Ήταν μόλις λίγο καιρό πριν όταν οι εργαζόμενοι ενός γνωστού εστιατορίου καθώς πήγαιναν να ξεκινήσουν τις καθιερωμένες εργασίες που γίνονται καθημερινά πριν το άνοιγμα, αντίκρισαν τον υπεύθυνο της επιχείρησης να έχει επαγγελματική συνάντηση με ένα γκρουπ από τις Φιλιππίνες. Υπήρχαν τόσο άντρες όσο και γυναίκες και φυσικά ένας διερμηνέας με τον οποίο γίνονταν στα ελληνικά οι πιο ωμές – ας πούμε – κουβέντες, όπως για παράδειγμα ότι υπάρχουν πολλοί δικηγόροι που παίρνουν μια κάποια προμήθεια προκειμένου να «μαγειρέψουν» τα της άδειας εργασίας και παραμονής και ειδικά μια συγκεκριμένη («θα σου δώσω εγώ το τηλέφωνό της μετά»).
Τον περασμένο Δεκέμβρη σε μια άλλη συνάντηση, φιλική αυτή τη φορά, ένας γενικός διευθυντής σε μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα στη Ρόδο, μιλούσε φυσικά για την επερχόμενη τουριστική σεζόν και μάλλον ανακουφισμένος έλεγε ότι θα φέρουν κόσμο να δουλέψει από τις Φιλιππίνες. Ανακουφισμένος με την έννοια ότι αυτός ο μεγάλος βραχνάς για τον ίδιο και τα αντίστοιχα στελέχη σε όλη την επικράτεια έμοιαζε ότι δεν θα επαναλαμβανόταν για ακόμα μία χρονιά, καθώς τις αμέσως προηγούμενες η εξεύρεση προσωπικού αλλά και η διατήρηση του υπάρχοντος, ήταν ένας εφιάλτης.
Όσοι παραμείναμε στον τουριστικό κι επισιτιστικό κλάδο κατά τη διάρκεια της πανδημίας με όλα τα lockdown και τις αναστολές και τα περίεργα συστήματα εργασίας και δεν ψάξαμε αλλού δουλειά, αντιμετωπίσαμε τεράστια δυσκολία όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε ξανά. Το λίγο προσωπικό, οι παράλογες εκτός πραγματικότητας απαιτήσεις, τα εξαντλητικά ωράρια, τα σπασμένα νεύρα και η νέα αυτή συλλογική ψυχολογία ήταν λίγα μόνο από όσα αντιμετωπίσαμε. Είχε ανατείλει ένας τελείως νέος κόσμος, η ιστορία άλλαξε ρου, αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση – κι ούτε είναι ακόμα – να πει με σιγουριά πού έχει πάει το πράγμα.
Ένα από τα πράγματα που μας έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση σε μας τους παλιότερους, σε ηλικία αλλά και σε επαγγελματική εμπειρία, ήταν ότι οι νέοι συνεργάτες και ιδιαίτερα οι νεαροί κι οι νεαρές, όσες τώρα ξεκινούσαν ή είχαν μόλις τελειώσει τις σχολές τους, είχαν μια τεράστια ευκολία στο να τα παρατήσουν. Κι αν όχι κάτι τόσο δραματικό, είχαν τεράστια ευκολία στο να λένε πολλά «όχι», στο να μην ακούνε στις εντολές ή σε αυτό τέλος πάντων που τους έλεγες ότι πρέπει να κάνουν γιατί αυτό κάνουμε σε αυτή τη δουλειά, είχαν τεράστια ευκολία να δείχνουν τα συναισθήματά τους ή να μην νοιάζονται καθόλου για το πώς φαίνονται, για το πώς ή αν αποδίδουν, το πώς τελικά αξιολογούνται από τους ίδιους τους εργοδότες τους. Και, επαναλαμβάνω, όχι μόνο οι νέοι σε ηλικία, αλλά ιδιαίτερα αυτοί.
Μας είχε ξενίσει τρομερά αυτή η συμπεριφορά. Και μας είχε προβληματίσει. Αφενός έπρεπε να δουλεύουμε διπλά και τριπλά εφόσον είχαμε στις ομάδες ανθρώπους που δεν είχαν σκοπό να κάνουν τίποτα περισσότερο, αφετέρου δεχόμασταν επιπλέον πιέσεις από τις διοικήσεις ώστε να τους εκπαιδεύσουμε. Κυρίως, όμως, μας είχε προβληματίσει το πώς γίνεται εμείς που είμαστε μεγαλύτεροι να δουλεύουμε περισσότερο από νέα παιδιά που είναι σαφώς πιο δυνατά. Ή, προβληματιστήκαμε, τι θα γίνουν όλα αυτά τα παιδιά με τα μυαλά που κουβαλάνε, που τα νοιάζει να μένουν στο παιδικό τους δωμάτιο και να έχουν μόνο ένα καλό κινητό για να ανεβάζουν βιντεάκια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και όλες αυτές τις μπουμεριές, που μπορεί κάποιος να ξεστομίσει.
Μετά αρχίσαμε να λέμε, «μωρέ, καλά κάνουν». Αρχίσαμε να το θαυμάζουμε όλο αυτό. Και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας που τόσα χρόνια ανεχτήκαμε όλη την εργοδοτική ασυδοσία, όλες τις αυθαιρεσίες, όλα αυτά τα αντικανονικά πράγματα που μετέτρεψαν τον κλάδο σε μια απέραντη φάμπρικα. Μήπως τελικά όλα αυτά τα παιδιά, με το σοκ της πανδημίας, την αντιστροφή της θέασης, το στρίψιμο της βίδας, ήταν τελικά πιο σωστά; Και με τον τρόπο τους, έλεγαν στα αφεντικά «κάπου ώπα μεγάλε»… Δεν με πληρώνεις περισσότερο, δεν με πληρώνεις καν καλά, γιατί να δουλεύω για δυο και τρεις, είναι δικό σου πρόβλημα αν δεν έχεις προσωπικό, ζητάς παράλογα πράγματα, ζητάς να κάνω πράγματα που δεν ξέρω, ζητάς να κάνω πράγματα που δεν είναι δική μου δουλειά, ζητάς να κάνω πράγματα που αντιστοιχούν σε περισσότερες από μία θέσεις ή ακόμα κι ειδικότητες και – εν τέλει – γιατί να γίνω σαν όλους αυτούς τους τρελούς;
Τρελοί ήμασταν και είμαστε εμείς, οι παλιοί, για όλα αυτά τα παιδιά. Τρελοί κανονικά, μου το έχουν πει πολλές φορές σε συζητήσεις. Καρατσεκαρισμένο. Τρελοί του γιατρού, με το μάτι γυρισμένο ανάποδα, όλα τα συναφή. Κομπλέ. Που δουλεύουμε τόσα χρόνια δεχόμενοι όλα αυτά, άτολμοι να ζητήσουμε κάτι καλύτερο και να διεκδικήσουμε καλύτερες συνθήκες. Που γίναμε καλολαδωμένα γρανάζια, τσιράκια θα έλεγε κάποιος κιόλας. Ακόμα κι αν έχουμε υποχρεώσεις πέραν του Tik Tok, ακόμα και αν το φορτίο του καθενός είναι ιερό, ακόμα και αν τα γεγονότα της ζωής έκοψαν σε κάποιον τη φόρα ή τον οδήγησαν αλλού, αν έπρεπε να το βουλώσεις για να επιβιώσεις, αν έκανες τρελές ισορροπίες για να διατηρήσεις έναν μίνιμουμ μισθό με αξιοπρεπή μέσα, αν έπεσες σε ένα φαύλο κύκλο ή και σε κατάθλιψη ακόμα, ναι, μπορεί αυτά τα παιδιά να είχαν δίκιο. Και μέσα σε όλη αυτή την τρέλα, πιστέψαμε ότι οι ελλείψεις προσωπικού, τα σοβαρά προβλήματα λειτουργίας που προέκυψαν, οι κακές εκ των πραγμάτων υπηρεσίες, θα άλλαζαν τα πράγματα. Ότι θα ανάγκαζαν τις εργοδοσίες να σκεφτούν κάποια πράγματα κι ότι θα πρόσφεραν καλύτερες συνθήκες εργασίας, με καλύτερους μισθούς και περισσότερο προσωπικό. Γέλια. Γέλια πολλά. Το Κεφάλαιο είναι Κεφάλαιο. Και, όπως συμβαίνει από την εποχή των σπηλαίων ακόμα, ξέρει να ελίσσεται. Αν όχι να διαμορφώνει τις καταστάσεις όπως ακριβώς θέλει. Τέλος. End of story.
Οι συμφωνίες της κυβέρνησης με τρίτες χώρες όπως οι Ινδία, Αρμενία, Γεωργία, Μολδαβία, Βιετνάμ και, φυσικά, Φιλιππίνες, θα φέρει στρατιές εργαζομένων προκειμένου να καλυφτούν τα τεράστια κενά στον τουρισμό και την εστίαση της χώρας. Τα σωματεία κάνουν λόγο για τον ορατό κίνδυνο να δημιουργηθούν εισοδηματικές και εργασιακές ανισότητες, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο, με ποιους όρους αμοιβής και εργασίας θα δουλεύουν στη χώρα μας οι μετακλητοί εργαζόμενοι, πώς θα διασφαλίζονται αυτοί οι όροι και πόση διάρκεια θα έχει η σύμβασή τους. Ότι ενώ ο κατώτατος μισθός αποτελεί την ελάχιστη προστασία κάθε εργαζομένου στη χώρα μας, στον κλάδο του τουρισμού, όπου υπάρχει ενεργή κλαδική σύμβαση, δημιουργείται πλέον ο κίνδυνος μεγάλης εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών, με τελικό αποτέλεσμα οι εργοδότες να προτιμούν τους εργαζόμενους από τρίτες χώρες λόγω μειωμένου κόστους, σε συνδυασμό με την πλήρη ασυδοσία που επικρατεί στην αγορά εργασίας. Και προσθέτουν επιπλέον συνισταμένες στο όλο ζήτημα, απαιτώντας ενίσχυση του επιδόματος ανεργίας, για στήριξη των εποχικών εργαζομένων, οι οποίοι απολύθηκαν με τη λήξη της τουριστικής περιόδου και καλούνται να επιβιώσουν έως και την έναρξη της επόμενης χωρίς καμία οικονομική στήριξη, αφού επιδοτούνται μόνο για τρεις μήνες, ενώ η περίοδος που βρίσκονται εκτός εργασίας είναι τουλάχιστον έξι μήνες, για κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, για καταβολή των επιδομάτων προϋπηρεσίας με μέριμνα για όσους βρίσκονται σε προχωρημένο ηλικιακό στάδιο και είναι δύσκολη η απορρόφηση στους χώρους εργασίας, αλλά και για δίκαιες λύσεις με κίνητρα που θα συμμερίζονται το κύμα εργαζομένων από τρίτες χώρες (καμπανάκι και για γιγάντωση του ρατσισμού, στο σημείο αυτό).
Εντάξει, τους εργαζόμενους τους έχεις γενικά γραμμένους, το βλέπουμε σε όλους τους κλάδους αυτό. Αλλά προκύπτει και ένα άλλο συμπέρασμα από όλα αυτά: η κυβέρνηση, οι ελίτ, τα αφεντικά, τα καρτέλ, τα συμφέροντα, το κεφάλαιο, όπως θέλετε πείτε το, άλλωστε όλα αυτά διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο, αποφάσισαν όχι μόνο την αποστράγγιση του εργατικού δυναμικού, αλλά κυρίως διάλεξαν, ξεκάθαρα και μάλλον αμετάκλητα, τις προδιαγραφές για το εθνικό προϊόν: μαζικός τουρισμός, κακό σέρβις, ανειδίκευτο προσωπικό, ορδές επισκεπτών που – τι θέλουν μωρέ; – να τσουρουφλιστούν στον ήλιο, να πάνε σε κανά κλαμπάκι, να φάνε καλαμαράκι, οι πιο μεγάλοι σε κανά μουσείο, οι πιο πλούσιοι σε καμιά Μύκονο, ε, άσε τα κρουαζιερόπλοια να σουλατσάρουν, λεφτάκια να βγάζουμε. Ξεπερασμένα πράγματα. Κοντόφθαλμα. Κακόγουστα. Τελείως εκτός εποχής. Ταφόπλακα.