Το πρώτο πράγμα που θυμάται απ’ τη ζωή του είναι πως αδυνατούσε να διαβάσει τα παραμύθια απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Επέλεγε τυχαίες σελίδες και ξεκινούσε από κει, ή διάβαζε πρώτα το τέλος και μετά την αρχή. Την πρώτη του επαφή με το σινεμά του αλλόκοτου την απέκτησε όταν ο θείος του τον εισήγαγε στο κινηματογραφικό σύμπαν του Peter Greenaway. Την αξία του σοκ ταξινομεί κινηματογραφικά ιδιαιτέρως υψηλά, ειδικά όταν σκοπός είναι η κατάδειξη της πολιτικής πραγματικότητας.
Ο Φιλ είναι ένα queer αγόρι με καταγωγή απ’ τη Βέροια. Έριξε πίσω του μαύρη πέτρα. Την δεκαετία του ’90 πάει στο Λονδίνο προκειμένου να ασχοληθεί με το σινεμά. Εκεί ανακαλύπτει έναν θαυμαστό καινούριο κινηματογραφικό κόσμο. Έρχεται σε επαφή με την λονδρέζικη queer κοινότητα.
«Το glorification του φρικουλέ»
Βρίσκει πως η Μπάτλερ σχετίζεται αμέσως με τον Μπουνιουέλ. «Ο queer κινηματογράφος να διαπραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο ο σουρεαλισμός και το performativity εφάπτονται. Τσαλακώνει τη γραμμικότητα, το ίσιο της αφήγησης. Αγαπά τον σουρεαλισμό. Καταλαβαίνει πως η ζωή μας είναι μια περφόρμανς. Αυτό ήταν δεδομένο για τους queer δημιουργούς απ’ τη δεκαετία του 1930 μέχρι το 1980. Τότε έχουμε το μεγάλο τραύμα του AIDS και η queer avant garde πεθαίνει κυριολεκτικά. Μένουμε στα ‘90s με το τίποτα. Πρέπει λοιπόν να επανεφευρεθεί ο queer κινηματογράφος, αλλά με όρους νεκρούς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τότε ένας κινηματογράφος πολύ πιο ίσιος. Το new queer cinema χάνει το glorification του φρικουλέ», αναφέρει.
Βρίσκει το νέο queer κύμα περιορισμένο γιατί «ασχολείται με ιστορίες ενηλικίωσης και γκέι ρομάντζα». Εντοπίζει punk στοιχεία στο drag και ερωτισμό στο αλλόκοτο.«Είδε εμένα η μάνα μου το All about my mother, μια πολύ γενναία ταινία του Αλμοδόβαρ στη Βέροια. Φυσικά και κάτι τέτοιο είναι τομή για μια μικρή κοινωνία, αλλά δεν λέει κάτι για την καινούρια γενιά. Εκπροσωπεί μια υποβόσκουσα ανάγκη της queer κοινότητας και κατ’ επέκταση του queer κινηματογράφου να είναι αρεστός από το mainstream και από την συνολική κοινωνία. Μετά του τραύμα του AIDSδεν μπόρεσε το κίνημα να κρατήσει την δυναμική του. Το ’70 οι drag queens πετούσαν πέτρες και τώρα χρειάζεσαι δάνειο για να πας του Ru Paul’s Drag Race. Απ’ την άλλη υπάρχει το επιχείρημα: για πόσο θα είμαστε τα φρικιά με τις πέτρες στην απέξω; Δεν πρέπει κάποια στιγμή να ισιώσει η φάση; Είναι μια εξελισσόμενη διαπραγμάτευση όλο αυτό. Προσωπικά θεωρώ πως οφείλω να τραβάω προς την punk πλευρά».
Η δικιά του Avand-Drag!
Στη νέα του ταινία (Avan-Drag!) βλέπουμε μια Μαντόνα στα μπουρδέλα του Μεταξουργείου, μια νοικοκυρά σε απόγνωση. Βλέπουμε την Αχαρνών μετατρέπεται σε πίστα από φώσφορο για να χορέψει πάνω της μια αλβανίδα drag queen. Οι περισσότεροι απ’ τους ανθρώπους που συμμετέχουν έχουν σχέση και με την περιοχή του Μεταξουργείου και με την υποκουλτούρα του.
Στη νέα του ταινία οι ντραγκ περσόνες (Kangela Tromokratisch, Er Libido, Aurora Paola Morado, Parakatyanova, SerGay Parakatyanov, McMorait, Cotsos, Lala Kolopi, Veronique&Cruella Tromokratisch) διαμελίζουν και επανασυνθέτουν το σώμα της πόλης. Φαντάζονται μια Αθήνα ντραγκουίνα διεκδικώντας την ορατότητά τους στις γειτονιές του κέντρου. «Η Kagela σχετίζεται με την Κολιάτσου, η Βερονίκη με τον Άγιο Παντελέημονα, η Λίμπιντο με το Μεταξουργείο, η Aurora προς Ομόνοια, οι Paracatianoves με το Μοναστηράκι. Οι διαφορετικές περιοχές τις Αθήνας χρησιμοποιούνται ως βάσεις ενός mini film essay με αντικείμενο το τι σημαίνει η εκάστοτε στην κάθε περσόνα. Σε μια περίοδο βίαιου εξευγενισμού επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε την παρακαταθήκη μιας περιοχής που σε λίγα χρόνια θα έχει αλλάξει εντελώς.
Για τον Φιλ οι Ελληνίδες νοικοκυρές έχουν μεγαλύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον από τους νοικοκυραίους. «Η εναντίωση στην κουλτούρα του νοικοκυραίου εντάθηκε μετά τη δολοφονία της Zackie. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως ο νοικοκύρης αποτελεί μια φιγούρα που προκαλεί τρόμο στην queer κοινότητα. Η νοικοκυρά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Στο ελληνικό νοικοκυριό μπορεί να συντελεστεί πιο εύκολα μια μετατόπιση της νοικοκυράς, παρά του νοικοκύρη. Νομίζω ότι η ελληνίδα νοικοκυρά, ακριβώς επειδή καταπιέζεται είναι πιο εύκολο να πραγματοποιήσει μια μετατόπιση. Ως φιγούρα πολύ πιο εύκολα μπορεί να αποκτήσει ταξική ενσυναίσθηση», αναφέρει. Η εν λόγω φιγούρα φαίνεται έχει ιστορικά αποτελέσει πηγή έμπνευσης για queer δημιουργούς, όπως ο Γουότερς, ο Ταχτσής, ο Αλμοδόβαρ.
Αντιμέτωπος με την ερώτηση: τι γυρεύει μια Μαντόνα στα μπουρδέλα μου απαντά πως η σεξεργασία αποτελεί κατεξοχήν εικονοκλαστικό σημείο για την ελληνική κοινωνία. Για τον Φιλ οι εθνικοί μας μύθοι στηρίζονται σε μια σειρά αντιφατικών κλισέ. «Το χριστιανοί- αρχαίοι Έλληνες για παράδειγμα θα μπορούσε να απαντά σε θεματολογία χονδροειδούς κωμικής ταινίας. Πρόκειται για ένα κολάζ επιλεγμένων στοιχείων. Στις αναφορές για την αρχαία Ελλάδα δεν θα ακούσεις εύκολα το όνομα της Σαπφούς. Αν πας στο μουσείο Καβάφη δεν θα δεις ούτε ένα σχόλιο γύρω από την σεξουαλικότητα του ποιητή, παρά το γεγονός πως όλα τα ποιήματά του αναφέρονται στην ομορφιά του ανδρικού σώματος», αναφέρει. Βρίσκει μάλιστα πως η ελληνική εθνική ταυτότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια lip syncing σε λόγια μεγάλων ανδρών. «Κατά τη διάρκεια του lip syncing βλέπεις ένα τόσο γκροτέσκο νούμερο, ώστε εντός του δυσκολεύεσαι να διαχωρίσεις τον χαρακτήρα και τον ήχο που ακούγεται. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την εθνικότητα. Είναι κάτι που απλά πρέπει να παπαγαλίσεις. Ένα actεντός του οποίου υποκρίνεσαι κάτι που δεν είσαι. Είναι μια πρακτική αυτόματης ταύτισης απ’ την οποία εκλείπει εντελώς το στοιχείο της κριτικής σκέψης. Είναι μια μίμηση», αναφέρει.
Η Αθήνα αλλάζει πρόσωπο το βράδυ
Για τον Φιλ η Αθήνα δεν είναι ανοιχτά σεξουαλική, το φάντασμα της μάτσο ισοπέδωσης των επιθυμιών μας πλανιέται πάνω απ’ το σώμα της πόλης. «Οι Έλληνες το παίζουν ερωτιάρηδες, αλλά στην πραγματικότητα οι περισσότερες σεξουαλικότητες απαγορεύονται. Στο δημόσιο χώρο υπάρχει μια παραδοσιακή, ανδροκεντρική κακοποιητική υπερσεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος. Η επιβολή της φαντασίωσης του straight άντρα ως η ντε φάκτο σεξουαλικότητα της ελληνικής κοινωνίας καταλήγει στην κανονικοποίηση του άντρα του πολλά βαρύ ως αποδεκτού προτύπου. Μιλάμε για έναν χαρακτήρα που βρίσκεται πάντα δυο τσιγάρα δρόμο από το να βιάσει όποιο άτομο θέλει. Είναι εξωφρενικό να πρέπει οι θηλυκότητες να διαπραγματεύονται ακόμα τα στοιχειώδη της αυτοδιάθεσης του σώματός τους σ’ αυτή τη χώρα. Συγχρόνως η πανταχού παρούσα μάτσο επιτέλεση εξαναγκάζει πολλά κουήρια να ζουν ακόμα μυστικά. Μια κοινωνία βασισμένη στην καταπίεση. Το να γίνονται όλα κρυφά είναι ακριβώς κομμάτι του οικοδομήματος ενός χριστιανοταλιμπανικού κράτους», σημειώνει εξηγώντας τον τόπο και τον τρόπο της επικέντρωσης του κινηματογραφικού του βλέμματος.
«Η Αθήνα είναι η πόλη που σκότωσε τη φίλη μου τη Zackie κι αυτό δεν θα της το συγχωρήσω ποτέ. Όπως όλες οι μεγάλες και ενδιαφέρουσες σύγχρονες μητροπόλεις, είναι ντραγκουίνα είναι και Μέκκα του φασισμού ταυτόχρονα. Από την μία υπάρχει η αίσθηση πως η κοινωνία δεν είναι τόσο σάπια όσο παλιότερα. Απ’ την άλλη μικρά καθημερινά περιστατικά επιβεβαιώνουν το αντίθετο. Τις προάλλες δεν χωρούσαμε στο μετρό για παράδειγμα και αντί να πει ο ενοχλημένος κύριος: κάνε μου χώρο, είπε: άντε ρε κωλοαλβανίδα, έτσι κάνετε στη χώρα σου; Και μαλώσαμε. Να βριστείτε επειδή δεν χωράμε στο μετρό, ούτε αυτό το καταλαβαίνω, αλλά θα μπορούσε να εξηγείται. Να βριστείτε και να σου βγει από μέσα σου τέτοιος ρατσισμός, πραγματικά δεν κολλάει», σημειώνει.
Αντί επιλόγου
Από την ημέρα της προβολής της ταινίες του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ως την ημέρα της συγγραφής αυτών εδώ των γραμμών διάφορα συντηρητικά/ακροδεξιά μέσα έχουν στοχοποιήσει τόσο τον ίδιο τον σκηνοθέτη, όσο και διάφορους συντελεστές τις ταινίας κάνοντας λόγο για «πολιτισμικούς τρομοκράτες και φορείς ανωμαλίας». Μπορεί το Φεστιβάλ να μην σχολίασε τον τραμπουκισμό τους, θέση ωστόσο πήρε το Φεστιβάλ των Καννών.
Η ταινία του Φιλ θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθηνών (πληροφορίες προβολής) απ’ όπου και θα δηλώσει μαζί με τις φιλεναδάρες του θα δηλώσουν πως αισθάνονται περήφανα η ντροπή του έθνους.