Ήταν κάποτε ένας Ιταλός. Γρι αγγλικά, νεύρα γεμάτος, και γιατί δεν έχετε μενού στα ιταλικά; Και πεινάω και τι σπαγγέτι είναι αυτό; Μόνο οι Ιταλοί ξέρουν από σπαγγέτι και θα έπρεπε να σας απαγορεύεται να κάνετε σπαγγέτι όλοι οι υπόλοιποι. Και όχι, πάω να φύγω, να σηκώνεται. Κι όχι θα μείνω, να κάθεται πάλι. Και η καημένη η γυναίκα του, να προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Και να με κοιτάει και μένα, σχεδόν απολογητικά. «Τι τραβάτε και σεις» να μου λέει με το βλέμμα, εκ μέρους του, αντ’ αυτού, όχι μόνο εκείνη. Ευτυχώς κάτι ήξερα από ιταλικά, λίγο μαντζάρε από δω, λίγο μαντζάρε από κει, όχι, όχι αυτό ινσαλάτα βέρντε νο γκρέκα, volete qualcosa da bere, αχ, έφαγε κάποια στιγμή και ησύχασε. Κυριολεκτικώς.
Ζήτησε μέχρι και συγγνώμη.
Οι Έλληνες πάλι, μπορεί να είναι λιγότερο φασαριόζοι, ή, να είναι με έναν τελείως άλλο τρόπο, αλλά όταν μιλάμε για ειρωνεία και υφάκι που δεν στηρίζεται σε καμία απολύτως βάση, καταλαμβάνουν την πρώτη θέση. Συνιστούν την ουσία της ξινίλας χωρίς να βασίζεται αυτό σε κάποια ιδιαίτερη ικανότητά τους ή σε κάτι που να τους διακρίνει από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Απλά είναι ξινοί γιατί έτσι νομίζουν ότι πρέπει να είναι. Ή γιατί το είδαν κάποτε σε ένα τηλεοπτικό σήριαλ και το αντέγραψαν. Όπως αντέγραψαν κάποια στιγμή όλες τις κακές συμπεριφορές, τρόπους στα όρια του λούμπεν και τις ανήγαγαν στο ύψος του ανάδελφου έθνους.
Καλές και κακές συμπεριφορές μπορούν να έχουν όλοι οι λαοί, ακόμα και οι προτεσταντικοί με το εργασιακό τους ήθος και οι απελευθερωμένοι δυτικοί και οι Ασιάτες με τις αδιαπέραστες κοινωνικές τους στρώσεις, αλλά τώρα μιλάμε μόνο για τις κακές.
Κι αυτό που έχει παρατηρήσει ο οξυδερκής και έμπλεος ενσυναίσθησης σερβιτόρος σας, είναι ότι οι άνθρωποι όταν πεινάνε έχουν πολύ κακή συμπεριφορά. Αφού φάνε, όμως, μια μεταμόρφωση επέρχεται. Ακόμα και ο πιο δύστροπος, μαλακώνει. Βγάζει για λίγο την πανοπλία που φορά, ξεκουμπώνει -νοητά ελπίζουμε πάντα- ένα από τα κουμπιά που τον καταπιέζουν το υπόλοιπο διάστημα, επιτρέπει στον ίδιο του τον εαυτό να διαφανεί μια αχνή δέσμη ανθρώπινης υπόστασης, ένα άλλο φως αναδεικνύεται, ένα χαμόγελο μπορεί να σχηματιστεί στα μέχρι πρότινος σφιγμένα χείλη, το οποίο μπορεί να μετατραπεί και σε γέλιο ακόμα! Οι άνθρωποι όταν έχουν φάει γίνονται πιο ανθρώπινοι, αυτό το οξύμωρο έχει μια ζωτικότητα λυτρωτική. Άλλοι γίνονται για λίγο παιδιά. Άλλοι για λίγο καλύτεροι σύντροφοι. Εραστές. Γονείς. Συνδαιτυμόνες. Αποκτούν για λίγο μια άλλη συγκρότηση. Πιο πολιτισμένη, θα μπορούσε να πει κάποιος. Χαίρεσαι πραγματικά να τους βλέπεις, να φωτίζονται και να αφαιρούνται καθένας από την πραγματικότητα του. Αυτήν, την πραγματικότητα, θα την αφήσουν για λίγο να περιμένει στη γωνία. Έτσι κι αλλιώς καραδοκεί από μόνη της.
Αλλά δεν είναι μόνο το φαγητό ως ύλη την οποία καταναλώνουμε για να αντιμετωπίσουμε μια τόσο βασική βιολογική ανάγκη.
Το φαγητό είναι και ψυχολογική διεργασία. Είναι η στοργή που αποζητούμε γιατί μπορεί να μην την έχουμε πια στη ζωή μας. Είναι η στοργή που θέλουμε να δώσουμε στους άλλους και να είναι αυτός ο τρόπος. Μπορεί να είναι μια ανάμνηση που θέλουμε να ζούμε ξανά και ξανά. Μια εμπειρία που επιφυλάσσουμε για εμάς τους ίδιους. Ολόκληρος Anton Ego, ο σκληρός κριτικός εστιατορίων στον Ρατατούη, αποποιήθηκε μια ολόκληρη προσωπική πορεία, τον ίδιο του τον μεθοδικά χτισμένο χαρακτήρα, γιατί γεύτηκε κάτι που όχι μόνο ήταν νοστιμότατο, αλλά του θύμισε την μητέρα του! Μία από τις πιο τρυφερές στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου. Τρυφερή μέσα στην απόλυτη κατανόηση των πραγμάτων, σαν χρυσό σκάφανδρο όχι όμως από μέταλλο, αλλά από ένα μαλακό και τελείως ανθεκτικό υλικό που καταδύεται στο ανθρώπινο βάθος.
Ίσως κι αυτή να είναι μια εξήγηση, γιατί είναι οι περισσότεροι έτσι γύρω μας. Γεμάτοι νεύρα, θυμό, επιθετικότητα. Σήμερα που σε ένα κατάστημα στη γειτονιά σου μπορείς να βρεις αυθεντικό yuzu για αυτό που θα μαγειρέψεις σπίτι σου και να ξέρεις τη διαφορά μιας κοπής ωρίμανσης 60 ημερών ενώ θα ήθελες να είχες φάει από τα χεράκια του Ferran Adria για να το διηγείσαι στην υπόλοιπη ζωή σου, όχι μόνο λείπει το τρυφερό εκείνο χέρι που θα μας μαγείρευε καθησυχάζοντάς μας. Αλλά και τα food pass και τα καλάθια νοικοκυριού, η απαθής κοινωνία μπροστά στις δυσθεώρητες ανισότητες, συνιστούν μια τέτοια χλεύη που αναρωτιέται κάποιος. Τι είναι τελικά οι άνθρωποι γύρω μας; Αχόρταγοι ίσως , θέλουν όλο και περισσότερα και τίποτα δεν τους αρκεί; Όχι χορτάτοι, γεμάτοι συμπλέγματα κι απωθημένα; Ή απλά πεινάνε;