Την καλημέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις,
Ας πούμε πως τη λέγανε Φραντζέσκα Καβαλούτσι. Η κυρά Φραντζέσκα κατοικούσε στην περιοχή του Αγίου Παύλου από τότε που έμενε εδώ η Βουγιουκλάκη και που ήταν ανοιχτή η Finos Films. Γύρω στα 19, την άφησε έγκυος ένας Αμερικάνος ναυτικός. Ο άνθρωπος αυτός της κατέστρεψε τη ζωή. Τον μισούσε γι’ αυτό. Όταν εξαφανίστηκε, ήταν δύο μηνών έγκυος. Ήταν η εποχή που η περιοχή είχε αρχίσει να αλλάζει χαρακτήρα.
Η κυρά Φραντζέσκα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στο κέντρο της Αθήνας. Τα αυτοκίνητα κορνάρανε στο πέρασμά της και οι πεζοί διέκοπταν το σουλάτσο τους μόνο και μόνο για να της σφυρίξουν πρόστυχα. Τα γράμματα δεν τα έπαιρνε. Υπό την πίεση του στρατηγού πατέρα της προσπάθησε να τελειώσει το σχολείο και να γίνει δακτυλογράφος. Ο πατέρας της πέθανε πριν προλάβει να τη δει να επιτυγχάνει τον στόχο που ο ίδιος έθεσε για κείνη. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες που ήξεραν να χρησιμοποιούν τη γραφομηχανή.
Όταν την παράτησε ο Αμερικάνος, η κυρά Φραντζέσκα αναγκάστηκε να ανακοινώσει τα μαντάτα στη μάνα της. Μια βδομάδα αργότερα η αυστηρή και καταπιεσμένη μητέρα της πέθανε από καρδιά. Η κυρά Φραντζέσκα έμεινε να πιστεύει πως την σκότωσε η ντροπή της. Ώσπου να φτάσει στον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της είχε βάλει σκοπό της ζωής της να βρει δουλειά. Πήρε σβάρνα όλα τα γραφεία, τα ιατρεία, τις υπηρεσίες που μπορούσε να σκεφτεί πως πιθανόν να ψάχνανε για γραμματέα. Τα αφεντικά της όμως – που ήταν όλα ανεξαιρέτως παντρεμένα – μέσα στα πρώτα εικοσιτετράωρα της συνεργασίας τους της πιάνανε τον κώλο.
Είχε αρχίσει να πιστεύει πως δε θα καταφέρει να επιβιώσει δίχως άντρα, ούτε εκείνη, ούτε το παιδί. Κάποια στιγμή σκέφτηκε «μόνο απ’ το μουνί μου μπορώ να βγάλω λεφτά». Το σκέφτηκε αυτό μια μέρα στην Ιάσωνος. Τη στιγμή που η σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό της, η κυρά Φραντζέσκα στεκόταν μπροστά από ένα μπουρδέλο. Κάποια γυναίκα πετούσε τα βρομόνερα απ’ το μπαλκόνι και μια άλλη στεκότανε στην είσοδο μετρώντας την ημερήσια είσπραξη.
Η κυρά Φραντζέσκα μπήκε μέσα. «Ψάχνω δουλειά. Ξέρω να κρατάω βιβλία και να γράφω στη γραφομηχανή» είπε της τσατσάς. «Να γαμιέσαι ξέρεις;» τη ρώτησε εκείνη. Η κυρά Φραντζέσκα άνοιξε το παλτό της και άφησε την κοιλιά της να φανεί. «Ξέρω», απάντησε. «Τι να σε κάνω μωρή γκαστρωμένη;» τη ρώτησε η τσατσά και έπιασε το τσιγάρο της με τον δείκτη και τον αντίχειρα προκειμένου να το σβήσει στο κούφωμα της πόρτας. «Να με πάρεις οικονομική διαχειρίστρια», της είπε. Η άλλη γέλασε φανερώνοντας μια σειρά από σπασμένα δόντια και έδειξε έναν τύπο με δερμάτινο μπουφάν που καθότανε σε μια πολυθρόνα λίγο πιο πίσω από την πόρτα του χολ. «Έχουμε άνθρωπο γι αυτό το πόστο» της είπε. «Άντρα; Και τον εμπιστεύεσαι να σου κάνει τέτοια δουλειά; Τέλος πάντων εγώ θα έρχομαι εδώ μέχρι να με προσλάβεις» της είπε κουμπώνοντας το παλτό της. Δύο βδομάδες αργότερα ο τύπος με το δερμάτινο πέθανε σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Είχαν αδειάσει τουλάχιστον τρία περίστροφα πάνω του. Την επόμενη η κυρά Φραντζέσκα πήρε τη δουλειά. Έτσι κατάφερε να ζήσει η ίδια και να μεγαλώσει το παιδί της, ώσπου το έστειλε στα καράβια να γίνει ναυτικός, σαν τον πατέρα του.Το έβλεπε μια φορά στα δύο χρόνια.
Η κυρά Φραντζέσκα είχε τη φήμη της αφ’ υψηλού στην περιοχή. Πάντα μιλούσε στον πληθυντικό, εκείνον της αποστάσεως, όχι της ευγενείας. Απέφευγε τις απαντήσεις σε προσωπικές ερωτήσεις και οι φήμες έλεγαν πως ποτέ κανείς δεν την είχε δει να βάζει άντρα στο σπίτι της. Από τότε που την είδα τη συμπάθησα. Φορούσε πάντα ταγέρ και ήταν περιποιημένη. Κόντευε τα 90 αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε το κραγιόν της όταν έβγαινε απ’ το σπίτι. Τις Τετάρτες που είχε λαϊκή κουβαλούσε τις τσάντες με τα ψώνια ως την είσοδο της πολυκατοικίας. Αν και ποτέ της δεν είχε ζητήσει βοήθεια, πάντα της τα ανέβαζα ως τον τέταρτο.
Κάποια Τετάρτη λοιπόν τη ρώτησα πώς και δεν παντρεύτηκε ποτέ. «Τους φοβήθηκα τους άντρες, ομορφιά μου. Έχουν μια τάση να σε λεηλατούν και μετά να σε εγκαταλείπουν στη θλίψη που οι ίδιοι σου προκάλεσαν. Όσες φορές ερωτεύτηκα, τις εξής τρεις δηλαδή, έμεινα να νιώθω μια φοβερή μοναξιά, εκείνη του εγκαταλειμμένου παιδιού οποιασδήποτε ηλικίας. Η λύπη για πράγματα που δεν ειπώθηκαν, για την αδυναμία μου να μοιραστώ ή ακόμα και να αναγνωρίσω τη δικιά τους αδυναμία με τον καιρό μου πέρασε. Κατάλαβα το αναπόφευκτο του κάθε θανάτου. Όλοι τους πέθαιναν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ξέρεις, η εγκατάλειψη σημαίνει πάντα απόσταση ανάμεσα σε εσένα και σ’ αυτόν που θες να σε θέλει. Η απόσταση όμως μικραίνει τους ανθρώπους. Κάποιος διαλύεται και κάποιος κατακτά τον ρόλο του μαλάκα. Όσο απομακρύνεσαι μικραίνεις, χάνεσαι στον ορίζοντα των γεγονότων. Περίμενα και φοβόμουν αυτούς τους θανάτους όλη μου τη ζωή. Έμεινα μόνη για να μη μικρύνω. Έμεινα μόνη για τον γιό μου», μου είπε και έμεινα να κοιτώ στα μάτια τη γυναίκα, που όλοι χαρακτήριζαν «καβαλημένη» και απόμακρη και που ήταν σαφές πως υπέφερε από χρόνια μοναξιά προκειμένου να αποφύγει την συναισθηματική λεηλασία.
Πέθανε χθες, λιγότερο μόνη απ’ τους άντρες που τη λεηλάτησαν. Στην κηδεία της εμφανίστηκαν διακόσιοι νοματαίοι. Όλοι κουβέντιαζαν πόσο τους στήριξε οικονομικά χωρίς να πει ούτε λέξη.
Στη μνήμη της πιο ανοιχτοχέρας «καβαλημένης» του αθηναϊκού κέντρου
Απ’ τον θλιμμένο Άγιο Παύλο
Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα