαλκόνι ρε μαλάκα για ν’ ανοίξω ένα κουτάκι μπύρα. Με διαλύει η ησυχία. Άκουσε η άλλη την μπύρα βγήκε έξω: Μάνο πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για τη σχέση μας, μου λέει. Μετά τσακωμός και μετά κλάμα. Και ο τσακωμός και το κλάμα με διαλύει, ρε μαλάκα. Ας είναι θόρυβος η ζωή, δεν είπα, αλλά πιο αρμονικός;», μου είπε μια μέρα στο μπαλκόνι με τζιν και Kraftwerk.

Ο Μάνος δε γούσταρε πια τη Μαίρη, δεχόταν κάπως αυτόν τον εξευτελιστικό συμβιβασμό, μια σχέση δηλαδή που έκανε εκείνον να νιώθει λίγος και την άλλη ανικανοποίητη, γιατί στο μυαλό του η τραγική αυτή μετριότητα θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει την Καλλιρόη. Η Καλλιρόη, τώρα, δεν είχε καταφέρει ποτέ της να ξεπεράσει τη Λυδία.«Αρχικά ήμασταν ευτυχισμένες. Σταδιακά πάψαμε να είμαστε. Μετά υπήρξε πικρία. Μετά ένταση. Μετά σιωπή και μετά μας τέλειωσε. Έτσι ξαφνικά και άδικα», μου είχε πει η ίδια λίγο μετά που έγινε ότι έγινε.

Η Λυδία είπε: «Σ’ αγαπάω» στον Θέμη και εκείνος της είπε: «Επίσης». Τώρα καθότανε στο σινεμά δίπλα απ’ τον Αντώνη, παρά που της είχε δώσει την εντύπωση ατόμου αμήχανου και πιθανόν αγενούς. Όση ώρα κράτησε η ταινία δεν κοιτάχτηκαν, ούτε καν ακουμπήθηκαν «τυχαία». «Στα τριάντα μου να μην μπορώ να καταλάβω πού μ’ αγαπάν και πού μ’ έχουν χεσμένη, ρε μαλάκα; Για το θεό δηλαδή, κάτι πάει λάθος με το κριτήριό μου», μου είχε πει καταβροχθίζοντας κατευθείαν απ’ το ταψί μια σοκολατόπιτα με τα χέρια.

Τον Θέμη τώρα, εγώ τον είχα γνωρίσει Θέλμα. Ήταν καψούρα με έναν φαντάρο απ’ την Τρίπολη. Την είχε διαλύσει που δεν μπορούσε να του εκφραστεί και που εκείνος είχε φύγει βιαστικά και κάπως βίαια: «Έφυγε και τώρα τίποτε δεν θα ‘ναι όπως πριν. Ό,τι και να κάνω δεν θα ξαναρθεί, οπότε τίποτα δεν θα ναι εντάξει από δω και μπρος», τη θυμάμαι να κλαίει και να σπαράζει.

Σαν άλλος ιός ο σπαραγμός έμοιαζε να εξαπλώνεται σταδιακά στις παρέες, τα στέκια, τις γειτονιές, στην πόλη ολόκληρη, οδηγώντας τους ανθρώπους απ’ τον συμβιβασμό, στη μετριότητα και την ανοστιά, και από κει στη βαρεμάρα και τη μαλακία. Πώς θα γίνει να μην ξεχνάμε πως η ζωή είναι γεμάτη πιθανότητες;

Απ’ το σπαρακτικά απελπισμένο αθηναϊκό κέντρο

Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Το Πολυτεχνείο ζει… μαζικά στους δρόμους και σε αγώνες ενάντια στον φασισμό

Είκοσι τρεις συλλήψεις στο Μανιπούρ της Ινδίας μετά από βίαιες διαδηλώσεις

Τραγικό τροχαίο στη Θεσσαλονίκη: Νεκρός 53χρονος πατέρας που μετέφερε τα παιδιά του και τους φίλους τους σπίτι

ΜέΡΑ25: Η μοναδική τυραννία της μειοψηφίας είναι εκείνη των ολιγαρχών

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα