Η σκηνοθέτιδα δύο εκ των καλύτερων θεατρικών παραστάσεων των τελευταίων ετών, του τσεχοφικού «Πλατόνοφ» και του «Τάο» του Γιώργου Καφετζόπουλου, μίλησε στο Κοσμοδρόμιο για το θέατρο, τη διαχείριση των προκλήσεών του και το #MeToo στο ελληνικό θέατρο.
Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο που υπηρετείτε ήταν ο Πλατόνοφ που έπαιξε στο θέατρο Θησείο. Γιατί διάλεξατε από όλη την παλέτα των ηρώων του Τσέχοφ τον Πλατόνοφ;
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω το έργο αναρωτήθηκα κι εγώ η ίδια γιατί καταπιάστηκα με αυτό, με ένα πράγμα τόσο δύσκολο, τι τρέλα με έπιασε. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει πάρα πολύ ο Τσέχοφ όχι μόνο ως θεατρικός συγγραφέας, η ματιά του ευρύτερα, όπως αποτυπώνεται και στα διηγήματά του.
Διαβάζοντάς Τσέχοφ αισθάνθηκα ότι τον καταλαβαίνω και ένιωσα την ανάγκη να δουλέψω πάνω στο έργο του. Επειδή τα τέσσερα βασικά του έργα είναι παιγμένα με πολλές παραλλαγές προσανατολίστηκα στον Ιβάνοφ και τον Πλατόνοφ. Ακολούθησε ένα ανέβασμα του Ιβάνοφ το οποίο με χαροποίησε και στάθηκε αφορμή για να διαβάσω εκ νέου Πλατόνοφ. Διαβάζοντάς το με χτύπησε ένα κύμα, με γοήτευσε χωρίς να ξέρω τότε τους λόγους, και αποφάσισα αυθόρμητα να ασχοληθώ με αυτό το κείμενο.
Λειτούργησε δηλαδή ο Πλατόνοφ σε μένα σαν ένα άγνωστο κείμενο και αισθάνθηκα ότι θα διεξαχθεί ένας διάλογος ανάμεσα σε εμένα και τον συγγραφέα σε ένα έδαφος αγνό, γιατί δεν είχα να πατήσω σε ασφάλειες. Αργότερα αντιλήφθηκα βέβαια τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Τι είδους δυσκολίες; Μεταφοράς του κειμένου στο σήμερα, διαχείρισης των χαρακτήρων;
Οι δυσκολίες ήταν πολλαπλές. Από την έκταση του αρχικού κειμένου που είναι πολύ μεγάλο και συνεπώς έθετε ζητήματα διαχείρισης του χρόνου γιατί έμπαινε ζήτημα διάρκειας. Θα υπερέβαινε κάθε αντοχή δική μας και των θεατών μια παράσταση πολύωρη. Έπειτα ο αριθμός των ηθοποιών, στον οποίο κατέληξα καταστρώνοντας ένα σχέδιο και ξεκίνησα να δουλεύω τη διασκευή. Ασχολήθηκα πολύ καιρό με τη διασκευή, ήταν μια τρέλα όλο αυτό αλλά λειτούργησε σαν πρόκληση το απαιτητικό του έργου.
Η προσθήκη και η διαχείριση της μουσικής ήταν μια συνθήκη εξαρχής δοσμένη ή προέκυψε ως επιλογή στην πορεία της δημιουργίας της παράστασης;
Ήταν μια σκέψη από την αρχή της γέννησης της παράστασης. Η πρώτη αίσθηση της ανάγνωσης είναι για μένα κάτι πολύ σημαντικό. Δίνω μεγάλη βάση στην πρώτη ανάγνωση, γιατί εκεί λειτουργεί αυθόρμητα και χωρίς λογικές επεμβάσεις το κείμενο, οι αισθήσεις και η ροή της ιστορίας. Η μουσική υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο, υπάρχουν διάσπαρτα μουσικά όργανα στον χώρο, ένα πιάνο, ένα βιολί, στο οποίο ψευτοπαίζουν ή παίζουν παράτονα. Σκέφτηκα πως έχει ενδιαφέρον να την αξιοποιήσω για να βρει η παράσταση έναν άξονα, να δημιουργεί το κάτω «ποτάμι» της ιστορίας, μια πιο βαθιά διαδρομή κάτω από την εξωτερική ιστορία.
Μέσα από τα κοστούμια και τη μουσική φέρατε στη σκηνή του σήμερα ένα έργο του 19ου αιώνα. Χρησιμοποιήσατε διαφορετικά οπτικά εργαλεία από αυτά της εποχής που γράφτηκε ο Πλατόνοφ. Αυτό έγινε για να τονιστεί η διαχρονικότητα του μηνύματος ή με σκοπό να προσγειωθεί η παράσταση σε χρόνο ενεστώτα;
Για μένα το θέατρο είναι συνάντηση. Συνάντηση δική μου με τον συγγραφέα, έπειτα με τους ηθοποιούς, συνάντηση των ηθοποιών με τη σκέψη τη δική μου και του συγγραφέα. Έπειτα ακολουθεί η τελική συνάντηση με τους θεατές. Στην αίθουσα συναντιούνται άνθρωποι του εδώ και τώρα και τα βιώματά μας πιάνουν ένα φάσμα το πολύ 50-100 ετών μέσα από αναμνήσεις, αφηγήσεις και διαβάσματα δικά μας ή ανθρώπων που έχουμε συναντήσει. Δεν έχουμε στα αλήθεια βιωματική σχέση με τον χρόνο πέρα από το χρονικό αυτό φάσμα.
Για να συμβεί αυτή η συνάντηση ανάμεσα στους θεατές και στη σκηνή πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αν λοιπόν πάω να παρουσιάσω έναν άνθρωπο του 19ου αιώνα με βάση μελέτες και πίνακες ζωγραφικής θα είναι ειλικρινές ή απλά αναπαραστατικό; Εγώ αναζητώ τη βιωμένη σχέση, θέλω να έρχομαι στο κέντρο που μας ενώνει, σεβόμενη τα όρια του έργου φυσικά. Δεν θέλησα δηλαδή να κάνω κάτι εντελώς pop ή μοντέρνο, δεν είναι στις προθέσεις μου η διάλυση του κειμένου και του συγγραφέα, αλλά προσπαθώ να δω την ουσία και την αλήθεια και αυτήν θα προσπαθήσω να μεταφέρω σε έναν ζωντανό διάλογο.
Μιλώντας για μουσική, ο κινησιολογικός χειρισμός της Μαρίας Εφίμνοβα τη στιγμή του πάρτι μας άφησε την εντύπωση πως υπάρχει μια μελέτη της σχέσης ανάμεσα στους ήρωες και το σώμα τους ακόμη και στις πιο «κοινές» και «αθώες» υποτίθεται στιγμές.
Αυτό προέκυψε μετά από πρόταση της Κατερίνας Νταλιάνη. Συζητήσαμε για τον ρόλο μέσα από τους κειμενικούς διαλόγους, μοιραστήκαμε σχέσεις και την όλη πορεία του χαρακτήρα, είδαμε τι θα μπορούσε να είναι σήμερα αυτό το κορίτσι, αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος που βλέπουμε στο έργο. Αντίστοιχα, η πρόταση της Κατερίνας για το πως η ηρωίδα χορεύει ανέδειξε την αδεξιότητα μιας νεαρής επιστημόνισσας της εποχής της, που φώτιζε την κοινωνική αδεξιότητα της Μαρίας Εφίμνοβα να γίνει κομμάτι του ανδροκρατούμενου περιβάλλοντός της.
Ο Πλατόνοφ είναι ένας χαρακτήρας τρομακτικά ασυνεπής με τον εαυτό του και τις προσδοκίες του. Δίνει ραντεβού που δεν κρατά και ξεκινάει πράγματα που αδυνατεί να τελειώσει. Τι συμπέρασμα βγαίνει από αυτή την συμπεριφορά, καταλήγει για σας κάπου ο Τσέχοφ για όλο αυτό που του συμβαίνει;
Το έργο ακολουθεί σε μια μεγαλύτερη ανάπτυξη την ιστορία που ξετυλίγουμε εμείς στη σκηνή και φτάνει στο σημείο να καταρρέει ο ήρωάς μας από το ποτό, τους πόνους, τις ενοχές και το πιστόλι της Σοφίας Εγκόροβνα. Ο Τσέχοφ κλείνει το αυθεντικό κείμενο με μια δόση ειρωνείας. Ίσως κάποιος θα το έβλεπε ως κάποιου είδους παθολογία, άλλοι θα έκαναν λόγο για μίξη ναρκισσισμού και κατάθλιψης. Το βασικό τραύμα στον Πλατόνοφ είναι ότι ο πατέρας του τον απέρριψε, και η ματαίωση των προσδοκιών του, καθώς στο έργο είναι σαφές πως όλοι περίμεναν από αυτόν να γίνει σπουδαίος ποιητής και καταλήγει να γίνει επαρχιακός δάσκαλος. Αυτό το μεγάλο Εγώ που διαρκώς πεινά και συγκρούεται με τα στενά όρια της πραγματικότητας και μπορεί να φέρει τάσεις καταστροφικές στην επιφάνεια.
Περνώ στο «Τάο», ένα έργο πολύ πιο σημερινό σε επίπεδο υπόθεσης και χρονικότητας. Η ιδέα του πως γεννήθηκε;
Μου έστειλε το κείμενο ο Αντώνης Καφετζόπουλος, με τον οποίο μας συνδέει μακρά σχέση συνεργασίας και θυμάμαι ότι ξεκίνησα να το διαβάζω στο μπαλκόνι και το τελείωσα απνευστί, δίχως να κουνηθώ κυριολεκτικά από την καρέκλα μου, συνειδητοποιώντας ότι εκτός από γέλιο με κατέλαβε και μια συγκίνηση. Μου άρεσε λοιπόν το κείμενο πάρα πολύ, μου άρεσαν οι άνθρωποι και αποφάσισα να σκηνοθετήσω το Τάο.
Οι χαρακτήρες του Τάο είναι τακτοποιημένοι στην πραγματική ζωή ως κακοί μέσα μας. Το γεγονός ότι βλέπουμε ανθρώπινες ποιότητες μέσα τους δεν είναι λυτρωτικό και δημοκρατικό υπό μια έννοια;
Είναι υπέροχο, δείχνει πως όλοι είμαστε από το ίδιο υλικό, αλλάζει η δοσολογία και η συνθήκη. Τα προβλήματα και τα αισθήματα είναι εκεί. Όλα τα χαμερπή και τα υψηλά είναι παρόντα. Οι ανάγκες της αναγνώρισης, της αγάπης, της επιβεβαίωσης είναι εδώ, ανεξαρτήτως οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Το πολύ ενδιαφέρον με τέτοιους τύπους σαν τους γκάνγκστερ του Τάο, είναι ότι τους βλέπεις κόντρα σε ό,τι νομίζουμε να έχουν πολύ πραγματικά και κοινά προβλήματα.
Υπάρχει η κριτική πως το θέατρο και το σινεμά όταν καταπιάνεται με τον υπόκοσμο εξωραΐζει την κατάσταση των πραγμάτων αυτού του κόσμου.
Κάνω τέχνη, όχι δημοσιογραφία, και υπάρχει εδώ μια παρανόηση που αξίζει διασαφήνιση. Όταν κάνω τέχνη και αναδεικνύω τις πτυχές και πλευρές ενός χαρακτήρα δεν λειτουργώ δημοσιογραφικά ώστε να δικαιολογώ τον serial killer. Έχει μεγάλη διαφορά. Η τέχνη βάζει κομμάτια της ζωής κάτω από έναν φακό και τα κοιτά διαφορετικά, έχει την πολυτέλεια να τα κοιτά με άλλο μάτι. Καλό είναι να μην μπερδεύουμε τις δύο λειτουργίες και αυτό δυστυχώς σήμερα το κάνουμε, μπερδεύουμε τα πράγματα. Συχνά θεωρείται πως η τέχνη πρέπει να εξυπηρετεί. Τελευταία η τέχνη και κατ’ επέκταση το θέατρο βλέπεται ως τηλεόραση. Αυτήν τη σχέση και αυτήν τη λειτουργία έχει συνηθίσει ο πολύς κόσμος. Και θέλουν να δουν κάτι που θα ανταποκρίνεται σε ό,τι οι ίδιοι προσμένουν. Πηγαίνουν δηλαδή στο θέατρο απαιτώντας να επαληθευτεί το προσωπικό τους γούστο, η προσωπική τους άποψη. Αυτό είναι μια καταναλωτική σχέση με την τέχνη.
Όμως πρέπει να δοθεί χώρος για διάλογο με το έργο τέχνης, πρέπει οι θεατές και όσοι/ες ενδιαφέρονται για το πεδίο του θεάτρου να προσέρχονται ανοικτοί και ανοικτές σε αυτό, να μην είναι εξαρχής αμετακίνητοι και να μην προσέρχονται από πριν με διάθεση να κουνήσουν το δάκτυλο. Μπορεί ο διάλογος να μην πετύχει, να φύγουμε έπειτα απογοητευμένοι. Αλλά θα έχουμε δώσει ευκαιρία. Το θέατρο είναι ένα ταξίδι στο οποίο πρέπει να επιτρέψουμε να αφεθούμε.
Ποιο είναι το πλέον δύσκολο όταν κάνεις θέατρο στην Ελλάδα του σήμερα;
Η χρηματοδότηση και το εργασιακό καθεστώς. Ξεκίνησα να κάνω θέατρο πριν από 20 περίπου χρόνια και δεν είχα τότε -ούτε έχω σήμερα- καμία οικονομική στήριξη. Τώρα μπορώ να πω πως έχω κερδίσει ως άνθρωπος μεγάλα αποθέματα υπομονής και επιμονής σε ό,τι αφορά τη ζωή και τη δουλειά μου. Αλλά δεν είναι δίκαιο αυτό που συμβαίνει, γιατί υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι με ταλέντο που δεν διαθέτουν και ίσως δεν θα έπρεπε να διαθέτουν, αυτή την υπομονή, να υπομείνουν όλη αυτή την κακουχία. Γιατί δεν υπάρχει καμία στήριξη και εννοώ και τις επιχορηγήσεις του υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι πολύ χαμηλές και σε παγιδεύουν, γιατί φτάνεις στο τέλος να πληρώνεις από την τσέπη σου για να εκτελέσεις την ελλιπώς επιχορηγηθείσα παραγωγή. Είσαι υπό μια έννοια παλαβός στην Ελλάδα για να κάνεις αυτή τη δουλειά, αν δεν έχεις ισχυρό οικονομικό background ή αν δεν ανήκεις σε κάποιον κύκλο.
Είμαστε τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo. Είμαστε σε καλύτερο σημείο θεωρείτε ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου στο θέατρο;
Είμαστε σε καλύτερο σημείο, σαφώς. Υπάρχει ένα μάζεμα, ένας φόβος να εκδηλωθούν συμπεριφορές που πριν ήταν άνετες. Και είναι θετικό ότι πολλοί άντρες του επαγγέλματος διαφυλάσσουν αυτές τις κατακτήσεις και τις υπερασπίζονται. Είναι βέβαια μια μάχη που δεν τελειώνει, είναι διαρκής και καθημερινή, κι εγώ προσπαθώ να διατηρώ μια συνειδητή στάση απέναντι στα πράγματα και στο μέτρημά απέναντι σε συμπεριφορές που θεωρώ τραυματικές.
Υπάρχει ένα είδος θεάτρου που δεν έχετε προσεγγίσει και θα θέλατε στο μέλλον να καταπιαστείτε με αυτό;
Η αρχαία τραγωδία. Μου αρέσει πολύ και τη φοβάμαι τρελά. Και αυτό γιατί πρέπει να βρω έναν παραστασιακό κώδικα τέτοιο, που να μην επαναλαμβάνει κάτι αλλά να βασίζεται στο κείμενο και να συνιστά ανακάλυψη εκ νέου της ανάγνωσής του. Η ανακάλυψη αυτού του κώδικα που θα αποκαλύψει σε μένα τι είναι πραγματικά το «τραγικό» είναι κάτι που με αφορά πολύ και το σκέφτομαι πολλές φορές παρότι ως τώρα το αναβάλλω.
Info:
«Τάο», Θέατρο Επί Κολωνώ, Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94
Συγγραφέας: Γιώργος Καφετζόπουλος
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη
Πρωταγωνιστούν: Αντώνης Καφετζόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Γιώργος Καφετζόπουλος
Άλλοι συντελεστές: Σκηνικό: Γιώργος Χατζηνικολάου, Δανάη Σπηλιώτη, Κοστούμια: Μαρία Αναματερού, Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων
Σάββατο στις 21:30
Κυριακή στις 21:15
Δευτέρα στις 21:00
Τιμές εισιτηρίων: Καθημερινές: 18€ (Κανονικό), 15€ (Φοιτητικό, Ανέργων, 65+), Κυριακή: 20€ (Κανονικό), 17€ (65+), 15€ (Φοιτητικό)