Η υπόθεση της 23χρονης δολοφονημένης Φαίης στην Κυψέλη δεν έχει απλώς προκαλέσει αποτροπιασμό στην κοινωνία λόγω των φριχτών βασανιστηρίων που υπέστη η νεαρή γυναίκα και μητέρα. Αυτό που προκαλεί ακόμα περισσότερο αποτροπιασμό, αυτό που σφίγγει το στομάχι και εξοργίζει όσους διαβάζουν γι’ αυτή την ιστορία, είναι καταρχάς το μεγάλο χρονικό διάστημα που η Φαίη λειτουργούσε απλώς σαν ένα σάκος του μποξ. Αναρωτιέται κανείς, όταν διαβάζει τις λεπτομέρειες για το τι περνούσε: «να έζησε άραγε όλα αυτά τα χρόνια, έστω μια κανονική, χωρίς βία, ημέρα στη ζωής της;».
Το γεγονός ότι οι εμπνευστές των βασανιστηρίων της ήταν γυναίκες, άνθρωποι δικοί της, οι στενοί της συγγενείς είναι εξίσου φρικιαστικό. Η μητέρα της. Η αδελφή της. Μια μεγαλύτερη γυναίκα στο σπίτι της οποίας διέμεναν. Το κατηγορητήριο που αντιμετωπίζουν είναι βαρύτατο. Περιλαμβάνει κακουργήματα, μεταξύ άλλων για ανθρωποκτονία από πρόθεση, για εμπορία ανθρώπων αλλά και για διακοπή κύησης. Σημειώνεται πως όταν δολοφονήθηκε η 23χρονη Φαίη, κυοφορούσε το τέταρτο παιδί της.
Η σορός της εντοπίστηκε περίπου 500 μέτρα μακριά από το διαμέρισμα στο οποίο φιλοξενούνταν μαζί με τα τρία παιδιά της, την αδελφή της και μία ακόμη γυναίκα ηλικιωμένη, η οποία έμενε σε διπλανό σπίτι και απεβίωσε μετά τον θάνατο της 23χρονης. Όσο ζούσε η Φαίη με τις βασανίστριες της, αυτές την ξυλοκοπούσαν -άγρια σύμφωνα με τη δικογραφία, όταν ήταν έγκυος πηδούσαν πάνω στην κοιλιά της- την έβριζαν, την απειλούσαν, την ανάγκαζαν να επαιτεί και να εκδίδεται.
Ο Χάρης Βεραμόν, ιδιωτικός ντεντέκτιβ με ειδίκευση στις ανθρωποκτονίες, είναι ο ερευνητής που ο πατέρας της Φαίης ανέθεσε τη διερεύνηση της υπόθεσης όταν κατά τον ίδιο, οι αστυνομικοί την είχαν απλώς τοποθετήσει στο συρτάρι. «Αναζητούσα πληροφορίες για αρκετό καιρό, κάποιους μήνες» ξεκινάει να περιγράφει ο ίδιος στο «Κοσμοδρόμιο» και συνεχίζει: «Όχι όμως με τον πατέρα της Φαίης, υπό την έννοια πως η έρευνα ήταν μυστική και δεν μοιράστηκα πληροφορίες με κανέναν. Δόθηκαν απευθείας στην αξιότιμη Βούλα Δημητριάδου, δικηγόρο της υπόθεσης και στη συνέχεια κατατέθηκε μήνυση».
Ο ίδιος λέει πως η διαδικασία της έρευνας ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο γιατί ο κόσμος δεν είναι συνηθισμένος να μιλά σε ερευνητές. Χρειάστηκαν τεχνικές και μεθοδολογία. Επίσης συνάντησα εμπόδια, απειλές και προειδοποιήσεις. Πολλοί μου απαντούσαν ‘Μη με μπλέξεις, μη με ανακατέψεις’, όλα αυτά τα λεκτικά σύνολα που διακατέχουν τους μάρτυρες σε μια υπόθεση. Αυτή η υπόθεση όμως τράβηξε πολύ γιατί η γειτονιά δεν μιλούσε. Κανείς δεν ήθελε να καταθέσει. Όλα από εκεί ξεκινούν». Με τα 3 κεντρικά πρόσωπα –μητέρα, αδερφή, σπιτονοικοκυρά- λέει πως προσπάθησε πολλές φορές να έρθει σε επαφή, όμως : «κρυβόντουσαν. Δεν αντιλήφθηκαν πάντως την έρευνα».
Ο ντεντέκτιβ τονίζει ότι η εν λόγω υπόθεση είναι πολύ ιδιαίτερη. Όπως λέει: «Προσωπικά, τα στοιχεία που μου δημιούργησαν έκπληξη αφορούν το κομμάτι της κακοποίησης. Όλοι γνώριζαν και όλοι φοβόντουσαν να μιλήσουν στην αστυνομία. Τα όσα περνούσε η Φαίη είναι συγκλονιστικά. Κάθε υπόθεση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Εδώ μιλάμε για μια ιστορία όπου εμπλέκονται συγγενείς του θύματος, κι αυτό δεν είναι συχνό φαινόμενο. Το κίνητρο κάποιες φορές είναι σύνθετο, δεν αφορά έναν μονάχα λόγο. Δεν μπορώ όμως να πω κάτι περισσότερο για αυτό, σε αυτό το στάδιο. Η Φαίη ήταν πρόσωπο εκμετάλλευσης. Από εκεί ξεκινούσαν όλα. Η δική μου άποψη είναι πως η μητέρα της είναι ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα και σίγουρα ήταν βίαιη.
«Σαφώς και υπάρχουν γυναίκες που προβαίνουν στη διάπραξη βίαιων εγκλημάτων»
Η Αγγελική Καρδαρά, Δρ. Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ η οποία πριν από λίγο καιρό δημοσίευσε το 7ο βιβλίο της με τίτλο «Έγκλημα & Γυναίκα: Επιστημονικός Λόγος και Μιντιακές Απεικονίσεις για την Εγκληματικότητα και τη Θυματοποίηση Γυναικών»- εκδόσεις Παπαζήση λέει πως η θυματοποίηση των γυναικών συνιστά ένα πολύ σοβαρό, οικουμενικό και με βαθιές ρίζες φαινόμενο.
Ακολουθεί η ανάλυσή της για το φαινόμενο αλλά και για τι περιπτώσεις αυτές όπου το έγκλημα απέναντι σε μια γυναίκα, η γυναικοκτονία δηλαδή όπως επιμένουμε -και καλά κάνουμε- οι γυναίκες να την αποκαλούμε, συντελείται από μια άλλη γυναίκα -και αυτό, κακά τα ψέματα μας πληγώνει πιο πολύ.
«Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί στις σύγχρονες κοινωνίες και παρά την εκτεταμένη ενημέρωση για ζητήματα έμφυλης βίας, βλέπουμε ότι υποθέσεις ακραίας βίας σε βάρος γυναικών, με σύνθετες μάλιστα διαστάσεις και προεκτάσεις, εξακολουθούν να απασχολούν τις κοινωνίες και να διερευνώνται από την επιστημονική κοινότητα. Το μέγεθος της βίας που ασκείται, ακόμα και για χρόνια, σε βάρος γυναικών θυμάτων -σε πολλές από τις περιπτώσεις που εξετάζουμε σε ερευνητικό επίπεδο- προβληματίζει εντόνως και καθιστά επιτακτική την επέκταση της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας, πρωτίστως για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού που βρίσκονται σε κίνδυνο (και μέσα στην ίδια τους την οικογένεια).
Η γυναίκα, βάσει ερευνητικών πορισμάτων, είναι κυρίως θύμα ενδοοικογενειακής βίας, εμπορίας και διακίνησης. Από την άλλη πλευρά η εγκληματικότητα με δράστιδες γυναίκες διαφοροποιείται από την εγκληματικότητα με δράστες άνδρες τόσο ποσοτικά όσο όμως και ποιοτικά. Όταν αναφερόμαστε στο ποσοτικό στοιχείο, εννοούμε το αριθμητικό και εκεί διαπιστώνουμε ότι σε διεθνές επίπεδο εντοπίζεται μικρή συμμετοχή γυναικών στο έγκλημα και ειδικά στο βίαιο έγκλημα. Το πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα τα επόμενα χρόνια σαφώς θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, διότι ήδη παρατηρούμε ότι το έγκλημα αποκτά πιο σκληρές διαστάσεις σε υποθέσεις που μας απασχολούν, με δράστες τόσο άντρες, όσο και γυναίκες αλλά και ανήλικα και πολύ νεαρής ηλικίας άτομα.
Κατ’ αντιστοιχία οι γυναίκες στην Ελλάδα και διεθνώς αποτελούν ένα μικρό ποσοστό στον συνολικό αριθμό των κρατουμένων. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες έγκλειστες σε καταστήματα κράτησης στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αποτελούν διαχρονικά ένα πολύ μικρό ποσοστό στον συνολικό αριθμό των κρατουμένων, της τάξεως περίπου του 5%. To υπόλοιπο 95% αφορά στην εγκληματικότητα ανδρών, συνεπώς είναι δεδομένη η πολύ μεγάλη ποσοτική διαφοροποίηση μεταξύ εγκληματικότητας ανδρών – γυναικών. Επίσης, οι γυναίκες κατηγορούνται, καταδικάζονται και κρατούνται στις φυλακές για λιγότερες κατηγορίες εγκλημάτων σε σύγκριση με τους άνδρες. Στη χώρα μας κρατούνται κυρίως για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και πολύ λιγότερο για εγκλήματα κατά της ζωής.
Εξίσου και οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις είναι εμφανείς. Μεταξύ αυτών των ποιοτικών διαφοροποιήσεων είναι και το γεγονός ότι θύματα της γυναίκας είναι κατά κύριο λόγο μέλη της ίδιας της της οικογένειας και του στενού συγγενικού της περιβάλλοντος (παιδιά, σύζυγοι, αδέλφια, γονείς κλπ.). Αντίστοιχα όμως και η ίδια θυματοποιείται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική της σφαίρα και θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στο σημείο αυτό στα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, για το έτος 2021, σύμφωνα με τα οποία από τον αριθμό των 81.000 γυναικών και κοριτσιών που δολοφονήθηκαν, σε όλο τον κόσμο, 45.000 έχασαν τη ζωή τους από τα χέρια στενών συγγενών, δηλαδή συντρόφων/συζύγων ή άλλων μελών της οικογένειας (γονιών, αδελφών, θείων κλπ.).
Κατά μέσο όρο, επομένως, περισσότερες από πέντε γυναίκες ή κορίτσια δολοφονούνται κάθε ώρα από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, γι’ αυτό είναι πολύ εύστοχη και η φράση που χρησιμοποιείται δημοσιογραφικά ότι ‘ο δολοφόνος μιας γυναίκας συνήθως έχει τα κλειδιά του σπιτιού τη’‘. Οι νυν και οι πρώην σύζυγοι/σύντροφοι είναι μακράν οι πιο πιθανοί δράστες των ανθρωποκτονιών σε βάρος μιας γυναίκας, αντιπροσωπεύοντας κατά μέσο όρο το 65% των ανθρωποκτονιών που σχετίζονται με οικείο σύντροφο και οικογένεια. Συνεπώς, το έμφυλο στοιχείο αυτών των ανθρωποκτονιών είναι έντονο και δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι η γυναίκα ακόμα και στη σύγχρονη εποχή δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις ασφαλής μέσα στο σπίτι της, ως εκ τούτου η ολιστική προσέγγιση της βίας σε βάρος γυναικών είναι απαραίτητη.
Με βάση τα παραπάνω, βλέπουμε, ότι αν και στατιστικά πολύ λιγότερες, σαφώς και υπάρχουν γυναίκες που προβαίνουν στη διάπραξη βίαιων εγκλημάτων. Αυτό είναι αυτονόητο και δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, διότι δεν είναι μηδενική η εγκληματικότητα γυναικών, ούτε η γυναίκα, με τη γέννησή της, κατατάσσεται αυτομάτως σε μια κατηγορία «αγγέλων», παρά μόνο βάσει των κοινωνικών στερεοτύπων αλλά και των κοινωνικών απαιτήσεων προς τη γυναίκα, έχουμε γαλουχηθεί δηλαδή αναμένοντας από τη γυναίκα να ανταποκρίνεται σε πολλαπλούς ρόλους με απόλυτη συνέπεια και υπευθυνότητα και κυρίως να ανταποκρίνεται στις στερεοτυπικές απαιτήσεις του γυναικείου ρόλου. Γι’ αυτό λοιπόν, συμβαίνει το εξής, σύμφωνα με τα πορίσματα της εγκληματολογικής έρευνας και μελέτης διεθνώς: όταν οι γυναίκες εμπλέκονται σε έγκλημα και ειδικά σε βίαιο έγκλημα, εκλαμβάνονται από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως ‘διπλά αποκλίνουσες’, ‘διπλές παραβάτιδες/εγκληματίες’, σε σχέση με τους άνδρες, όχι όμως μόνο γιατί έχουν συγκρουστεί με τον ποινικό νόμο αλλά γιατί ‘συγκρούονται’ με όλα όσα η κοινωνία αναμένει, στερεοτυπικά, από τις γυναίκες να πράξουν . Έτσι, αν και τα ποσοστά της ‘γυναικείας βίαιης εγκληματικότητας’ είναι αρκετά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά εγκληματικότητας των ανδρών, όπως ήδη τονίσαμε, οι κοινωνικές αντιδράσεις στις βίαιες πράξεις των γυναικών είναι συχνά πιο στιγματιστικές, καθώς οι γυναίκες, που αμφισβήτησαν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, θεωρούνται ως ‘απόκλιση της γυναικείας φύσης’.
Εξίσου και οι μιντιακές απεικονίσεις των γυναικών που έχουν εμπλοκή στο έγκλημα είναι συχνά σκληρές, με στιγματιστικούς σε πολλές περιπτώσεις όρους για το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα που εγκληματεί, είναι σύμφωνα με δημοσιεύματα, ‘γεννημένη δολοφόνος‘, ‘αδίστακτη και σαλεμένη Φόνισσα, ‘γυναίκα αράχνη‘, ‘κούκλα του Σατανά‘, ‘μαύρη χήρα‘, ‘ανθρωπόμορφο τέρας‘ κλπ, χωρίς όμως σε κάθε υπόθεση να αναδεικνύονται τα ειδικά χαρακτηριστικά της (δεν έχουν όλες οι υποθέσεις τα ίδια χαρακτηριστικά), ούτε αναδεικνύονται όλοι οι παράγοντες εγκληματογένεσης και η ανάγκη επέκτασης κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, μεταξύ των οποίων βρίσκονται γυναίκες, παιδιά, άτομα τρίτης ηλικίας, άτομα με αναπηρίες που είναι κατά κύριο λόγο τα θύματα βίας και κακοποίησης μέσα στο ίδιο τους το σπίτι από άλλα μέλη της οικογένειας. Έχουμε διερευνήσει μάλιστα υποθέσεις όπου η γυναίκα θύμα έχει μετατραπεί σε δράστιδα -ακόμα και του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας- μετά από χρόνια μακροχρόνιας και εξακολουθητικής κακοποίησής της. Άρα, και οι κοινωνικές διαστάσεις της θυματοποίησης γυναικών είναι σημαντικό να αναλύονται σε κάθε περίπτωση που μας απασχολεί.
Μεταξύ των παραγόντων που κρατούν ακόμα και για χρόνια σε ένα βίαιο και κακοποιητικό περιβάλλον μια γυναίκα είναι οι ακόλουθοι:
– Ο φόβος για τη σωματική της ακεραιότητα.
-Η απειλή, η οποία μπορεί να αφορά σε απειλή εξόντωσής της, απειλή ότι θα της αφαιρέσουν την επιμέλεια των παιδιών σε περιπτώσεις που υπάρχουν παιδιά, απειλή ότι θα της προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στη δουλειά της, ότι θα την ‘αφανίσουν’ κοινωνικά κλπ.
-Η εξάρτηση της γυναίκας από τον κακοποιητή/τους κακοποιητές της. Η εξάρτηση μπορεί να λαμβάνει ποικίλες μορφές, όπως συναισθηματική, ψυχολογική, οικονομική, κοινωνική κλπ.
-Η ευαλωτότητα στην οποία μπορεί να βρίσκεται η γυναίκα σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής της, όπως για παράδειγμα μετά τη γέννηση του παιδιού της, μετά από κάποιο πολύ σοβαρό γεγονός που έχει λάβει χώρα στη ζωή της κλπ.
-Η εξάρτηση από ουσίες ή/και η κατάχρηση αλκοόλ.
-Οξύτατα κοινωνικά ζητήματα, οικονομικά προβλήματα, ζητήματα ψυχικής υγείας κλπ.
Συνεπώς, οδηγούμαστε σε μια κρίσιμης σημασίας διαπίστωση, ότι δεν αρκεί να πούμε σε μια γυναίκα να απομακρυνθεί από το κακοποιητικό περιβάλλον, αλλά μέσω της κοινωνικής υποστήριξής της, μέσω της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας, να ενδυναμωθεί αυτή η γυναίκα και να της δοθούν όλα τα απαραίτητα εφόδια ώστε να απομακρυνθεί από ένα περιβάλλον που δύναται να απειλήσει τη σωματική της ακεραιότητα και την ψυχική της υγεία.
Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι οι ισχυρότατοι κοινωνικοί κλυδωνισμοί αφήνουν το αποτύπωμά τους στο έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο. Είναι αναγκαίο να εμβαθύνουμε σε κάθε υπόθεση, φωτίζοντας σκοτεινές πτυχές και διαστάσεις της και να αναδεικνύουμε παράλληλα τις κοινωνικές διαστάσεις και προεκτάσεις της».