Ένας πεζόδρομος τον οποίο χαίρεσαι να περπατάς κι ανοίγουν ωραία μαγαζιά για καφέ ή ποτό ή μεζέδες ή φαγητό και προσελκύει νέο κόσμο ή συσπειρώνει τους κατοίκους και δίνει δυνατότητα να βιοποριστούν οι άνθρωποι, είναι σαφώς προτιμότερος από έναν πεζόδρομο που είναι όλα τα ρολά κατεβασμένα, γεμάτος ακαθαρσίες και πεδίον ναρκoεμπορίου λαμπρόν. Ποιο το νόημα να γίνονται επιθέσεις με τρικάκια ή μπογιές που διεκδικούν τον δημόσιο χώρο από τα τραπεζοκαθίσματα όταν αυτός ο δημόσιος χώρος στη διεκδικούμενη μορφή του όχι απλά απωθεί τον πολίτη αλλά τον αποκλείει από την οποιαδήποτε χρήση του εφόσον αυτός γκετοποιείται για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα λίγων;
Μεγάλη η συζήτηση για το gentrification. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στον παραλογισμό των ενοικίων, την ξεκάθαρα πολιτική υποστήριξη (με την πλήρη έλλειψη κάθε επέμβασης για την εναρμόνιση των τιμών με τους μισθούς), ούτε στη βίαιη σχεδόν μετατόπιση ολόκληρων πληθυσμών για χάρη διαφόρων οικονομικών κύκλων. Αλλά gentrification χωρίς εστίαση, δεν γίνεται. Πρώτα βλέπεις τα μαγαζιά και μετά καταλαβαίνεις ότι εδώ το πράγμα αλλάζει. Όπου δεις πια καινούρια μαγαζιά με ποικιλίες καφέ τρεις διαφορετικές υποκατηγορίες Κόστα Ρίκα κι άλλες πέντε Αιθιοπία με κίτρινα καθίσματα και φυτά εσωτερικού χώρου στο wc ή πας στην πιο δίπλα περιοχή να καπαρώσεις σπίτι με καλό ενοίκιο ή λες, OK, εδώ θα έρθει κόσμος από παντού και θα περάσω καλά. Αναλόγως, δηλαδή, των οικονομικών σου δυνατοτήτων και τι εμπειρίες θέλεις να έχεις.
Όλη αυτή η ζύμωση τελικά κρίνεται από ένα μέσο κοινό. Ούτε από εκείνους που θα βανδαλίσουν τη βιτρίνα ενός καινούριου μαγαζιού πετώντας του μπογιές και απειλώντας ότι θα «αδειάζουν το περιεχόμενο των σωμάτων τους μονίμως» μέχρι να φύγουν από τη γειτονιά (όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε κάποια στιγμή σε προκήρυξη αντιεξουσιαστικής ομάδας). Ούτε, όμως, από εκείνους που θα έρθουν να κατοικήσουν σε μια περιοχή του κέντρου από τα προάστια (τα προκεχωρημένα, τα καλά), μόνο και μόνο γιατί αυτή αναφέρεται σε όλα τα lifestyle μέσα και που μπορώντας να αντέξουν το υψηλό κόστος ζωής θα ζήσουν ένα διάστημα εκεί χωρίς ωστόσο να γίνουν μέρος της γειτονιάς και να καταλάβουν τις ανάγκες της.
Και το μέσο κοινό, δεν μπορείς να το κοροϊδέψεις εύκολα. Έχει φάει πολλά χαστουκάκια, μετράει τις δυνατότητες του, επιχειρεί ή έχει επιχειρήσει. Εργάζεται. Και δεν συγχωρεί.
Όσους φίλους και γνωστούς δημοσιογράφους και να έχεις, που να γράφουν για το νέο hot spot της Κυψέλης, ας πούμε, κι αυτό να δημοσιεύεται τη μέρα που ανοίγεις το μαγαζί σου, ίσως και πιο πριν, όσοι φασαίοι και χιπστεράδες -πείτε το όπως θέλετε, και να έρθουν για ένα διάστημα, όσο καλό φαγητό και να έχεις γιατί υπήρξες μάγειρας στο τάδε μισελενάτο εστιατόριο ή ήσουν στο τάδε ριάλιτι μαγειρικής, δεν πα να έχεις αποξηραμένα φασόλια αντί για φιστίκια για μεζέ με τριμμένο χαρούπι και πούδρα μυρωδικών καψαλισμένη, ό,τι, μα ό,τι κι αν κάνεις, τζεντριφικέσιο ξετζεντριφικέσιο, λίγη μούρη παραπάνω να πουλήσεις, τους ντόπιους, πάει, τους έχασες. Και οι ντόπιοι είναι αυτοί που θα μείνουν όταν οι φίλοι σου στα media ανακαλύψουν μια άλλη περιοχή ή ένα άλλο μαγαζί. Είναι αυτοί που περιμένουν πώς και πώς την άφιξη ενός νέου χώρου, που τον βλέπουν να φτιάχνεται από την αρχή και που θα μιλήσουν στους πάντες όταν σε επισκεφτούν.
Οι αρπαχτές του gentrification δεν έχουν καμιά τύχη, μακροπρόθεσμα. Πόσω μάλλον ο σνομπισμός που συνήθως έρχεται μαζί. Οι μικροσκοπικές μερίδες ενός σύγχρονου μεζέ ολίγον αποδομημένου, ολίγον εκσυγχρονισμένου, μια μπουκιά στα 15 ευρώ. Το μπλαζέ σέρβις σε ένα μπαράκι στη νέα in πλατεία, ο καφές που κάνει είκοσι λεπτά να σου έρθει στο τραπέζι γιατί εμείς πρώτα μιλάμε με τους φίλους μας και μετά κάνουμε τον καφέ σου, είμαστε κουλ, τα έχουμε βρει με τον εαυτό μας, δεν είμαστε σαν εσένα βιαστικοί, γρανάζια, θύματα του καπιταλισμού, πήγαινε αλλού αν δεν σου αρέσει.
Αντιθέτως, ο επιχειρηματίας που είδε την ευκαιρία μιας καινούριας πιάτσας, με χαμηλά ενοίκια και με ένα κοινό που περιμένει το νέο, ο οποίος θα σου σερβίρει ένα ωραίο πιάτο σε μια λογική τιμή σε σχέση με το κόστος των πρώτων υλών, χορταστικό, πρόταση, αξιοπρεπές με καλό σέρβις και τους ίδιους υπαλλήλους (που δεν τους αλλάζει κάθε τρίμηνο γιατί τους αναγκάζει να παραιτούνται), είναι αυτός που κερδίζει την εκτίμηση του κόσμου. Και αποκτά θαμώνες. Και γίνεται σημείο αναφοράς. Και θα του έρθει και κόσμος από άλλες περιοχές. Όχι επειδή το γράφουν τα media.
Ακόμα και στην εστίαση, λοιπόν, ο κόσμος έχει ανάγκη από σταθερές αξίες. Σε έναν κόσμο που τα πάντα αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή, που μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν χωρίς να καταφέρουν να αποτελέσουν ούτε καν μια μελλοντική ανάμνηση, ο επιχειρηματίας που θα σου προσφέρει value for money και πάνω απ’ όλα ειλικρίνεια, είναι αυτός που κερδίζει την παρτίδα. Φρέσκα υλικά, ξεκάθαρες προθέσεις, καλό σέρβις, αξιοπρεπής χώρος. Που δεν θέλει να σε ξεζουμίσει. Αλλά θέλει να του ξαναπάς.
Αυτό βέβαια συμβαίνει με όλα τα εστιατόρια, δεν είναι κάτι που παρατηρείς σε νεοπαγείς πιάτσες. Γιατί εκείνο το πανάκριβο εστιατόριο είναι σταθερό στις προτιμήσεις του κοινού, ενώ ανοίγουν συνέχεια καινούρια εστιατόρια; Γιατί οι εύρωστοι οικονομικά θα το επισκέπτονται συχνά κι οι ασθενέστεροι θα κάνουν μερικές οικονομίες ώστε κάποια στιγμή να το επισκεφτούν; Γιατί αυτό που σου πουλάει είναι ειλικρινές. Ξέρεις τι τρως. Δεν έχουν ύφος χιλίων καρδιναλίων. Θα σε σεβαστούν.
Και κάπως έτσι, εκεί που νιώθουν ότι τους σέβονται, οι άνθρωποι συνεχίζουν να βγαίνουν για φαγητό, τα ζευγάρια πάνε για να γιορτάσουν το γεγονός ότι παρά τις αντιξοότητες είναι ακόμα μαζί, οι παρέες προσμένουν την συνάντηση και ψάχνουν να βρουν πού θα πάνε, κάνουν σχέδια, πλάνα, ελπίζουν ότι για όσο τρώνε μαζί θα είναι ασφαλείς, η βαρβαρότητα θα μείνει απέξω, θα τους μείνει και κανά φράγκο όμως για την άλλη εβδομάδα, θα γελάσουν, θα πουν τα νέα τους. Ίσως και να είναι για λίγο ευτυχισμένοι.