ΑΘΗΝΑ
01:54
|
08.11.2024
Αληθινές ιστορίες με σαμπάνιες, φράουλες και ολίγη κοτόσουπα.
Εικονογράφηση: David Norman
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Μπήκε μέσα στο εστιατόριο και φώναζε ότι ήθελε την πιο ακριβή σαμπάνια που υπήρχε. Ήταν ένας νεαρός Μεξικανός που τραβούσε αμέσως την προσοχή. Δεν έμοιαζε με τους υπόλοιπους πελάτες του πεντάστερου ξενοδοχείου. Το απλό του ντύσιμο δεν ήταν το απλό ντύσιμο των πλουσίων, που παραμένει αστραφτερό ακόμα και αν το έχουν βγάλει μόλις από μια βαλίτσα. Ήταν πιο σκιερό, πιο ταλαιπωρημένο. Ήταν μάλλον των ανθρώπων που είχαν δει πολλά στους δρόμους ή και τα είχαν περάσει κιόλας. Ένας αδυνατούλης που θα μπορούσε να είναι ο Μιγκέλ από την ταινία Coco της Pixar, αλλά μεγαλύτερος σε ηλικία, με ένα αραιό γενάκι. Αλλά και με τίποτα το ονειρικό πάνω του. Ένας φτωχοδιάβολος μάλλον από κάποια κακόφημη περιοχή του Μέξικο Σίτι. Φορούσε ένα φθαρμένο τζιν στενό πάνω του κι ένα καπέλο του μπέιζμπολ από συνήθεια ίσως -τη συνήθεια του να κρύβεσαι κάπως.

Τα νέα έφτασαν αστραπιαία από τα υπόλοιπα τμήματα του ξενοδοχείου. Είχε έρθει μόλις στην Ελλάδα και είχε κερδίσει ένα πολύ καλό ποσό σε κάποια μεξικανική λοταρία. Φρόντισε ο ίδιος να το διατυμπανίσει καθώς ήδη είχε πιει (την πιο ακριβή που υπήρχε) σαμπάνια στο μπαρ κι ήρθε να κάνει το ίδιο και στο εστιατόριο τρώγοντας συγχρόνως. Ένα μεθυσμένο χαμίνι από την άλλη άκρη της Γης, μεθυσμένο περισσότερο από την ξαφνική αυτή δύναμη, να μπορεί να μείνει σε ένα τόσο ακριβό ξενοδοχείο, να πληρώσει τα πανάκριβα αεροπορικά εισιτήρια και να πίνει σαμπάνιες αβέρτα. Ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει, άλλωστε, τι έχει περάσει ο καθένας ή τι περνά, ποιος ξέρει τι μπορεί να νιώθει ένας πιτσιρικάς με χρήμα από το πουθενά που το ξοδεύει ασυστόλως. Για την επιχείρηση, πολύ καλό. Φτάνει να ήταν σίγουρο ότι θα πλήρωνε κανονικά τους λογαριασμούς του. Όπως κι έγινε.

Και δώσ’του οι σαμπάνιες. Και δείτε στις αποθήκες τι έχουμε σε απόθεμα. Και γρήγορα να τις βάζουμε να παγώνουν. Κι αγκαλιές και χαιρετούρες. I’m the king of the wooooorld. Και μισές ματιές από τους πελάτες. Ειδικά κάτι Αμερικάνους. Ένας φθόνος να πλανιέται στον αέρα, μαζί με μια ειλικρινή απορία, μια ενόχληση μέχρι τους κυτταρικούς πυρήνες. Αλλά και πολύ κέφι. Ένα μεθυστικό κοκτέιλ, σαν τη φετινή καυτή Άνοιξη με τις ανικανοποίητες προσδοκίες, το τέλος του κόσμου που δεν ήρθε με την τελευταία ολική Έκλειψη, τις πολιτικές ζυμώσεις στη χώρα. Αυτό το ανακάτεμα κάθε λογικού επιχειρήματος με όλο τον παραλογισμό που σε χτυπά στα ξαφνικά…

Έφαγε, ήπιε, θα πήγαινε κέντρο Αθήνας για μπαράκια και ποτά.

Την άλλη μέρα, έρχεται αργά το βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, είχαν φύγει όλοι οι άλλοι, με κατεβασμένο το κεφάλι. Βρεγμένη γάτα. Το καπελάκι του μπέιζμπολ είχε κατέβει κι άλλο. Το γείσο έπρεπε να καλύψει μια πολύ στενάχωρη κατάσταση. Μια ντροπή και συγχρόνως μια απόγνωση. Δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Του είχαν κλέψει το πορτοφόλι κάπου στο κέντρο και του είχαν μείνει μόνο δέκα ευρώ για να φάει κάτι και να πετάξει το επόμενο πρωί με τα εισιτήρια που είχε έτσι κι αλλιώς βγάλει. Το βλαμμένο! Θα πήγε κέντρο και θα άρχισε να παραγγέλνει σαμπάνιες (τις πιο ακριβές που υπάρχουν). Ποιος ξέρει σε πόσους να είπε ότι είχε κερδίσει το Λόττο, το Τζόκερ, τι είχε κερδίσει τέλος πάντων, μπορεί απλά να έγινε κι απλά στουπί, ποιος ξέρει τι να έγινε την προηγούμενη βραδιά, όλα αυτά είναι άπειρες εκδοχές του Hangover της ταινίας, καθένας έχει το δικό του sequel, μπορεί να τα δώρισε όλα σε κάποιον άστεγο, σε μια όμορφη κοπέλα, ή απλά να τον είδαν τι χαϊβάνι ήταν και να του τα πήραν όλα κατευθείαν. Ποιος ξέρει. Σημασία έχει ότι ενώ την προηγούμενη βραδιά πλήρωνε όλες τις σαμπάνιες, αυτήν εδώ είχε μόνο 10 ευρώ για να φάει κάτι. Από το μενού εκείνου του εστιατορίου, μπορούσε να φάει μόνο μια κοτόσουπα που είχε 11 ευρώ (του έβαλα 1 εγώ από τα δικά μου, τι να έκανα). Έτρωγε την σούπα κουταλιά κουταλιά. Αργόσυρτα. Σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς συνέβη. Αλλά πιο πολύ μου φάνηκε ότι σκεφτόταν πού ακριβώς θα επέστρεφε και πώς θα ήταν πάλι η ζωή του. Πήρε τη λαδόκολλα που βάζαμε σε κάτι καλαθάκια για το ψωμί και την χρησιμοποίησε σαν χαρτοπετσέτα. Καθώς η λαδόκολλα ακουμπούσε στο πρόσωπό του αφήνοντας υπολείμματα ψαρόσουπας γύρω από το στόμα του, ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός ήχο τσαλακώματος.

Τα χρόνια πέρασαν και στην είσοδο του εστιατορίου εμφανίστηκε ένα άλλο πλάσμα. Πιο ακαθόριστο. Έμοιαζε με τον Ινδό ιερέα στην αιμοσταγή τελετή στο Ιντιάνα Τζόουνς το 2, με μαλλιά όμως μπουκλάκια σαν ενός υπερφυσικού ερωτιδέως που τα είχε περάσει όμως με ντεκαπάζ (όχι βαφή) και είχε μαύρη ρίζα. Φορούσε μόνο μπουρνούζι, κάπνιζε αρειμανίως και έπαιζε όλη την ώρα στο κινητό του μουσική της Έλενας Παπαρίζου. Όσο πιο δυνατά γινόταν. Όλη την ώρα. Η πληροφορία που υπήρχε ήταν ότι σαν βάση είχε δηλώσει το Λονδίνο.

Κι αυτός έπινε σαμπάνια. Αλλά μόνο ροζ. Κι έτρωγε μόνο φράουλες. Ροζ σαμπάνια, μόνο φράουλες, Έλενα Παπαρίζου στη διαπασών, μπουρνούζι, μαλλί καμένο. Και δώσ’του πάλι αναταραχή. Πόσες ΡΟΖ σαμπάνιες έχουμε; Μας πήρε δύο το Room Service πιο πριν. Στην αποθήκη πόσες υπάρχουν; Μόλις μας ενημέρωσαν από το ζαχαροπλαστείο ότι έφαγε όοοολες τις φράουλες. Είναι Σαββατοκύριακο, δεν έρχεται μαναβική. Δεν θα έχουμε να δουλέψουμε τα γλυκά του καταλόγου. Δώστε του σμέουρα, raspberries, πώς τα λένε, δώστε του βατόμουρα, φτάνει να είναι ροζ, μόνο ροζ! Και πόσο να τα χρεώσουμε; 50 ευρώ το πιατάκι. Μα τι λέτε; Τόσο. Και φέρτε κι άλλα ροζ πράγματα. Και κάθε φορά που πηγαίνει ένας σερβιτόρος, να του δίνει κι από ένα εικοσάρικο. Και να πηγαίνουν όλοι οι σερβιτόροι με τη σειρά. Χαμός. Έλενα Παπαρίζου. Οι πελάτες να λένε να του πούμε να κάνει ησυχία. Εμείς τα βλέπαμε όλα ροζ. Αλλά κι εκείνος. Έφερε κι ένα αγόρι, το βρήκε σε εφαρμογή. Κι άλλες φράουλες κυρ Στέφανε. Μα δεν έχουμε. Βάλτε raspberries, σμέουρα, φραγκοστάφυλα, πώς τα λένε, μπουρνούζι, μαλλί Ερωτιδέως καμένο, αγόρι να το ταΐζει κάτι ροζ, Ινδός κακός ιερέας από το Ιντιάνα Τζόουνς, παιδιά ηρεμήστε, δεν είναι τόσο χαζός όσο φαίνεται  – και, πράγματι, όταν του πήγαινες το λογαριασμό τον σκάναρε σε κλάσματα του δευτερολέπτου κι εντόπιζε αμέσως τι διαφορετικό τον είχες χρεώσει – το πιατάκι των 50 ευρώ, ας πούμε. Δεν ήταν όλα ροζ συννεφάκια τελικά. Κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της Φραουλομαρκίας.

Να μην τα πολυλογώ, μετά από την εξόντωση μιας ολόκληρης φυτείας φράουλας ή σμέουρων ή φραγκοστάφυλων, την εξόντωση του προσωπικού (συμπεριλαμβανομένων των καμαριέρων που τις φώναζε μες στη νύχτα να του πάνε ροζ οδοντόβουρτσα) και την εξαφάνιση κάθε ροζ σαμπάνιας από την αποθήκη της επιχείρησης, πέταξε το αγόρι έξω από το δωμάτιο γυμνό κι αυτό κατέβηκε μέχρι τα laundry στα υπόγεια για να βρει μια πετσέτα να φύγει και μετά από μια μέρα τον πέταξαν κι αυτόν έξω πληρώνοντας του ένα ταξί μέχρι το αεροδρόμιο καθώς όλοι του οι λογαριασμοί μπλοκαρίστηκαν από την εταιρεία που τους διαχειριζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Cheers.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Πλήθος κόσμου στο πλευρό της δασκάλας Ελευθερίας Παλαιστίδου για τη ζωγραφιά υπέρ της Παλαιστίνης

Σοβαρές οι ζημιές σε 5 διαμερίσματα της πολυκατοικίας στους Αμπελόκηπους

Προτάσεις Λιβάνιου για μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Οι τρεις στόχοι του (μάλλον τελευταίου) διαγγέλματος του Τζο Μπάιντεν

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα