ΑΘΗΝΑ
11:46
|
17.11.2024
Κάποιες κουβέντες καλό είναι να γίνονται όταν στα τραπέζια βρίσκεται η οικογένεια που επιλέξαμε…
Πώς θα ήμασταν παιδιά χωρίς τις μάνες μας;
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις,

«Έχεις παρατηρήσει ποτέ πως οι φωνές εντελώς διαφορετικών ανθρώπων υπό συγκεκριμένες συνθήκες μοιάζουνε;», με ρώτησε την ώρα που βούταγε μια πιατέλα γεμάτη τάρανδους και ξωτικά στη μεριά εκείνη του νεροχύτη που είχε προηγουμένως γεμίσει με καυτό νερό. Εκεί, είχε αδειάσει ανυπόμονα μισό μπουκάλι ξύδι λευκό και τη μισή συσκευασία του γνωστού πράσινου υγρού για τα πιάτα. «Δηλαδή;», τη ρώτησα. «Δηλαδή η φωνή μιας μάνας που της παίρνουν το παιδί, θυμίζει εκείνη μιας τρανς τη στιγμή που πετάει την τακούνα της σε κάποιο τσόλι που της βούτηξε την τσάντα. Η ίδια φωνή θυμίζει επίσης τη φωνή ενός απολυμένου. Τις έχω ακούσει και τις τρεις αυτές φωνές και μοιάζουνε. Προσυπογράφω. Την πρωτοχρονιά του 2020, έκανα στρατό στον Έβρο. Το πρωί άκουσα την κραυγή της μάνας, όταν στα σύνορα χώριζαν τις οικογένειες και επαναπροωθούσαν τους άντρες στην Τουρκία. Χώρισαν τότε οι συμφάνταροί μου μια μάνα από τον γιο της. Η εμπλοκή των στρατιωτών σε μια τέτοια διαδικασία μου είχε φανεί παράνομη. Το κατήγγειλα την ίδια μέρα στον ΣΠΑΡΤΑΚΟ, την οργάνωση, ξέρεις, για τους φαντάρους.

»Κατηφορίζοντας τη Συγγρού από το ύψος του Παντείου προς Καλλιθέα, το πρώτο βράδυ μετά την απόλυσή μου απ’ τον στρατό, άκουσα μια τρανς να φωνάζει με τον ίδιο τρόπο. Την πλησίασα, τη ρώτησα τι είχε συμβεί. Μου είπε πως περάσανε δυο τσόλια κι ενώ τα είπανε και τα συμφωνήσανε, της βούτηξαν την τσάντα και την πλάκωσαν στο ξύλο. Όσο το αυτοκίνητο ήταν σε κίνηση εκείνη κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και να βγει. Είχε σκισμένα γόνατα.

»Τρεις μέρες αργότερα είχα συνέντευξη για δουλειά σε μια διαφημιστική. Όσο βρισκόμουνα στον χώρο αναμονής ο υπεύθυνος του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού, φώναξε ένα εμφανώς ταλαιπωρημένο αγόρι στο γραφείο του. Εκεί, μάλλον του ανακοίνωσε την απόλυσή του, γιατί ξανάκουσα την ίδια φωνή να λέει: ‘Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Έχω δώσει την ψυχή μου εδώ μέσα’. Ποιος θα περίμενε από τόσο αδύναμη κορμοστασιά να βγει κραυγή με τέτοια ένταση. Τότε κατάλαβα πως η αγωνία έχει συγκεκριμένη φωνή, κατάλαβα επίσης πως η φωνή αυτή δεν έχει φύλο. Είναι κάπως σαν τη φωνή που έχουν οι δαίμονες στις κινηματογραφικές ταινίες», μου είπε η Βανέσα όση ώρα πάλευε να κρατήσει το σφουγγάρι των πιάτων μ’ ένα πιρούνι και με απώτερο στόχο της να καθαρίσει εξ αποστάσεως την πιατέλα με τα ξωτικά και τους τάρανδους.

Κουνώντας κυκλικά το εγκλωβισμένο από το πιρούνι σφουγγάρι τελείωσε τη μία πλευρά του πιατικού, στην προσπάθειά της όμως να το γυρίσει από την άλλη η πιατέλα γλίστρησε και έπεσε πάλι στον νεροχύτη. Το σύστημα που εφηύρε η Βανέσα για να αποφύγει να έρθει σε ευθεία επαφή με το σφουγγάρι των πιάτων έμοιαζε μ’ αποτυχία. «Έχω κάνει νύχι, εντάξει;» μου είπε μασουλώντας την τσίχλα της επιδεικτικά. Η πιατέλα είχε ραγίσει διαγώνια. Ένα τριγωνικό κομμάτι είχε ξεκολλήσει εντελώς με αποτέλεσμα τον στυγνό αποκεφαλισμό δύο ξωτικών και ενός ταράνδου. «Μια χαρά είναι. Θα το κολλήσω εγώ με λίγο ακριλικό για τα νύχια και θα ζωγραφίσω τα κομμένα μέλη με το πινέλο της σχολής. Μη το πεις στη Τζούλια, θα με κράξει. Της έχω σπάσει αλλά δύο ποτήρια», είπε συνωμοτικά.

«Θα μου πεις πού κολλάει η φωνή της αγωνίας που δεν έχει φύλο, με τον λόγο για τον οποίο μου ζήτησες να έρθω στην κουζίνα;», της είπα. «Στην κουζίνα σού ζήτησα να έρθεις για να μου κάνεις παρέα μωρό μου όσο θα πλένω τα πιάτα. Δεν σου φτάνει αυτό;» «Μωρέ μου φτάνει και μου παραφτάνει, αλλά μου είπες πως έχεις κάτι να μου πεις». «Έχω, ναι. Δεν άντεχα να κάτσω άλλο στο τραπέζι. Η κουβέντα μου φαίνεται εντελώς δήθεν. Λες και δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε Πρωτοχρονιάτικα απ’ το να μιλάμε για πολιτική, να το παίζουμε σοβαρές. Τις τελευταίες πέντε μέρες τις πέρασα στο κρεβάτι. Δεν έβρισκα λόγο να σηκωθώ. Βλέπω το ίδιο όνειρο κάθε μέρα. Βλέπω πως σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι πηγαίνω στο παράθυρο, κοιτάω τον δρόμο και βλέπω μια γυναίκα με την κοιλιά ως το σαγόνι και ένα πιτσιρίκο απ’ το χέρι. Η γυναίκα γυρνάει στο παράθυρο και με κοιτάει. Είναι η μάνα μου. Ο πιτσιρίκος είμαι εγώ. Τρομάζω. Πέφτω στον τοίχο και γίνομαι διάφανη. Μοιάζω με την ταπετσαρία. Έχω πάνω μου τα τριαντάφυλλά της, όπως οι σαύρες που παίρνουν το χρώμα της φυλλωσιάς για να μην τις αναγνωρίσουν. Μετά γίνομαι μια ατσαλένια φέτα από το σώμα και καίω. Στη συνέχεια μετατρέπομαι στο σταθερό τηλέφωνο. Χτυπάω, κουδουνίζω και τότε ένα χέρι με σηκώνει και η φωνή της αγωνίας μου λέει, την απάντηση που έχω λάβει δεκατέσσερις φορές από τότε που παραιτήθηκα: Λυπούμαστε πολύ, η αίτησή σας δεν έγινε δεκτή. Ξυπνάω κάθιδρη εδώ και πέντε βράδια», μου είπε ενώ χρησιμοποιούσε μόνο το σημείο απ’ όπου μας παίρνουνε τα αποτυπώματα του δείκτη, του μεσαίου και του παράμεσου για να ακουμπήσει το σφουγγάρι των πιάνων.

«Ξέρεις χθες σκεφτόμουν πως για μένα τουλάχιστον η βασική αιτία της εορταστικής κατάθλιψης είναι ακριβώς αυτό το πένθος για το παιδί που ήμουνα και που δεν είμαι πια. Αυτή η περίοδος σημαίνει μια οικογενειακότητα, που είχαμε μάθει να την απολαμβάνουμε απ’ τη θέση του παιδιού και που για εντελώς διαφορετικούς λόγους καμία απ’ τις δυο μας δεν την απολαμβάνει πια. Νομίζω οι περισσότερες σ’ αυτό το τραπέζι είμαστε εδώ για να ξεφύγουμε απ’ αυτόν τον θρήνο. Η κουβέντα για τον Μητσοτάκη είναι απλός αντιπερισπασμός», της είπα και έπιασα να στεγνώνω τα πιάτα που έπλενε. «Δεν σου θυμίζουμε λίγο τις μάνες μας τώρα; Εκείνες μαγείρευαν τρεις μέρες, μόνο και μόνο για να πλύνουν μόνες τους τα άπλυτα, όταν όλοι πέφταμε να κοιμηθούμε, για να συνέλθουμε απ’ το πολύ φαΐ. Εκείνες έφτιαχναν κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μας έλεγαν παραμύθια. Εκείνες μας έκαναν παιδιά. Πώς θα ήμασταν παιδιά χωρίς τις μάνες μας; Βασικά νομίζω πως ξέρω πότε σταμάτησα να είμαι παιδί. Ήταν η μέρα που μπήκα στο σαλόνι ντυμένη. Όταν με είδε η μάνα μου όπως με βλέπεις τώρα μου είπε πως δεν είμαι παιδί της, πως δεν έχει παιδιά. Αυτή η ατάκα της μάνας μου σκότωσε τον γιο της και γέννησε την κόρη της. Εν αρχήν ην ο Λόγος και στην Ελλάδα ο Λόγος (κυρίως ο τελευταίος) είναι πάντα της μητρός. Λοιπόν τελείωνε να πάμε μέσα», είπε. Σκούπισα λοιπόν το τελευταίο πιάτο και πήγαμε να διακόψουμε την κουβέντα για τον Μητσοτάκη προκειμένου θρηνήσουμε συλλογικά τα παιδιά που πάψαμε να είμαστε, γιατί αυτές οι κουβέντες καλό είναι να γίνονται, ειδικά σε χριστουγεννιάτικα τραπέζια και ειδικά όταν στα τραπέζια βρίσκεται η οικογένεια που επιλέξαμε, οι φίλες μας.

Απ’ τον εμπόλεμο Άγιο Παύλο,
Με την ελπίδα μιας επαναστατικής χρονιάς,
Η Γειτόνισσα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Η Βενεζουέλα απελευθερώνει περισσότερους από 100 συλληφθέντες

Μπαγκλαντές: Επιδείνωση της επιδημίας από δάγκειο πυρετό-400 και πλέον οι νεκροί

Στις κάλπες η Σενεγάλη

Ένα Πολυτεχνείο δεν ήταν αρκετό

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα