Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών από το 12% στο 10% για 27 εκατομμύρια εργαζομένους με ετήσιο εισόδημα από 12.570-50.270 λίρες (περίπου 14.450-57.750 ευρώ) αλλά και περικοπή των κοινωνικών επιδομάτων προβλέπει το πακέτο μέτρων του φθινοπωρινού προϋπολογισμού με υποτιθέμενο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων στην «πράσινη οικονομία» και τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταξύ άλλων σε βάρος των εργαζομένων και των ανέργων και όσων έχουν ανάγκη από τις υπηρεσίες πρόνοιας.
Ειδικότερα, προβλέπεται αύξηση κατά 10% του κατώτατου μισθού, με το ωρομίσθιο σήμερα να ξεκινά από τις 10,42 λίρες (12 ευρώ), από τον Απρίλιο του 2024. Τότε θα φθάσει τις μόλις 11,44 λίρες (13,15), γεγονός που ο υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ και η κυβέρνηση διατυμπάνισε σαν «τη μεγαλύτερη αύξηση» που έχει δοθεί ποτέ».
Ο Χαντ έδωσε έμφαση στις φορολογικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων, ύψους 11 δισεκ. λιρών, ικανοποιώντας ένα από τα αιτήματα των εργοδοτών όπως τα είχαν διατυπώσει σε πρόσφατη, ανοιχτή επιστολή τους πριν μερικές ημέρες.
«Για κάθε εκατομμύριο που επενδύει μια εταιρία, θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους της κατά 250.000 λίρες την ίδια χρονιά», είπε ο υπουργός.
Την περασμένη εβδομάδα το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι θα ενισχύσει με 4,5 δισεκ. λίρες οκτώ τομείς της βιομηχανίας, όπως τις πράσινες τεχνολογίες, την αυτοκινητοβιομηχανία, την αεροναυπηγική κ.α.
Η μεγαλύτερη εργοδοτική οργάνωση, η CBI, χαιρέτισε τις αποφάσεις που, όπως λέει, «αλλάζουν τα δεδομένα» για τη βρετανική οικονομία.
«Για κάθε εκατομμύριο που επενδύει μια εταιρία, θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους της κατά 250.000 λίρες την ίδια χρονιά», είπε ο υπουργός.
Από την πλευρά της, η σκιώδης υπουργός Οικονομικών των Εργατικών, Ρέιτσελ Ριβς, εκτίμησε ότι «τίποτα από αυτά που ανακοινώθηκαν σήμερα δεν θα αντισταθμίσει, με κανέναν τρόπο», την κρίση του κόστους διαβίωσης που πλήττει τα βρετανικά νοικοκυριά.
Κριτική στα μέτρα του φθινοπωρινού προϋπολογισμού δεν ασκούν μόνον οι Εργατικοί αλλά και οικονομολόγοι και ιδρύματα οικονομικών μελετών και αναλύσεων.
Το ινστιτούτο «Institute for Fiscal Studies» (IFS) ανακοίνωσε πως χρειάζονταν «πιο οξείς και σκληρές» μειώσεις σε άλλα κονδύλια του προϋπολογισμού κατηγορώντας τον Τζέρεμι Χαντ πως κληροδοτεί ένα «μεγάλο πρόβλημα» στον διάδοχό του, που θα παραλάβει τη σκυτάλη μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές που προβλέπεται να διεξαχθούν εντός του 2024.
Ο διευθυντής του IFS, Πολ Τζόνσον, δήλωσε πως η νέα λιτότητα που περιμένει το βρετανικό λαό θα είναι «ακόμη πιο σκληρή» από εκείνη που έφερε η προηγούμενη κυβέρνηση του υπουργού Οικονομικών Τζορτζ Όζμπορν από το 2010-16 επί του τότε πρωθυπουργού Ντέβιντ Κάμερον (που εδώ και λίγες μέρες ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών).
Ο Τζόνσον ανέφερε πως τότε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Τζ. Όζμπορν είχε κάνει βαθιές περικοπές στα κονδύλια του προϋπολογισμού ενώ ξεδιπλωνόταν η οικονομική κρίση του 2008-2009 ενώ είχαν προηγηθεί «μεγάλες αυξήσεις στις κρατικές δαπάνες».
«Ο κύριος Χαντ ή ο διάδοχός του δεν θα έχουν τέτοια πολυτέλεια» κατέληξε ο Πολ Τζόνσον, προβλέποντας πως θα αντιμετωπίσουν «τους γονείς του μεγάλου πονοκεφάλου όταν θα πάρουν σκληρές αποφάσεις σε ένα ή δύο χρόνια».
Επισήμανε επίσης πως οι φορομειώσεις που ανακοίνωσε την Τετάρτη ο Τζέρεμι Χαντ και η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ «όπως το 2% στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και φοροαπαλλαγές 11 δις. στερλινών για τις επιχειρήσεις, «έγιναν με αντίτιμο πολύ σοβαρές μειώσεις δημοσίων δαπανών σε άλλους τομείς της ζωής» όπως οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι υπηρεσίες φυλακών, τα δικαστήρια και τα επιδόματα συνταξιούχων.