Ναι, έχει δίκιο κάποιος που δίνει τα χρήματά του, ίσως και τα μαλλιοκέφαλά του για να έρθει στο εστιατόριο σου κι εσύ έχεις το μισό προσωπικό από αυτό που θα έπρεπε να έχεις κι αφήνεις τους εργαζόμενους σου να τρέχουν πάνω κάτω αναψοκοκκινισμένοι, ιδρωμένοι, με το μάτι του τρελού να προσπαθούν να τα προλάβουν όλα ακόμα κι αυτά που δεν έχουν γίνει αλλά πρόκειται να συμβούν γιατί ξέρουν τι τους περιμένει. Τότε έχει δίκιο να παραπονεθεί. Όχι μόνο δεν φταίει ο ίδιος σε κάτι, αλλά είναι και θύμα μιας κάποιας μορφής εξαπάτησης. Για άλλο προϊόν ήρθε, άλλο παίρνει στο τέλος. Άλλες υπηρεσίες περίμενε, άλλες του παρασχέθηκαν τελικά. Σε αρκετές περιπτώσεις κιόλας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όχι μόνο πλήρωσε για κάτι που δεν του ήρθε ποτέ, αλλά ότι είχε μια τόσο κακή εμπειρία που θα έπρεπε να του κεραστεί κάτι.
Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές το φίδι από την τρύπα το βγάζουν οι ίδιοι εργαζόμενοι. Είναι οι ίδιοι που θα καλύψουν τα κενά της επιχείρησης. Θα σκαρφιστούν ένα σωρό δικαιολογίες για την υποστελέχωση. Θα τρέξουν να πλύνουν δύο ποτήρια και να τα γυαλίσουν εννοείται στο peak της δουλειάς που όλα τα ‘χε η Μαριωρή γιατί δεν δίνονται χρήματα για νέο υλικό. Δύο ποτήρια για ένα τραπέζι όπου ο άλλος έχει κάνει την κράτησή του από καιρό πριν ενδεχομένως γιατί μπορεί να έχει μια ιδιαίτερη περίσταση να γιορτάσει και μπορεί να βρεθεί στη δύσκολη θέση να ζητήσει ένα ποτήρι να πιει νερό. Ή στη δύσκολη θέση να δει έναν εργαζόμενο ολοφάνερα πιεσμένο. Υπάρχουν, άλλωστε, ακόμα άνθρωποι που έρχονται σε δύσκολη θέση από τέτοια πράγματα – ζουν ανάμεσά μας.
Οι ίδιοι εργαζόμενοι είναι που στις περισσότερες περιπτώσεις θα τρέξουν να σηκώσουν και το τηλέφωνο και να υποδεχτούν κόσμο στην πόρτα και να βγάλουν εκείνη τη λάντζα (ακόμα εκείνα τα ποτήρια;) και να δώσουν λογαριασμό και – από το πολύ τρέξιμο – να δουν τον εαυτό τους κάποια στιγμή στην άλλη γωνία και να μην ξέρουν και πώς να το χειριστούν, πού το πάτε αυτό.
Έχει δίκιο, λοιπόν, ο πελάτης. Αν όμως τα βάλει με τον εργαζόμενο, το χάνει. Γιατί σημαίνει ότι βλέπει τι γίνεται αλλά δεν του καίγεται καρφί, άρα είναι θέμα χαρακτήρα. Ή βλέπει τι γίνεται και δεν το αντιλαμβάνεται καν που και πάλι άδικο έχει, γιατί οφείλουμε σε αυτή τη ζωή να αντιλαμβανόμαστε τουλάχιστον κάτι τέτοια βασικά. Αλλιώς την πιπίλα μας και νάνι.
Άδικο μπορεί επίσης να έχει ο πελάτης όταν θέλει να εξυπηρετηθεί πιο γρήγορα από όλους τους άλλους. Συχνό φαινόμενο, αν και τελείως ακατανόητο. Με ποια λογική δηλαδή απαιτείς να είσαι πρώτος στην σειρά ενώ έχεις πάει τελευταίος;
Άδικο επίσης όταν αλλάζει ένα πιάτο, τα συστατικά του. Όταν θέλει μακαρόνια με κιμά, αλλά να μην είναι με κιμά, να είναι με γαρίδες. Αλλά να μην είναι ούτε με μακαρόνια, αλλά να είναι οπωσδήποτε μακαρονάδα. Κι να επιμένει ότι γίνεται. Γιατί έτσι θέλει, βρε παιδί μου, έτσι γουστάρει. Αν για χι λόγους δεν σου αρέσει αυτό που αναγράφεται στον κατάλογο, πολύ απλά επιλέγεις κάτι άλλο.
Άδικο όταν προσποιείται ότι έχει αλλεργίες. Ή δυσανεξίες. Που θα έχει τον σερβιτόρο να προσπαθεί να καταλάβει αν θα καλέσουμε ασθενοφόρο ή τους άντρες με τα λευκά κι εκείνο το πουκάμισο που δένει πισθάγκωνα, μόνο και μόνο για να φάει στο τέλος αυτό που τρώνε και όλοι οι υπόλοιποι. Που μπορεί να πάει έναν ολόκληρο προγραμματισμό πίσω μόνο και μόνο για να ασχοληθεί ο κόσμος λίγο παραπάνω μαζί του (φανταστείτε σε εταιρικά γεύματα τι πολυήμερες προετοιμασίες γίνονται όπου εμπλέκονται κουζίνες, τμήματα πωλήσεων και marketing).
Άδικο έχει όταν πηγαίνει και κάθεται σε όποιο τραπέζι θέλει χωρίς να ρωτήσει ή επιμένει να καθίσει σε ένα τραπέζι παρά την εμφανή αντίδραση του εργαζομένου που τον οδηγεί κάπου αλλού. Κι αυτό γιατί κάθε εστιατόριο έχει ένα πλάνο καθημερινά, το οποίο έχει να κάνει με τις κρατήσεις, ή το πώς δουλεύει το προσωπικό στην εκάστοτε βάρδια, δεν είναι βίτσιο του σερβιτόρου να σας βάζει σε όποιο τραπέζι θέλει εκείνος. Υπάρχει λόγος κάθε φορά.
Ή σε πιο χαλαρά μαγαζιά, καφετέριες για παράδειγμα ή ταβέρνες, να είναι δέκα τραπέζια καθαρά και ο άλλος να πηγαίνει να κάθεται στο ενδέκατο που τυγχάνει να είναι το ένα και μοναδικό αμάζευτο γιατί μόλις έφυγε μια παρέα που καθόταν εκεί αμέσως πριν. Εκεί ο πελάτης δεν έχει καθόλου δίκιο. Παρά μόνο άδικο. Ξεκάθαρα.
Έχει άδικο όταν σε προσφωνεί απρεπώς. «Φίλε», «κοπελιά», «μεγάλε», «να σου πω», «ψιτ».
Όταν σου λέει ότι όλα ήταν πολύ καλά αλλά γράφει ένα κάκιστο review.
Όταν του μιλάς και κάνει ότι δεν ακούει.
Όταν σε βλέπει φορτωμένο με πιάτα και δεν κάνει λίγο το κινητό του πιο πέρα να μπορείς να τα ακουμπήσεις.
Όταν απλώνει τις ποδάρες του κι αν τον πατήσεις σε στραβοκοιτάζει κιόλας.
Όταν το γεύμα του είναι coplimentary (προσφερόμενο για κάποιο λόγο) και σου βγάζει και το λάδι.
Όταν ζει τον έρωτά του και κοντεύει να κάνει παιδιά εκείνη τη στιγμή, στο τραπέζι και άντε να τον ρωτήσεις αν χρειάζεται κάτι άλλο. Ή αν θέλει το λογαριασμό!
Όταν δεν φεύγει ενώ έχει κλείσει ουσιαστικά το μαγαζί. Ή όταν έρχεται δέκα λεπτά πριν κλείσει.
Έχει, πάντως, δίκιο και μάλιστα απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο κάθε φορά που φεύγει από το εστιατόριο και χαιρετά εγκάρδια τον σερβιτόρο μας γιατί αναγνωρίζει τις προσπάθειες του δεύτερου να προσφέρει ένα εξαιρετικό σέρβις παρά τις όποιες αντιξοότητες και παρά τα όποια αρνητικά συναισθήματα παραλίγο να ξεπηδήσουν και τα οποία καταπνίγηκαν άμα τη εμφανίσει τους με επαγγελματισμό, συνέπεια και χωρίς, φυσικά, την παραμικρή μεταμέλεια.