Την καλημέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις.
Η γενιά των καταπιεσμένων 30ρηδων, όσων πεισματικά συνεχίζουν να μένουν στα Εξάρχεια, πάρα την κατακόρυφη αύξηση των ενοικίων, τη δικτατορία των airbnbάδων, τις απλησίαστες τιμές στη σίτιση και την μπατσοκρατία, βρέθηκε τη Δευτέρα να ουρλιάζει στην πλατεία.
Όλοι αυτοί οι ανασφάλιστοι και επισφαλώς εργαζόμενοι βρέθηκαν εκεί πέρα έπειτα από σχετική ενημέρωση των συνελεύσεων της γειτονιάς και των σωματείων. Εμένα με πήρε τηλέφωνο η Μαιρούλα γύρω στις 7 το πρωί. «Μαλάκα μπαίνουν στην πλατεία. Ξύπνα και έλα Εξάρχεια. Θα πάρουμε μαζί ταξί για τη δουλειά. Δεν μου λες, εσύ ασφάλιση έχεις; Αρρώστησε η Μίνα. Πρέπει να πάει να κάνει εξετάσεις και χωρίς ασφάλιση το κόστος αγγίζει ηδονικά μια πεντακοσαρού. Θα της έδινα την δικιά μου ασφάλιση αλλά ούτε εγώ είμαι ασφαλισμένη. Φαίνεται πως σ’ αυτή τη χώρα, ζούμε ανασφάλιστα, δουλεύουμε ανασφάλιστα και ερωτευόμαστε ανασφάλιστα. Ο Γιώργος μάλλον θα χωρίσει λέει. Θα έρθει κι αυτός στην πλατεία. Εγώ έπιασα δεύτερη δουλειά σε ένα πανεπιστημιακό φροντιστήριο. Χθες για να βγάλω την εργασία της άλλης -3.000 λέξεις παρακαλώ, για 100 ευρώ μαύρα- ξενύχτησα», μου είπε. «Κάτσε μωρή πρωί πρωί να ανοίξω το μάτι μου. Ούτε καλημέρα δεν είπες. Κατ’ ευθείαν προβλήματα. Κάτσε να πιω έναν καφέ, να κάνω ένα τσιγάρο, να τα βρω με την εαυτή μου», της είπα.
Είκοσι επτά λεπτά αργότερα, δηλαδή οκτώ μισή επαναλήψεις του τραγουδιού «Ήσουν ωραία όταν γελούσες, μοσχοβολούσες σαν πασχαλιά», ήμουν στην πλατεία Εξαρχείων και η Μαιρούλα συνέχισε το παραλήρημά της ακριβώς απ’ το σημείο που το άφησε τηλεφωνικώς. «Ξενύχτησα που λες για να φτιάξω την εργασία της αλληνής. Λοιπόν έπεσα να κοιμηθώ γύρω στις 5. Αφού μέτρησα τους λόγους της υπαρξιακής μου ανασφάλειας, την αποτυχημένη σχέση με τον Χρόνη, την εργασιακή μου κατάσταση, παντελώς εξαντλημένη πλέον, ούτε κατάλαβα για πότε αποκοιμήθηκα. Ώσπου -στον σταυρό που σας κάνω- με ξύπνησε το άρβυλο και ο συντονισμένος βηματισμός αυτών εδώ των γελοίων υποκειμένων. Τρόμαξα τόσο που σκέφτηκα: μαλάκα ούτε μια ώρα δεν έχει που κοιμήθηκα, λες να πρόλαβαν να κάνουν πραξικόπημα οι κερατάδες;», είπε και έδειξε τους μπάτσους που είχαν περικυκλώσει τους πολίτες που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία για να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη γειτονιά τους και το πράσινο. «Πήρα τηλέφωνο τη Μίνα και μου είπε πως είναι άρρωστη και ανασφάλιστη, όπως σου είπα. Έστειλε αντ’ αυτής τον Γιώργο που ήταν ξύπνιος γιατί έστελνε βιογραφικά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποταχθεί την ανασφάλεια της ανεργίας.
Ως την ώρα που φύγαμε για τις δουλειές μας οι εργάτες του δήμου είχαν κόψει κάμποσα δέντρα, οι συγκεντρωμένοι πολίτες ξεπερνούσαν τους χίλιους, ενώ μεταξύ των συνθημάτων ακουγόταν συνεχώς εκείνο το οργισμένο «αλήτη-τσογλάνι-Κώστα Μπακογιάννη». Ο Γιώργος αφού παραπονέθηκε για την ανασφάλεια που του προκαλεί ο νέος του γκόμενος βρέθηκε να κρατάει πέτρες, τις οποίες είχε απαλλοτριώσει μια παρέα πιτσιρικάδων και τις μοίραζε στους συγκεντρωμένους σε περίπτωση που χρειάζονταν να «αμυνθούν» απέναντι στους υπεράριθμους μπάτσους που είχαν κατακλείσει το σημείο. «Τι να κάνω μ’ αυτές;» με ρώτησε λίγο πριν πιάσω να κατηφορίζω προς Πατησίων για να πάω στη δουλειά. «Ο ανασφάλιστος πρώτος τον λίθον βαλέτω», του είπα και πήγα να δουλέψω για 3 ευρώ την ώρα.
Απ’ τα εμπόλεμα Εξάρχεια
Για το Κοσμοδρόμιο
Η Γειτόνισσα.