Συνάντησα έναν γνωστό μου πριν λίγες μέρες, έχει ανοίξει εδώ κι αρκετά χρόνια ένα πολύ τίμιο all day bar restaurant, αν κι εμένα μου αρέσει να το λέω μπιστρό χωρίς να είναι ακριβώς. Σωστός επιχειρηματίας, μπροστάρης στην αλλαγή μιας ολόκληρης γειτονιάς, άντεξε το κόστος της πανδημίας, καλοπληρωτής με το προσωπικό του, σωστές αναλογίες τιμών και πρώτων υλών στο μενού του – όχι μόνο δεν σε κλέβει, όποια ανατίμηση κάνει στη λέει και συμφωνείς κιόλας. Μουσική παίζει τη μέρα ένα γαλλικό web σταθμό και τα βράδια συνήθως κάτι πιο industrial σε λογική ένταση για όποιον θέλει να καθίσει στον εσωτερικό χώρο κι ανάλογα τα κέφια του μπάρμαν. Και για να μην ενοχλεί τους περίοικους, φυσικά.
Μου έλεγε ότι πέρασαν κάποιοι εκπρόσωποι της Αυτοδιαχείρισης και του έσπασαν τα, χμ, νεύρα. Ο ίδιος μιλά πολύ γρήγορα και με κάποιες ιδιαιτερότητες, με κυρίαρχη το να νομίζει ότι γίνεται πλήρως αντιληπτός. Αλλά το νόημα ήταν σαφές: ότι ήταν πολύ πιεστικοί και επιθετικοί και ότι του έκαναν σχεδόν ανάκριση για το είδος της μουσικής που παίζεται στο μαγαζί του. Κι ότι αν πρέπει να πληρώνει για κάποια πνευματικά δικαιώματα δεν τον πειράζει εφόσον αυτό εντάσσεται στα πλαίσια λειτουργίας του καταστήματος. Τον πειράζει δηλαδή, γιατί, πόσα έξοδα να εντάξει επιπλέον στον προϋπολογισμό, πόσα να μεταφέρει στις τελικές τιμές, πόση κοπτοραπτική πια, αλλά θέλει να είναι νόμιμος. Αυτό που τον πείραξε περισσότερο ήταν το ύφος τους.
Αλλά και το ΠΑΝ.Σ.Ε.Κ.Τ.Ε. κατήγγειλε τον προηγούμενο χρόνο ότι η Αυτοδιαχείριση στρέφεται ενάντια στην εστίαση με αγωγές και δικαστήρια (επιδιώκοντας να της αποδοθούν χρήματα για τη χρήση μουσικής από το 2018-2022). Όχι, ο γνωστός μου bistrotier, δεν αναφέρθηκε με νομικούς όρους, αλλά παρατηρεί κάποιος ένα μοτίβο.
Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ (Autodia) είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός. Διαχειρίζεται τα δικαιώματα Ελλήνων και ξένων συνθετών, στιχουργών και εκδοτών/υποεκδοτών και εκπροσωπεί 77 Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης από όλον τον κόσμο. Εισπράττει και διανέμει δικαιώματα από όλες τις πηγές εσόδων και αποτελεί το πιστοποιημένο μέλος στην Ελλάδα των παγκόσμιων και ενώσεων Οργανισμών των Δημιουργών (CISAC, GESAC, BIEM). Στον επίσημο ιστοχώρο της μπορεί κάποιος να πληροφορηθεί για τις άδειες που οφείλει να εκδώσει αν είναι επιχειρηματίας, για την εύλογη αμοιβή του 6%, για την επιγραμμική χρήση μουσικής που δεν είναι άλλη από την online μουσική είτε μέσω πλατφορμών, κοινωνικών δικτύων, web ραδιοφωνικών σταθμών. Φαίνεται να κατέχει την κυρίαρχη θέση ανάμεσα στις εταιρείες συλλογής πνευματικών δικαιωμάτων, μαζί με τον GEA και την ΕΔΕΜ (με την οποία υπήρξε αντιπαράθεση).
Ωραία όλα αυτά. Ακούει, όμως, ο κόσμος που πάει σε ένα εστιατόριο τη μουσική που παίζεται εκεί; Ή σε ένα καφέ; Δύσκολο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Κι έχει να κάνει φυσικά με το clientele του κάθε χώρου. Αλλιώς είναι ο πελάτης ενός μικρού στεκιού που είναι πιο εναλλακτικό και μπορεί να μαζεύονται κι άνθρωποι που γράφουν ή παίζουν μουσική οι ίδιοι, αλλιώς ο πελάτης ενός πιο ακριβού εστιατορίου ο οποίος θα πάει για το φαγητό ή για κάποια επαγγελματική συνάντηση, ας πούμε. Προσωπικά, μέσα στο χρόνια έχω παρατηρήσει ότι στις μεγάλες mainstream καφετέριες για παράδειγμα κανείς δεν ακούει το παραμικρό. Όπως έχω αντιληφθεί ότι κατά την τουριστική περίοδο πολλοί από τους ξένους επισκέπτες ενδιαφέρονται αρκετά για το τι ακούνε ενώ τρώνε, ίσως γιατί έχει να κάνει με τη συνολική εμπειρία και τη γνωριμία με τον τόπο. Ή ίσως γιατί είναι πιο οξυμένες οι αισθήσεις τους καθώς βρίσκονται σε μια άλλη συνθήκη. Όχι όλοι βέβαια. Οι all inclusive κι εκείνοι που ήρθαν να τσουρουφλιστούν, να πιουν και να λιώσουν στη θάλασσα και τα νησιωτικά κλαμπ ό,τι κι αν ακούσουν το ίδιο είναι για αυτούς. Έχω παρατηρήσει, όμως, ότι ο κόσμος είναι και πιο ενημερωμένος απ’ όσο ήταν παλιότερα. Και θα ψάξει να βρει και τη μουσική (άγιο shazam!).
Από την άλλη, με ποια κριτήρια επιλέγεται η μουσική; Ή, η έντασή της; Υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν ξέρουν τι τους γίνεται πάνω σε αυτό. Παίζουν ό,τι να ‘ναι. Ξέρετε πώς αισθάνεσαι όταν είναι Αύγουστος και παίζει μια λίστα σε rotation, ένας κύκλος αέναος, σχεδόν φαύλος κι ακούγονται χριστουγεννιάτικα και πρέπει να πεις εσύ στους ξαφνιασμένους ροδοκόκκινους Αμερικάνους από το Τέξας ένα ξεγυρισμένο “ho ho ho, Merry Christmas”; Μπας και με την παραστασούλα σου αυτή σώσεις τη χαμένη τιμή της επιχείρισης; Και να το κάνεις συνέχεια; Γιατί παρά τις αναφορές σου, τις εκκλήσεις σου για βοήθεια, την σε καθημερινή βάση επίκληση της λογικής, κανείς -μα κανείς- δεν ενδιαφέρεται;
Είναι κωμικοτραγικό. Σαφώς αστείο. Και κάποιες φορές σε χαλαρώνει από την πίεση της βάρδιας. Κάποιες άλλες, όμως, σε συνθλίβει ακόμα περισσότερο. Αυτή η απαίτηση των εργοδοτών να είσαι εσύ σε όλα άψογος ενώ οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονται καν για το αν παίζει χριστουγεννιάτικα κοντά στο Δεκαπενταύγουστο (ενώ τους λες, παιδιά, γινόμαστε ρεζίλι, αλλάξτε το!) είναι ένα ακόμα τραύμα, σε μια δουλειά που κάνει τα πάντα για να σε τραυματίσει.
Οι σερβιτόροι βασανιζόμαστε πολύ από τη μουσική που ακούγεται κατά τη διάρκεια της βάρδιας μας. Άλλοι βασανιζόμαστε γιατί ακούμε λαϊκά και μας έχουν βάλει τζαζ, πολύ ωραία τζαζ, αλλά στα αυτιά μας ακούγονται σαν χαλασμένα κλαρίνα. Άλλοι γιατί εκεί που πάμε να φτιαχτούμε κάπως με τη μουσική γιατί στη μηχανική κίνηση της δουλειάς αυτή μπορεί να μας κάνει ν’ αλλάξουμε λίγο διάθεση, ξαφνικά η λίστα αλλάζει και παίζει κάτι τελείως διαφορετικό, χωρίς αιτία, χωρίς λογική. Άλλοι γιατί δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς γίνεται σε ένα εστιατόριο που πάει ο κόσμος να φάει έχει έναν DJ να βαράει λες και παίζει σε κλαμπ. Άλλοι γιατί δουλεύουμε σε γάμους και ξέρουμε ότι όλα μα όλα τα set έχουν ως εξής:
1. Το τραγούδι του ζευγαριού
2. Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
3. Rasputin και YMCA για τις θείες και τους θείους
4. Λίγα «ξένα» για να λικνιστούν οι «μοντέρνοι»
5. Τσιφτετέλια
Bonus Track: Η Ζωή Εδώ Τελειώνει
Βασανιζόμαστε, γιατί ακούμε συνέχεια τα ίδια. Μουσικές και τραγούδια που δεν ακούει κανείς άλλος, κανένας πελάτης, παρά μόνο εμείς. Που μας δίνουν στα νεύρα, που τα συνδυάζουμε με εντάσεις πάνω στη δουλειά, ή εκείνο το τραγούδι που παίζει όταν αρχίζουν να έρχονται όλοι μαζί, εκείνο το τραγούδι που παίζει όταν κάνουμε ταμείο και μετράμε ξανά και ξανά αποκόμματα καρτών κι άντε πάλι από την αρχή. Τραγούδια που φανταζόμαστε ότι θα παίζουν στα αυτιά μας όταν μας φορέσουν τον ζουρλομανδύα και αυτά θα ακούμε μονίμως, ένα τραγούδι, αενάως, φορ έβερ, στο φωτεινό κόσμο του ιδρύματος στο οποίο θα μας πάνε εκείνοι οι καλοί κύριοι. Τραγούδια που γίνονται και inside jokes, ανάμεσα σε συναδέλφους με τους οποίους έχουμε δουλέψει πολύ καιρό μαζί, μας ενώνει η πρόκληση του service, η παράνοια μιας κακής διοίκησης, η αμείλικτη αδιαφορία της εργοδοσίας. Μπορεί να χορέψουμε και λίγο, θα μας δει ο πελάτης και λίγο χαμογελαστούς, αυτά τα τραγούδια γίνονται αναμνήσεις μας.
Ξέρετε τι είναι ν’ ακούτε στη διαπασών κάθε 20΄λεπτά το Τραίνο των Οκτώ της Βίκυς Λέανδρος;
Καλύτερα να μην μάθετε.