Τα διαθέσιμα οικονομικά μέσα έχουν πάντα ένα όριο και δεν είναι άπειρα. Πόσο δε όταν το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας ορίζει συγκεκριμένο όριο στο ποσό που μπορούν να δανείζονται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα κρατίδια. Το λεγόμενο «φρένο χρέους» που υπάρχει στο ομοσπονδιακό σύνταγμα ορίζει μέχρι ποιου ποσοστού επί του ΑΕΠ μπορεί να συνάψει νέα δάνεια η εκάστοτε κυβέρνηση. Με βάση αυτή τη ρύθμιση το Συνταγματικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στην Καρλσρούη παγώνει τους προγραμματισμούς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας για ευρεία στήριξη βιομηχανικών επενδύσεων. Το πλήγμα για τον τρικομματικό συνασπισμό που κυβερνά από το Βερολίνο είναι σημαντικό.
Πρόκειται για ένα κλασικό πλέον μέτρο που επιβάλει το νεοφιλελεύθερο δόγμα: το κράτος, ως να ήταν εταιρία, πρέπει να συντάσσει και να εκτελεί ισοσκελισμένους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, δηλαδή να μη δαπανά περισσότερα από αυτά που εισπράττει ή ακόμα καλύτερα, σε καλές χρονιές, να εμφανίζει περισσότερα έσοδα από τα έξοδα. Κι αν παρουσιάζει έλλειμμα λόγω μιας έκτακτης περίστασης, αυτό πρέπει να καλύπτεται αργά η γρήγορα.
Τα κράτη εξασφαλίζουν χρήματα από τις αγορές με τη μορφή των ομολόγων κατά κύριο λόγο. Δανείζονται δηλαδή χρήμα από ιδιώτες-εταιρίες, τράπεζες και ιδιώτες- και το επιστρέφουν σε κάποια χρόνια με κάποιον τόκο. Καθώς δε πολλά κράτη έχουν αξιόχρεο, δηλαδή πληρώνουν τα χρέη τους με καλό τόκο ή έστω τα πληρώνουν στα σίγουρα, θεωρείται το ομόλογο μια καλή επένδυση. Κι εσείς μπορείτε να δανείσετε ένα κράτος αγοράζοντας ομόλογα. Τα πιο πολλά ομόλογα αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε κινεζικά χέρια.
Όπως αναφέραμε όμως πιο πάνω το λεγόμενο «φρένο χρέους» ορίζει ένα ανώτατο ποσό που μπορεί να δανειστεί το κράτος μέσα σε μία χρονιά. Αυτό συμβαίνει ώστε να μην εμφανιστεί έλλειμμα στα κρατικά έξοδα. Το μέτρο εφαρμόζεται σε διάφορες χώρες του κόσμου, είτε ως νόμος είτε ως πρακτική είτε ως συνταγματική επιταγή.
Είναι αυτή η τήρηση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που δημιουργεί κάθε χρόνο προβλήματα στην ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού ακόμα και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ και τότε μαθαίνουμε πως η αντιπολίτευση μπλοκάρει την ψήφισή του και το κράτος κινδυνεύει να αναστείλει τη λειτουργία του, μη μπορώντας να πληρώσει τους δημοσίους υπαλλήλους. Στις ΗΠΑ βέβαια το πρόβλημα λύνεται με διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων, Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, αλλά στη βάση είναι το σκεπτικό του «φρένου χρέους».
Η ρύθμιση αυτή πέρασε στα συντάγματα 17 εκ. των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το έχουμε και στην Ελλάδα και έτσι παράγονται τα λεγόμενα «ματωμένα πλεονάσματα», τα μαξιλάρια των 37 δισ. Η συνταγή είναι απλή και επώδυνη: όταν παρουσιάζεται ανάγκη το κράτος κόβει από όπου μπορεί. Δηλαδή κόβει χρήματα από τα νοσοκομεία, από τα σχολεία, από την κοινωνική πολιτική στέγασης και αλλού. Κόβει από τη συντήρηση και ανάπτυξη των υποδομών. Κάπως έτσι, για παράδειγμα, φτάσαμε στο σημείο να μην έχουμε σπίτια να στεγάσουμε τη νεολαία (και όχι μόνο) και αυτή να μην κάνει παιδιά (αν και εδώ έχει παίξει το ρόλο του και ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος αρνείται να πληρώσει αξιοπρεπή μισθό) ή στο σημείο οι πόλεις μας να αντιμετωπίζουν ένα άνευ προηγουμένου κυκλοφοριακό πρόβλημα, την ώρα που τα νοσοκομεία μας δεν έχουν γιατρούς και τα σχολεία μας δεν έχουν δασκάλους (στα σοβαρά).
Το ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία τις τελευταίες δεκαετίες και τώρα το τέρας που εξέθρεψε και υπηρέτησε σχεδόν σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, μαζί και μεγάλο μέρος τους αριστερού κόμματος DieLinke στα κρατίδια που κυβέρνησε και κυβερνά, έρχεται να καταπιεί τη βιομηχανική ανάπτυξη και εξέλιξη. Ταυτόχρονα έρχεται να κλονίσει σημαντικά την ήδη ασταθή τρικομματική κυβέρνηση του Σοσιαλδημοκράτη, Όλαφ Σολτς.
Η κυβέρνηση Σολτς θέλησε να χρησιμοποιήσει, δηλαδή να δανειστεί 60 δισ. ευρώ. Αυτά τα 60 δισ. ήταν δανειακό πλεόνασμα του προϋπολογισμού του 2021. Αυτός ο προϋπολογισμός είχε συνταχθεί και εκτελεστεί από την τελευταία κυβέρνηση Μέρκελ. Ήταν η εποχή της πανδημία του κορονοϊού και, λόγω της έκτακτης περίστασης, το «φρένο χρέους» είχε ανασταλεί. Η κυβέρνηση τότε δανείζονταν χρήματα στις αγορές και κάπου εμφανίστηκε μια δυνατότητα να δανειστεί επιπλέον το ποσό που αναφέρουμε. Η τωρινή κυβέρνηση σκέφτηκε πως αυτά τα χρήματα, που θα μπορούσαν τότε να είχαν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας αλλά δε χρησιμοποιήθηκαν, μπορεί να τα μεταφέρει στον προϋπολογισμό του 2024 και να τα προσθέσει στα χρήματα που ούτως ή άλλως θα διαθέσει για να χρηματοδοτήσει ένα ευρύ πρόγραμμα βιομηχανικής ανάκαμψης, ενεργειακής μετάβασης και φροντίδας των υποδομών. Δεν αφορά μόνο την ενεργειακή μετάβαση το πρόγραμμα αυτό αλλά επίσης την αντιμετώπιση του βιομηχανικού ανταγωνισμού από πλευράς τόσο της Κίνας όσο και των ΗΠΑ.
Στα σχέδια της κυβέρνησης αντέδρασε η αξιωματική αντιπολίτευση: 197 ομοσπονδιακοί βουλευτές της χριστιανοδημοκρατίας κατέθεσαν αγωγή κατά της κυβέρνησης στο ομοσπονδιακό δικαστήριο που έχει την έδρα του στην Καρλσρούη (η Γερμανία είναι μια ομοσπονδιακή χώρα και ως εκ τούτου αποκεντρωμένη). Το δικαστήριο συνεδρίασε και έδωσε δίκαιο στους ενάγοντες: τα 60 δισ. δεν επιτρέπεται να μεταφερθούν και να χρησιμοποιηθούν. Η κυβέρνηση οφείλει να τηρεί το «φρένο χρέους» και αν χρειάζεται αυτά τα χρήματα πρέπει να τα εξασφαλίσει με άλλα μέσα. Με φορολόγηση ή με περικοπές ή όπως αλλιώς θέλει και μπορεί.
Το πλήγμα για την κυβέρνηση είναι μεγάλο. Όσον αφορά τους Σοσιαλδημοκράτες, φαίνονται να μην είναι σε θέση να προβλέψουν τι θα συμβεί με μια πρόταση προϋπολογισμού που συντάσσουν και δημιουργείται το ερώτημα αν θα κόψουν χρήματα από τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες, για παράδειγμα, που προγραμματίζουν ώστε να κάνουν τον γερμανικό στρατό «τον ισχυρότερο στην Ευρώπη» ή από τη βοήθεια στον Ζελένσκι ή από την κοινωνική πολιτική που στηρίζει εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι τα βγάζουν πέρα δύσκολα ή από τις υποδομές που έχουν τεράστια προβλήματα.
Στο στρατόπεδο των Φιλελευθέρων, υπέρμαχων του «φρένου χρέους», επικρατεί αμηχανία γιατί αυτοί, οι εκφραστές του πιο καθαρού φιλελευθερισμού παρέβησαν τις αρχές τους και ήρθε η ανταγωνιστική προς αυτούς χριστιανοδημοκρατική παράταξη να επαναφέρει τη φιλελεύθερη τάξη. Φάνηκαν αναξιόπιστοι ως προς τις αρχές τους.
Τέλος, οι Πράσινοι βλέπουν μεγάλο μέρος του αφηγήματός τους προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες να δέχεται σημαντικό πλήγμα: από όλους αυτούς τους επιχειρηματίες της «πράσινης οικονομίας» που περίμεναν τις επιδοτήσεις των δισεκατομμυρίων, μέχρι τους οπαδούς της ηλεκτροκίνησης που ήλπιζαν σε μια γενναία χρηματοδότηση των σιδηροδρόμων αλλά και όλους αυτούς που τρομάζουν στη ιδέα ότι η βιομηχανική παραγωγή υψηλής τεχνολογίας δε βρίσκεται στα χέρια ξανθών, πολιτισμένων και μοντέρνων Ευρωπαίων αλλά ορίζεται από Ασιάτες, Κινέζους και Ινδούς, που «καταπιέζουν μειονότητες και δεν έχουν δημοκρατία ή/και ελευθερία», οι Πράσινοι με προεξάρχοντα τον υπουργό Οικονομίας Χάμπεκ έχασαν 60 δισεκατομμύρια. Η Γερμανία εξακολουθεί να έχει μια αδύναμη κυβέρνηση.