Υπάρχει σήμερα στην ελληνική καθημερινότητα μια «πανδημία βίας», «μια εντεινόμενη κουλτούρα βίας, η οποία αυξάνει τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των περιστατικών σε κάθε κοινωνικό χώρο»; Είναι αλήθεια ότι το κυρίαρχο στοιχείο αυτής της καθημερινότητας είναι η «κουλτούρα βίας και απείθειας» στις νεανικές ηλικίες; Είναι αλήθεια ότι η «όξυνση της βίας με αθλητικό υπόβαθρο» είναι εξίσου σημαντικό στοιχείο της ελληνικής καθημερινότητας, με πρωταγωνιστές «αφηνιασμένες συμμορίες που βγαίνουν για να σκοτώσουν, συμμορίες με δραστηριότητα τόσο στο ποινικό έγκλημα, όσο και με σύνδεση με την ακροδεξιά και με τον αναρχικό και τον αντιεξουσιαστικό χώρο»; Επικρατούν πράγματι στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες απόψεις οι οποίες υπαγόρευαν αλλαγές στο ποινικό μας σύστημα οι οποίες «έτειναν κυρίως στην προστασία των δικαιωμάτων αυτών που εγκληματούν», αντιλήψεις για το κράτος δικαίου εξαιτίας των οποίων «ξεχάστηκε τελείως ότι εκτός από τα δικαιώματα αυτών που εγκληματούν, υπάρχουν και τα δικαιώματα των θυμάτων, υπάρχουν και τα δικαιώματα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία θέλει να ζει ειρηνικά», «δικαιώματα των Ελλήνων, τα οποία αγνοήθηκαν επί πάρα πολλά χρόνια»;
Σύμφωνα με τις ομιλίες των υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Δικαιοσύνης κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, από τις οποίες προέρχονται τα παραπάνω αποσπάσματα, αυτή είναι σήμερα η πραγματικότητα στο πεδίο της δημόσιας ασφάλειας και τάξης στην Ελλάδα. Αναμφίβολα είναι μια αντίληψη της πραγματικότητας, η οποία ανταποκρίνεται στις επείγουσες ανάγκες της κυβέρνησης να διαχειριστεί τις αντιδράσεις των αστυνομικών ενόψει του σοβαρότατου τραυματισμού του συναδέλφου τους, ο οποίος νοσηλεύεται σε εξαιρετική κρίσιμη κατάσταση μετά τη φονική ρίψη ναυτικής φωτοβολίδας από ομάδα οπαδών σε αθλητικό γεγονός στου Ρέντη, και την κατακραυγή του νομικού και επιστημονικού κόσμου μετά την κατάθεση σε δημόσια διαβούλευση της «παρέμβασης» του Υπουργείου Δικαιοσύνης με σκοπό την περαιτέρω αυστηροποίηση του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου.
Η συζήτηση στη Βουλή όμως έλαβε χώρα σε μια πολύ πυκνότερη συγκυρία, η οποία περιλαμβάνει ως στοιχεία και τον απόηχο του φόνου του Μιχάλη Κατσουρή σε επίθεση περιφερόμενων ακροδεξιών τραμπούκων στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά και του φόνου του Χρήστου Μιχαλόπουλου από την αστυνομία κατά την καταδίωξη αυτοκινήτου στο Λεοντάρι, τέταρτο τέτοιο περιστατικό μέσα σε δύο μόλις χρόνια. Εξίσου αναπόσπαστο στοιχείο είναι και οι κυβερνητικές επιλογές, από το φορολογικό νομοσχέδιο και τις παρεμβάσεις στον αστικό χώρο του κέντρου της Αθήνας έως το νέο γύρο εκκενώσεων καταλήψεων, επιλογές που έχουν δημιουργήσει συνθήκες αντιπαράθεσης με διάφορες κοινωνικές ομάδες και πολιτικούς χώρους, και συνεπώς αφορμές για κινητοποιήσεις, οι οποίες δεν είναι απίθανο να κλιμακωθούν στο άμεσο μέλλον.
Ωστόσο η πολιτική μηχανή της Νέας Δημοκρατίας είναι εστιασμένη στην προώθηση του δόγματος «νόμος και τάξη», το οποίο είναι ένα καλοκουρδισμένο εργαλείο στο πλαίσιο της εμπέδωσης της ευρύτερης πολιτικής της, ακριβώς επειδή αποτελεί και ένα εργαλείο διαμόρφωσης της αντίληψης της πραγματικότητας. Αυτό λειτουργεί σε αγαστή αρμονία και με τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τα τελευταία αυτή την εποχή έχουν εξαπολύσει μια ομοβροντία κάλυψης διαφόρων περιστατικών βίας, η οποία, παρά την ποικιλία των περιστατικών αυτών, φαίνεται πως οδηγεί τη συζήτηση περισσότερο γύρω από την υποτιθέμενη παραβατικότητα των νέων, παρά τη γενική εξέλιξη της εγκληματικότητας.
Για τα χαρακτηριστικά του δόγματος «νόμος και τάξη», το οποίο σε τελική ανάλυση δεν αποτελεί πρωτοτυπία της Νέας Δημοκρατίας, αλλά δοκιμασμένη στρατηγική της δεξιάς σε κάθε περίπτωση νεοφιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης διεθνώς, έχουν ήδη γραφτεί πολλά. Η ουσία του: προώθηση των πολιτικών που ευνοούν τα συμφέροντα των ισχυρών μέσα από την καλλιέργεια φόβου, ανασφάλειας και ανταγωνισμών σε μια κοινωνία, η οποία βρίσκεται ήδη σε συνθήκες σύγχυσης και απορρύθμισης, καθώς ιστορικές οικονομικές και θεσμικές κατακτήσεις των πολλών υφίστανται συστηματική κατεδάφιση. Τα μέσα του: η δημιουργία διχασμών και εσωτερικών εχθρών, η επιθετική αστυνόμευση του δημόσιου χώρου, η εντατικοποίηση και αυστηροποίηση της ποινικής καταστολής.
Η δεξιά και η αντίδραση βεβαίως ουδέποτε έχουν πρόβλημα να επιστατούν σε κοινωνίες στις οποίες διεξάγεται πόλεμος όλων εναντίων όλων, γιατί σε αυτές επικρατεί πάντα το δίκαιο του ισχυρού, ο βούρδουλας και το στανιό. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς ανακριβές πως οι αντιλήψεις για το τί αποτελεί «δημοκρατικό κράτος δικαίου» στη σύγχρονη εποχή έχουν κάπως μετακινηθεί από το παράδειγμα της ζούγκλας. Αυτό σημαίνει πως αυτές οι πολιτικές πρέπει επιτέλους να αποτιμηθούν με βάση το κόστος που έχουν για τις αξίες της δημοκρατίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, με απλά λόγια, το κόστος που συνεπάγονται με βάση τις ευρύτερα αποδεκτές αντιλήψεις για το τι θα όφειλε να αποτελεί δίκαιη, βιώσιμη και εύρυθμη κοινωνία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και ευρύτερα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία.
Χρειάζεται εδώ μια υπέρβαση των περιχαρακώσεων γλώσσας και αντίληψης που αναπόφευκτα χαρακτηρίζουν την πολιτική διαπάλη: καθένας μας, νομίζω, ανεξάρτητα από το τι πιστεύει και πως οραματίζεται τον κόσμο στον οποίο θα ήθελε να ζει, μπορεί εν πάση περιπτώσει να συνομιλήσει με άλλους με αναφορά στο θεσμικό κεκτημένο της υπαρκτής «φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας». Ακόμη και με βάση αυτό το πενιχρό κριτήριο πολιτισμού, η πραγματικότητα που έχει αναδυθεί στη σημερινή Ελλάδα είναι μια καθαρή διαστροφή.
Πάρτε για παράδειγμα την τροπή της δημόσιας συζήτησης μετά το φόνο του 17χρονου Ρομά Χρήστου Μιχαλόπουλου, ένα περιστατικό το οποίο υπό οποιαδήποτε έννοια και λειτουργία αστυνομίας σε «φιλελεύθερο κράτος δικαίου» δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ. Όχι ο πυροβολισμός, η καταδίωξη καν με αυτή τη μορφή. Μπορεί οποιοσδήποτε έλλογος άνθρωπος να συμφωνήσει ότι η αρμοδιότητα της αστυνομίας να υποβάλλει σε τροχαίο έλεγχο πολίτη, έστω και αν αυτός δεν έχει συμμορφωθεί προς τις οδηγίες των αστυνομικών υπαλλήλων ή έχει παραβιάσει όρια ταχύτητας και κανόνες οδικής συμπεριφοράς, έχει ανώτερη αξία από τη ζωή του πολίτη αυτού; Ότι το μέτρο της αξίας της ανθρώπινης ζωής είναι τα επίπεδα αδρεναλίνης του διώκτη της;
Και όμως, πέρα από τις φτηνές κυβερνητικές εξηγήσεις, των οποίων η μόνη αξία συνήθως είναι να μη διαταραχθεί η παραδοσιακή σχέση της δεξιάς με το προσωπικό της αστυνομίας, αυτό που παρακολουθήσαμε στα μέσα ενημέρωσης ήταν, στις κωμικότερες περιπτώσεις της μεσημεριανής ζώνης, μια τεχνική συζήτηση για τις βαλλιστικές πτυχές του φονικού πυροβολισμού, και στις καλύτερες, κάποιες αναφορές στους «κανόνες εμπλοκής» της αστυνομίας. Αυτοί οι κανόνες βέβαια ουδέποτε έχουν τεθεί σε επιστημονική και δημόσια συζήτηση, αν και θα όφειλαν, γιατί αφορούν δικαιοπολιτικές σταθμίσεις θεμελιωδών έννομων αγαθών για τις οποίες οφείλει να είναι διεξοδικά ενήμερο το κυρίαρχο πολιτικό σώμα (ο Λαός!). Κι όμως, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, κατά την πρόσφατη παραπάνω ομιλία του στη Βουλή, υποσχέθηκε «προσαρμογή των κανόνων εμπλοκής σε καινούργια δεδομένα». Ποια δεδομένα; Ποιοί κανόνες;
Υπονοεί άραγε ο υπουργός, όπως και ο έτερος της Δικαιοσύνης, ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις λαμβάνονται ορθολογικά, με βάση την επεξεργασία των παρατηρήσεων και της καταγραφής της κοινωνικής και επιχειρησιακής πραγματικότητας των σχετικών μηχανισμών; Αμφίβολο. Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, ασφαλώς η πολιτική της κυβέρνησης αυτής, αλλά και προηγούμενων, δεν θα ήταν η πολυδιάσπαση της καθημερινής αστυνόμευσης στη βάση κινητών μονάδων τύπου ΔΙΑΣ, των οποίων μόνος σκοπός είναι η εγκαθίδρυση ενός κλίματος αστυνομοκρατίας και επιθετικής αστυνόμευσης του δημόσιου χώρου. Η επιστημονική έρευνα μας δείχνει (εδώ και πενήντα χρόνια) ότι τέτοιου είδους στρατηγικές καμία απολύτως αρωγή δεν προσφέρουν στην πρόληψη του εγκλήματος και της παραβατικότητας. Το πολύ να προσφέρουν μια συμβολική ανακούφιση στις ομάδες που ήδη απολαμβάνουν προνομιακό στάτους στην κοινότητα, ενώ οι ομάδες που δεν απολαμβάνουν τέτοιο στάτους εκλαμβάνουν αυτή την παρουσία ως συμβολική βία, και πολλές φορές τη βιώνουν και ως πραγματική βία.
Ποιές συνέπειες μπορεί να έχει μια τέτοια δομική ανισότητα στην κατανομή του δημόσιου αγαθού της ασφάλειας (public safety) σε μια μεγαλούπολη με τα χαρακτηριστικά της Αθήνας; Υπάρχουν εγκληματικά hot spots στους ελληνικούς αστικούς χώρους, τι λογής χώροι είναι αυτοί, και πως εξυπηρετείται η αστυνόμευσή τους στρατηγικά και τακτικά από τη σημερινή διάταξη των δυνάμεων της αστυνομίας; Είναι οι κινητές μονάδες τύπου ΔΙΑΣ η απάντηση της ελληνικής αστυνομίας στα συμβόλαια θανάτου, και τη διαπλοκή νύχτας, φυλακής και εξουσίας; Είναι το «έγκλημα του δρόμου» μεγαλύτερη κρίση από τη διαφθορά και την κατάχρηση της αστυνομικής εξουσίας; Και ακόμη παραπέρα, με ποια λογική μονοπωλείται η παρουσία της αστυνομίας στο δημόσιο χώρο από τα ΜΑΤ και τις συναφείς μονάδες, όταν ο ρόλος τους σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχθεί ότι είναι η διασάλευση και όχι η προστασία της δημόσιας τάξης;
Υπάρχουν δεδομένα και μελέτες για όλα αυτά τα επιχειρησιακά μέτρα στα οποία υπερεπενδύει η Νέα Δημοκρατία; Yφίστανται τη βάσανο του επιστημονικού και δημόσιου διαλόγου προτού εφαρμοστούν, και πώς; Και αν η αστυνομία διαθέτει προσωπικό με τις κατάλληλες γνώσεις (δεν αμφιβάλλω ότι διαθέτει) για το σχεδιασμό της στρατηγικής της στην πρόληψη του εγκλήματος και την προστασία της δημόσιας τάξης, ποιά είναι η δημοκρατική και επιστημονική νομιμοποίηση των προτάσεων πολιτικής που διατυπώνονται από τους υπηρεσιακούς και άλλους τεχνοκράτες του υπουργείου Δημόσιας Τάξης; Πάντως, η επιστημονική ανάλυση των χαρακτηριστικών της εγκληματικότητας στην Ελλάδα δεν δικαιώνει καμία από τις επιλογές που έχει κάνει αυτή η κυβέρνηση, είτε αυτοδύναμα, είτε δια της ανακύκλωσης ολέθριων επιλογών και προηγούμενων κυβερνήσεων.
Παρόμοια βεβαίως ισχύουν και σε σχέση με τους ισχυρισμούς του υπουργού για την «πανδημία βίας», την «κουλτούρα βίας και απείθειας» της νεολαίας. Από τα στατιστικά στοιχεία που (μετα βίας) δημοσιοποιεί η Ελληνική Αστυνομία προκύπτει ότι η συνολική εγκληματικότητα (αδικήματα Ποινικού Κώδικά και ειδικών ποινικών νόμων) έχει, στις ηλικίες 13-17, παραμείνει σχετικά στάσιμη, με ελαφρά πτωτική τάση κατά την περίοδο 2007-2022, και το ίδιο ισχύει και για τις ηλικίες 18-20 (σε σχέση με τη συνολική εγκληματικότητα).
Είναι αλήθεια ότι τα αδικήματα σωματικών βλαβών έχουν κινηθεί αυξητικά κατά την περίοδο 2007-2022, αλλά εάν κάποιος λάβει υπόψη τους απόλυτους αριθμούς οι διαφορές έχουν να κάνουν με γύρω στους 150-200 περισσότερους δράστες για τις ηλικίες 13-17, ενώ η εικόνα για τους δράστες στις ηλικίες 18-20 είναι εικόνα στασιμότητας. Τα συμπεράσματα αυτά υπογραμμίζονται ακόμη περισσότερο, εάν κανείς εξετάσει τα σχετικά δεδομένα ως λόγο επι 100 χιλιάδων πληθυσμού, αφού εκεί συνυπολογίζεται και η αριθμητική μείωση του πληθυσμού των νέων (1,71 εκατ. Το 2007 και 1,6 εκατ. το 2021 σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον υπολογιζόμενο πληθυσμό 5-19 ετών. Προσοχή: ΕΛΑΣ και ΕΛΣΤΑΤ χρησιμοποιούν διαφορετικές τάξεις ηλικιών στην παρουσίαση των δεδομένων τους). Που είναι η «πανδημία»; Πού είναι η «κουλτούρα βίας»;
Και εάν μιλάμε για τέτοιας τάξης απόλυτους αριθμούς, δεν είναι ορθολογική αντεγκληματική πολιτική η ενίσχυση των κοινωνικών προληπτικών και υποστηρικτικών πολιτικών και δομών, αντί για την αστυνομία, την αυστηροποίηση των ποινών και την εντατικοποίηση της καταστολής; Και αυτό ιδίως γιατί υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα: η κίνηση της παραβατικότητας σε σχέση με τα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας (κλοπές κλπ.). Αλλά μάλλον εδώ είναι εύλογο να υποθέσει κάποιος πως η φτώχεια, η ανεργία, η έλλειψη ευκαιριών και τα παρόμοια αδιέξοδα της νεολαίας, την οποία η κυβέρνηση είχε ήδη στοχοποιήσει ως δημόσιο κίνδυνο κατά την περίοδο του Covid-19, δεν χωράνε στο αφήγημα «νόμος και τάξη».
Για την περιβόητη αυστηροποίηση των ποινών από εγκληματολογική και αντεγκληματική σκοπιά έχω γράψει με προηγούμενες ευκαιρίες, συνεπώς δεν χρειάζεται να προστεθεί κάτι από αυτή τη θέση στην επιστημονική κατακραυγή του κυβερνητικού τσαρλατανισμού (η σωστότερη λέξη στη θέση του πιο ευγενούς, διαδεδομένου αλλά λανθασμένου, νομίζω, όρου «ποινικός λαϊκισμός»). Ας επιστρέψουμε στον πυρήνα του προβλήματος: αρθρώνεται σήμερα στη χώρα ένα μοντέλο εξουσίας, το οποίο βασίζεται στη μικροσκοπιμότητα, το θράσος, τη διαστροφή της πραγματικότητας και την εκμετάλλευση των ανταγωνισμών για μικρο-οφέλη, οι οποίοι καλλιεργούνται και σκόπιμα.
Το τρέχον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κινητοποιήσεις των ενώσεων των αστυνομικών, οι οποίες, με αφορμή τον σοβαρό τραυματισμό του συναδέλφου τους από τη φονική φωτοβολίδα στου Ρέντη, επαναφέρουν το ζήτημα της αναγνώρισης του επαγγέλματός τους ως επικίνδυνου και ανθυγιεινού. Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αστυνομικοί έρχονται αντιμέτωποι με τις πιο «δύστροπες», όπως το έθετε κομψά ο μεγάλος κοινωνιολόγος της αστυνομίας Egon Bittner, απεχθείς πτυχές της ανθρώπινης καθημερινότητας.
Είναι όμως οι αστυνομικοί και εφαρμοστές της συστημικής βίας, αυτοί που κάνουν τη βρώμικη δουλειά του κατεστημένου: για αυτό μπορούν βεβαίως να ζητήσουν μια παραπάνω απολαβή από την κυβέρνηση, η οποία μπορεί και να τους τη δώσει, αλλά κατά τα λοιπά να κάνει τα στραβά μάτια στον κατεστημένο γραφειοκρατισμό και μιλιταρισμό του εργασιακού τους περιβάλλοντος. Αυτά τα δύο είναι τα συστατικά στοιχεία της κατασταλτικής μιζέριας της υπαρκτής αστυνομίας, τα τεράστια εμπόδια της προαγωγής του επαγγελματισμού και του «εκδημοκρατισμού» της αστυνομίας, και βέβαια οι λόγοι για τους οποίους σύντομα πάλι θα τους ζητηθεί να ξαναπάνε στα γήπεδα για να βγάλουν από τη φωτιά κάστανα που αρνείται προκλητικά να βγάλει η κυβέρνηση, για να μη χαλάσει χατίρια στους πραγματικούς της φίλους.
Ή θα μπορούσαν να διαμορφώσουν «ένα νέο όραμα για την αστυνομική́ υπηρεσία, το οποίο θα φέρει στο προσκήνιο τις ποιότητες και τις ικανότητες του προσωπικού́ της αστυνομίας και θα ενθαρρύνει οργανωτικές δομές και συστήματα, το οποία θα προάγουν την επίγνωση των κοινωνικών συνθήκων, την επαγγελματική́ εμπειρία, την πρωτοβουλία και την ορθή́ λήψη αποφάσεων μεταξύ́ των αστυνομικών», στη βάση «της ανάπτυξης επαγγελματικής γνώσης και προτύπων τα οποία θα σχετίζονται με τις κοινωνικές ανάγκες», καθώς και συστημάτων «βασικής και συνεχούς εκπαίδευσης και επιμόρφωσης τα οποία θα είναι συμβατά́ και θα προάγουν αυτή́ την επαγγελματική́ γνώση και τα πρότυπα». Ένα τέτοιο νέο όραμα θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης των εργολάβων του δόγματος «νόμος και τάξη».
Η κυβέρνηση, με την αυταρέσκεια ή την αλαζονεία που της επιτρέπει το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, επιταχύνει πια την εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη». Για όλους όσους προβλέπουν ότι μόνο ακόμη χειρότερα θα προκύψουν από αυτή την επιτάχυνση, και για όσους πολλούς περισσότερους θα υποστούν αυτά τα χειρότερα, ο μόνος δρόμος είναι η έλλογη, συνειδητή και ενεργή πολιτική αντίσταση. Η κυβέρνηση μιλάει ανοιχτά και πράττει αντίστοιχα. Πρέπει η εποχή των μισόλογων και των γλυκοψιθυρισμάτων στο αυτί του ηγεμόνα να τελειώσει και για όλους εμάς τους υπόλοιπους.