Ήταν απόγευμα της 17ης του Νοέμβρη του 2012. Το δεύτερο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα (Μνημόνιο) «κούρευε» ήδη ζωές για να σωθεί το δημόσιο χρέος ενώ η Χρυσή Αυγή αλώνιζε στο Πέραμα ως ο «νταβατζής» του κεφαλαίου και στο Κολωνάκι ως ο «υπερασπιστής» των γερόντων.
Σε ένα καφέ στην καταθλιπτική τότε Φωκίωνος Νέγρη της Κυψέλης είμαστε μια παρέα μαζεμένη μετά την πορεία-μνήμης για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ακούμε να χτυπά το κινητό τηλέφωνο μιας άλλης παρέας, δίπλα. Παράξενος ο ήχος του, αλλά δυνατός. Κοιτιόμαστε με απορία προσπαθώντας να καταλάβουμε τι ακούσαμε… Ελπίζουμε να ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο. Χτυπά… και τότε νιώσαμε ανατριχίλα.
Ήταν ο ήχος από τις ερπύστριες εκείνου του τανκ που το ξημέρωμα της 17ης Νοέμβρη του 1973 πέρασε πάνω από την πύλη του Πολυτεχνείου πατώντας την ελληνική σημαία και τους εξεγερμένους φοιτητές.
Φόβος, θυμός… ο φασίστας που χαιρέκακα και μακάβρια επέλεξε να χλευάσει τον συμβολισμό της ημέρας καθόταν δίπλα μας! Ήταν ένα δυνατό ξύπνημα για το πόσο ο αγώνας κατά του ολοκληρωτισμού, της μισαλλοδοξίας και του φασισμού της διπλανής και κάθε πόρτας δεν πρέπει ποτέ να σταματήσει και να ζει μαζί με το Πολυτεχνείο!
Αυτό ακριβώς λένε και τα σκίτσα μας σήμερα: μνήμη και όχι λήθη! «Εάν εσύ ζεις, μην με ξεχάσεις», όπως είχε πει και ο μεγάλος αγωνιστής, Μανώλης Γλέζος.
Διαβάστε επίσης: