Η σύγκρουση στη Γάζα, όπως έχουμε ξαναγράψει, έχει προξενήσει πολλές οικονομικές απώλειες στο Ισραήλ. Είναι γνωστό πως σε σημαντικό βαθμό η οικονομία του ισραηλινού κράτους βασίζεται στη σχέση δουλοπαροικίας και απαρτχάιντ που έχει επιβάλλει στον καταπιεσμένο παλαιστινιακό λαό.
Εργαζόμενοι και πολίτες β’ κατηγορίας, που αναγκαζόταν καθημερινά να διαβαίνουν τα σημεία ελέγχου για φθηνά εργατικά χέρια στην ανάπτυξη ενός κράτους, που χρησιμοποιεί τα κέρδη του μόχθου τους για να παράγει και να αγοράζει όπλα ώστε να συνεχίσει την πολιορκία και την καταστολή. Οι συγκρούσεις όμως στη Γάζα, αλλά και πλέον οι επιθέσεις και συλλήψεις στη Δυτική Όχθη, που απαίτησαν την επιστράτευση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού του Ισραήλ και σταμάτησαν την εργασία των Παλαιστινίων, δημιούργησε για το Τελ Αβίβ την ανάγκη εξεύρεσης νέου φθηνού εργατικού δυναμικού για να μη σταματήσει η οικονομική δραστηριότητα και να καλυφθούν τα ελλείμματα από τα 260 εκατ. δολάρια που κοστίζει κάθε ημέρα πολεμικής δράσης.
Και νέοι δουλοπάροικοι, πέρα από τους Παλαιστίνιους, όπως φαίνεται υπάρχουν. Άλλωστε, είναι γνωστή η ρατσιστική αντιμετώπιση που αντιμετωπίζουν οι επήλυδες Εβραίοι της Αιθιοπίας, ή της Υεμένης ή τους αγώνες για ίσα δικαιώματα των Μιζράχι Εβραίων της Μέσης Ανατολής, που στο σύγχρονο κράτος του Ισραήλ αποτελούν τους παρίες του Ιουδαϊσμού. Όπως και οι Ταϊλανδοί εργάτες, κυρίως στον αγροτικό τομέα, που βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά στην τελευταία επίθεση της Χαμάς και η ιστορία τους βρήκε δημοσιότητα, στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Βέβαια, για αυτά εκείνοι που μετρούν είναι μόνον οι δυτικοί ή ισραηλινοί όμηροι -όπως και δεν μετρούν εκείνα τα θύματα που ακόμη και σύμφωνα με ισραηλινά ΜΜΕ ή ειλικρινείς μαρτυρίες και ομήρων και άλλων πηγών σκοτώθηκαν από τις ισραηλινές δυνάμεις που αδιάκριτα έβαλαν κατά «δικαίων και αδίκων». Όμως 40 από αυτούς τους Ταϊλανδούς εργάτες βρήκαν τον θάνατο, 30 βρέθηκαν όμηροι -23 από αυτούς απελευθερώθηκαν στο πλαίσιο της εκεχειρίας. Σε κάθε ανακοίνωση για εκεχειρία ακολουθεί κι ένας στεναγμός ανακούφισης για την κυβέρνηση της Ταϊλάνδης, η οποία αποσύρει, ή συμβουλεύει ανάλογα, τους εργαζομένους της από το Ισραήλ.
Τώρα το Ισραήλ στρέφεται αλλού για να αντικαταστήσει τα φθηνά χέρια που του λείπουν. Και ας είναι ευλογημένη η φτώχεια που το νεοαποικιακό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει φροντίσει να εξαπλωθεί σε πολλά σημεία του κόσμου. Έτσι, βρίσκονται πρόθυμα κράτη, όπως το Μαλάουι για παράδειγμα, το τέταρτο φτωχότερο κράτος στον κόσμο, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, που μάλιστα υποτίμησε πρόσφατα το νόμισμά του κατά 30% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Ένα κράτος που με κυβερνητική βούλα, συμφώνησε να προμηθεύει με εργάτες το Ισραήλ, ώστε να διασωθεί η αγροτική παραγωγή του. Το περασμένο Σάββατο, 221 νέοι από το Μαλάουι έφυγαν από το Λιλόνγκουε, την πρωτεύουσα, για το Τελ Αβίβ για να εργαστούν σε ισραηλινές φάρμες. Τη στιγμή που μαίνονται οι συγκρούσεις στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, περίπου 7.800 από τους 30.000 ξένους εργάτες έχουν φύγει άρον-άρον από το Ισραήλ (οι υπόλοιποι ακριβώς λόγω φτώχειας παραμένουν εγκλωβισμένοι), το οποίο επειγόντως αναζητεί εργατικό δυναμικό.
Ευτυχώς για το Τελ Αβίβ, η έλλειψη οποιασδήποτε προσδοκίας για επιβίωση (ούτε καν ευημερία) σε χώρες όπως το Μαλάουι, καθιστά το κράτος του Ισραήλ θελκτικό προορισμό για εργασία, ακόμη και υπό πολεμικές συνθήκες!
«Αρχικά σκεφτόμαστε να στείλουμε περίπου 5.000 άτομα», δήλωσε την περασμένη Τρίτη στο βρετανικό BBC ο υπουργός Πληροφοριών του Μαλάουι, Μόζες Κουνκούγιου. Όπως επίσης τόνισε το υπουργείο Εργασίας της χώρας, η συναλλαγματική κρίση, ο πληθωρισμός και η άνοδος τιμών, μετατρέπουν την «εξαγωγή» εργατικού δυναμικού σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, σ’ έναν μονόδρομο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τους νέους και την εισροή συναλλάγματος για το έθνος και αυτό έχει γίνει εδώ και πολύ καιρό. Όπως τόνισε η ίδια πηγή, μέρος του μισθού που θα λαμβάνουν θα καλύπτει το κόστος διαβίωσής τους στο Ισραήλ, ενώ το υπόλοιπο θα αποσταλεί σε προσωπικούς λογαριασμούς στο Μαλάουι για την ενίσχυση του ξένου συναλλάγματος.
Η συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Μαλάουι έρχεται μετά την πρόσφατη χορήγηση 60 εκατομμυρίων δολαρίων (54 εκατ. ευρώ) για την οικονομική ανάκαμψη της αφρικανικής χώρας, της οποίας η ανάπτυξη έχει παραμείνει στάσιμη και όπου οι μακροοικονομικές ανισορροπίες αυξάνονται, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Βέβαια, η συμφωνία έχει πυροδοτήσει μύδρους κατά του προέδρου του Μαλάουι, Λάζαρους Τσακβέρα. Το Ισραήλ βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και οι κίνδυνοι για τους πολίτες του Μαλάουι που θα εργάζονται εκεί είναι μεγάλοι. Επίσης, όλους προβληματίζει η έλλειψη διαφάνειας που περιβάλλει τη διαπραγμάτευση του προέδρου. Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Κοντουάνι Νανκχουμούα καταδίκασε τη συμφωνία την περασμένη εβδομάδα στο Κοινοβούλιο, χαρακτηρίζοντάς την «κακή συναλλαγή». «Γιατί η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή τόσων πολλών νέων ανθρώπων μας; Το γεγονός ότι άλλες χώρες όπως η Ταϊλάνδη αποσύρουν την εργασία τους από το Ισραήλ δείχνει υψηλό επίπεδο κινδύνου», πρόσθεσε.
Αλλά και η Χαμίμπα Οσμάν, εκτελεστική διευθύντρια της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Μαλάουι, εξέφρασε τις ίδιες ανησυχίες για την αδιαφάνεια στη συμφωνία και ζήτησε να δοθούν εγγυήσεις πως «δεν υπάρχουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ιδίως σε ένα κράτος που στο παρελθόν έχει επικριθεί για τις διακρίσεις στους ξένους εργάτες. Όπως επιβεβαίωσε η Οσμάν στην El País, ένα άλλο ισραηλινό αεροπλάνο προσγειώθηκε το βράδυ της Τρίτης στο αεροδρόμιο του Λιλόνγκουε, αν και δεν υπάρχουν ακόμη πληροφορίες για το πότε θα απογειωθεί.
Κάποιοι από τους ήδη εργαζόμενους σε μία φάρμα στο Ισραήλ -που δεν θέλησαν να κατονομασθούν- τόνισαν πως από το Μαλάουι έχουν φθάσει τρεις πτήσεις από το περασμένο Σάββατο, με περίπου 350 εργάτες, που έχουν διανεμηθεί σε διάφορα σημεία. Κάθε μέρα οι Ισραηλινοί τους μεταφέρουν με λεωφορεία στα χωράφια για να συλλέγουν και συσκευάζουν φρούτα. Όπως πρόσθεσε, γνωρίζουν πως η κατάσταση είναι δύσκολη, αλλά οι ίδιοι αισθάνονται ασφαλείς.
Εκτός από τις συνθήκες ασφαλείας, η αντιπολίτευση και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν εκφράσει ανησυχία για τις συνθήκες εργασίας που θα έχουν οι πολίτες του Μαλάουι στο Ισραήλ, μια χώρα που έχει επικριθεί για καταχρήσεις σε ξένους αγροτικούς εργάτες, όπως ανέφερε έκθεση της Human Rights Watch το 2015. Όμως η τοπική κυβέρνηση υπερασπίζεται τη συμφωνία και το υπουργείο Εργασίας διαβεβαιώνει τα τοπικά ΜΜΕ πως οι νέοι αυτοί θα βρίσκονται «σε πιστοποιημένα και εγκεκριμένα μέρη, ταξινομημένα ως κατάλληλα και ασφαλή περιβάλλοντα, με υγειονομική ασφάλιση και συμφωνίες επαναπατρισμού». Μάλιστα, οι αρχές έχουν αποδυθεί σε μία εκστρατεία ενημέρωσης, σε διάφορα μέρη της χώρας, για να διαφημίσουν το εγχείρημα και τους όρους των συμβάσεων. Σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα Times, η κυβέρνηση επισήμως αρνείται πως γίνεται «στρατολόγηση» -με αφορμή την είδηση για μία τέτοια συνάντηση στο δημοτικό σχολείο Chiwoko, στο Λιλόνγκουε. Εκεί οι κρατικοί απεσταλμένοι εξηγούσαν πως η αποστολή συνίσταται στη συλλογή φρούτων και λαχανικών στο Ισραήλ, με εγγυημένα 3ετή συμβόλαια, 8ωρο και μισθό 1.400 ευρώ τον μήνα. Τουλάχιστον αυτό διαβεβαίωνε ένας νεαρός όπου οι κρατικοί στρατολόγοι εξήγησαν ότι η αποστολή των ανθρώπων που ταξιδεύουν στο Ισραήλ θα ήταν να μαζεύουν φρούτα και να περιποιούνται φυτά και λαχανικά, κυρίως στο θερμοκήπια. Τους εγγυάται τριετές συμβόλαιο, οκτάωρο και μισθό σχεδόν 1.400 ευρώ το μήνα, σύμφωνα με αυτές τις πηγές. Όσοι εργαζόμενοι ερωτήθηκαν σχετικά, επιβεβαίωσαν πως οι συνθήκες εργασίας πάνω-κάτω είναι αυτές.
Βέβαια, δεν είναι τυχαίο που το Ισραήλ απευθύνθηκε στο Μαλάουι. Γιατί δεν αρκούν οι κάκιστες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη χώρα για να επιτευχθεί διακρατικά μία τέτοια συμφωνία. Οι δύο χώρες διατηρούν αγαστές σχέσεις από το 1964 και οι οποίες δεν έχουν διακοπεί έκτοτε. Ακόμη και σε καιρούς που πολλές αφρικανικές χώρες διέκοψαν τους δεσμούς τους με το εβραϊκό κράτος μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, το Μαλάουι παρέμεινε σταθερός φίλος του Ισραήλ. Εξάλλου, το 2020, το Μαλάουι ανακοίνωσε την πρόθεσή του να γίνει η πρώτη αφρικανική χώρα που θα λειτουργήσει πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ. Μία απόφαση, που μολονότι δεν έχει κυρωθεί, έχει ιδιαίτερη και σημαντική διπλωματική βαρύτητα.
Η πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας εξακολουθεί να διατηρεί τις πρεσβείες της στο Τελ Αβίβ (τη εξαιρέσει των ΗΠΑ που επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ μετέφερε την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ το 2018), καθώς δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία του Ισραήλ στο ανατολικό τμήμα της πόλης, που κατελήφθη το 196. Ακόμη, η διεθνής κοινότητα πιστεύει ότι το καθεστώς της ιερής πόλης πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης που περιλαμβάνει μια δίκαιη ειρήνη για τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους. Κάτι, που η σημερινή σύρραξη και η ανισοβαρής υποστήριξη της Δύσης στο Ισραήλ, αλλά και οι πολεμικές ορέξεις του Ισραήλ για επεκτατισμό, μπορεί να το αλλάξει.