Μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Crocus City Hall της Μόσχας, οι κατασταλτικές συμπεριφορές έχουν ενταθεί στη Ρωσία: υπάρχουν πολλές δημόσιες εκκλήσεις για τη δολοφονία όσων κρατούνται μετά την τρομοκρατική επίθεση, τα βασανιστήρια εναντίον τους δεν προκαλούν αξιοσημείωτη διαμαρτυρία και με εξαίρεση τη δήλωση της διαμεσολαβητή Τατιάνας Μοσκάλκοβα, οι πολιτικοί και οι νομοθέτες ανταγωνίζονται και πάλι τον τιμωρητικό λαϊκισμό και επαναφέρουν το ζήτημα της θανατικής ποινής στην κοινωνία.
Είναι αρκετά νωρίς ώστε να τεθεί ζήτημα «Ρωσικής 11ης Σεπτεμβρίου» με αφορμή αυτά τα περιστατικά καθώς σε αντίθεση με τις χώρες της Δύσης, η Ρωσία δεν κατέχει την απαραίτητη τεχνογνωσία αλλά και -ακόμα σημαντικότερα- το απαραίτητο κεφάλαιο ώστε να κάνει ένα βήμα παραπέρα και να πλησιάσει την τεχνοδυστοπία της μαζικής παρακολούθησης, που για μας, τους Ευρωπαίους πολίτες, είναι σχεδόν κανονικότητα. Ενώ στη Ρωσία, πολιτικοί και νομοθέτες επιστρέφουν τη συζήτηση σε αναχρονιστικά μέσα σωφρονισμού, η Αστυνομία των ευρωπαϊκών χωρών έχει αναβαθμιστεί τεχνολογικά εστιάζοντας περισσότερο στην πρόληψη και την τηλε-καταστολή και λιγότερο στην κατόπιν εορτής φυσική καταστολή δίχως όμως η τελευταία να λείπει από το «γλυκό» του ολοκληρωτισμού. Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα το κατά πόσο όλη αυτή η συζήτηση περί αυστηροποίησης των ποινών και μεγαλύτερης καταστολής είναι θέμα λαϊκισμού, ως μονόδρομος των πολιτικών και πολιτικάντηδων οι οποίοι γνωρίζουν καλά πως η ρωσική κοινωνία δεν θα δεχθεί εύκολα την «τηλεκαταστολή» που εφαρμόζεται στις ευρωπαϊκές χώρες.
Με αφορμή λοιπόν αυτές τις σκέψεις παραθέτω μία μετάφραση από ένα ρεπορτάζ του ρωσικού Novaya Gazeta (Νέα Εφημερίδα) σχετικά με μία συνάντηση του κοινωνιολόγου Ισκαντέρ Γιασαβέγιεφ με έναν ανώνυμο υπάλληλο του παραρτήματος του υπουργείο Εσωτερικών στην Δημοκρατία του Ταταρστάν. Ο κοινωνιολόγος Ισκαντέρ Γιασαβέγιεφ, ο οποίος επισκέφθηκε το Κέντρο για την Αντιμετώπιση του Εξτρεμισμού του υπουργείου Εσωτερικών της Δημοκρατίας του Ταταρστάν τρεις ημέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση, μίλησε με έναν από τους υπαλλήλους του για τη στάση απέναντι στα βασανιστήρια και τη θανατική ποινή.
—–
«Η επίσκεψή μου στο Κέντρο για την Αντιμετώπιση του Εξτρεμισμού αποδείχθηκε άθελά μου ότι συνδέεται με την τρομοκρατική επίθεση στο Crocus. Υπάλληλοι του υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων του Ταταρστάν με σταμάτησαν στην έξοδο του Περιφερειακού Δικαστηρίου Vakhitovsky του Καζάν, όπου πήγα για λίγα λεπτά για μια απόφαση σχετικά με την υπόθεση αμφισβήτησης της ιδιότητας του ‘ξένου πράκτορα’ και μου πρότειναν να πάω μαζί τους για ανάκριση ως μάρτυρας σε μία από τις ποινικές υποθέσεις. Το πρόσωπο που εμπλέκεται στην υπόθεση ήταν γνωστό σε μένα, αλλά επρόκειτο για μια τόσο μακρά και φευγαλέα γνωριμία που η πρόσκληση για την ανάκριση δεν μπορούσε παρά να μοιάζει με δικαιολογία.
Μου παρουσιάστηκε ήδη η απόφαση του ανακριτή ‘για τη διενέργεια έρευνας (κατάσχεσης)’ του κινητού μου τηλεφώνου στην Κεντρική Διοικητική Διεύθυνση. Πιθανώς, το ενδιαφέρον για το περιεχόμενό του ήταν η αιτία για την εμπλοκή στην ανάκριση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η τρομοκρατική επίθεση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το έργο τους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι υπάλληλοι του Υπουργείου σε όλη τη χώρα έχουν λάβει εντολή να εντείνουν το έργο τους και θα πρέπει να αναμένουμε αύξηση της δραστηριότητάς τους στο εγγύς μέλλον, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών κατά αντιπολεμικών πολιτών που έχουν υποπέσει στην αντίληψη των δυνάμεων ασφαλείας. Οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου πρέπει να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους μετά την αποτυχία στην περίπτωση της τρομοκρατικής επίθεσης στο Crocus.
Ο συνομιλητής μου δεν απάντησε σε ορισμένες ερωτήσεις που ήταν ενοχλητικές γι’ αυτόν -για παράδειγμα, στην ερώτηση ποιος, κατά τη γνώμη του, οργάνωσε την τρομοκρατική επίθεση στο Κρόκους- επιπλέον, δεν συμφωνήσαμε για το απόρρητο της επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να σας ενημερώσω για το περιεχόμενο της συνομιλίας, χωρίς να αναφέρω το όνομα του συνομιλητή.
Δεν είναι ακόμη 40 ετών και εργάζεται σε διάφορα τμήματα του υπουργείου Εσωτερικών από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000. Είναι παντρεμένος, έχει παιδιά, διαθέτει διαμέρισμα σε κατοικημένη περιοχή και αυτοκίνητο, περιμένει την ευκαιρία να συνταξιοδοτηθεί λόγω μακράς υπηρεσίας στους φορείς εσωτερικών υποθέσεων. Νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί τυπικός υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών.
Από τις δηλώσεις του εν λόγω υπαλλήλου του Κέντρου Αντιμετώπισης Εξτρεμισμού του υπουργείου Εσωτερικών προκύπτει ότι δικαιολογεί παραβιάσεις του νόμου σε σχέση με τους κρατούμενους μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Crocus. Τα επιχειρήματα σχετικά με τα βασανιστήρια ποικίλλουν. Ο συνομιλητής μου, καθώς και ο συνάδελφός του που με συνόδευσε στο Υπουργείο, απέδωσαν το κόψιμο του αυτιού ενός από τους κρατούμενους στα συναισθήματα των δυνάμεων ασφαλείας που διεξήγαγαν την έρευνα και τη σύλληψη στο δάσος του Μπριάνσκ. Ωστόσο, μιλήσαμε επίσης για τα δημοσιευμένα βίντεο με τα καλώδια που συνδέθηκαν με έναν από τους κρατούμενους και τη φυσική τους κατάσταση στο δικαστήριο για την επιλογή προληπτικού μέτρου. Ο συνομιλητής μου επέμεινε ότι στην περίπτωση τρομοκρατικών επιθέσεων, όπως στο Crocus, η καταστολή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως βασανιστήρια. Σύμφωνα με τον ίδιο, εάν τηρείται ο νόμος, τότε οι κρατούμενοι μπορούν να σιωπούν επ’ αόριστον, επικαλούμενοι απλώς το άρθρο 51 του ρωσικού Συντάγματος. ‘Τότε τι πρέπει να κάνω; Τι;’ ρώτησε, ειλικρινά προβληματισμένος. -‘Πώς μπορώ να πάρω πληροφορίες σχετικά με τους οργανωτές της τρομοκρατικής επίθεσης;’.
Σε απάντηση, ο υπάλληλος μου είπε πόσο πολύ είχαν προχωρήσει το υπουργείο Εσωτερικών και η Εισαγγελία στην πρακτική της απόδειξης των εγκλημάτων, πόσο σημαντική είναι πλέον η βάση αποδείξεων για τα δικαστήρια και με διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρξει εξάπλωση τέτοιων ενεργειών. Τα βασανιστήρια, είπε, είναι κατάλληλα μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις.
Η συζήτηση στράφηκε στη θανατική ποινή. Και πάλι, ο υπάλληλος ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι ήταν απαραίτητη. Βρισκόταν σε αυτό που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν φυσική στάση απέναντι στη θανατική ποινή, η οποία αποκλείει κάθε αμφιβολία. Τα επιχειρήματά του υπέρ της θανατικής ποινής ήταν τυπικά: είναι δίκαιη και αποτελεσματική ως αποτρεπτικός παράγοντας για το έγκλημα και είναι άδικο να ξοδεύονται κονδύλια του προϋπολογισμού για τη συντήρηση εγκληματιών που σκότωσαν σκόπιμα ανθρώπους. Κατά τη γνώμη του, το κόψιμο των δακτύλων και των χεριών (για παράδειγμα, για κλοπή) είναι επίσης αποτελεσματικό σύμφωνα με το νόμο της Σαρία. Ο συνομιλητής μου υπενθύμισε επίσης την υπόθεση Μπρέιβικ και τις συνθήκες υπό τις οποίες κρατείται στη φυλακή και εξεπλάγη για άλλη μια φορά από τη νορβηγική αυτοσυγκράτηση απέναντι σε εγκληματίες που έχουν διαπράξει ακόμη και τόσο τερατώδεις πράξεις. ‘Είναι αυτό δίκαιο;’ ρώτησε.
Όλα τα επιχειρήματά μου ότι η θανατική ποινή εξομαλύνει τον φόνο, ότι η αυστηρότητα της ποινής δεν αποτρέπει τους ανθρώπους από τη διάπραξη εγκλημάτων, ότι ακόμη και στην περίπτωση ενός προμελετημένου εγκλήματος, ο συμμετέχων ελπίζει σχεδόν πάντα να αποφύγει την τιμωρία και ότι τα λάθη του δικαστηρίου και της έρευνας είναι πιθανά, δεν έγιναν αποδεκτά από τον συνομιλητή. ‘Μακάρι να μπορούσατε να εργαστείτε στην αστυνομία για τουλάχιστον ένα χρόνο’. Και όταν άρχισα να μιλάω για τα δεδομένα των ερευνών μεταξύ των πιο σεβαστών εγκληματολόγων στον κόσμο, ο συνομιλητής μου δεν τελείωσε να με ακούει, απορρίπτοντας απορριπτικά ‘κάποιες έρευνες’.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, σχεδόν το 90% των κορυφαίων ερευνητών εγκληματολογίας πιστεύει, βάσει εμπειρικών στοιχείων, ότι η θανατική ποινή δεν έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε σχέση με τις δολοφονίες, ενώ την αντίθετη θέση έχει το 5%. Η έρευνα των εγκληματολόγων διεξήχθη το 2008 από τους Michael Radelet και Tracy Lacock και τα αποτελέσματά της είναι δημόσια διαθέσιμα.
Αξίζει να πούμε ότι ένας συνάδελφος του συνομιλητή μου που ήρθε στο γραφείο, έχοντας ακούσει τη συζήτησή μας, παρατήρησε ότι η επιστροφή στη θανατική ποινή δεν θα επηρεάσει τους συλληφθέντες για την υπόθεση της τρομοκρατικής επίθεσης στο Crocus, καθώς οι τροποποιήσεις της νομοθεσίας που αυστηροποιούν τις ποινές δεν έχουν αναδρομική ισχύ.
Η συνομιλία με τον υπάλληλο του ΤΣΕ επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την υπόθεση ότι είναι αδύνατο να πείσεις τους υποστηρικτές της θανατικής ποινής ότι είναι απαράδεκτη με επιχειρήματα που επικαλούνται τη λογική. Οι εγκληματολόγοι, οι ερευνητές του εγκλήματος και της κοινής γνώμης θεωρούν δεδομένο ότι ένα σημαντικό μέρος των πολιτών, αν ερωτηθούν για τη στάση τους απέναντι στη θανατική ποινή, θα απαντήσουν ότι την υποστηρίζουν. Η υποστήριξη αυτή αυξάνεται και γίνεται ορατή μετά από τέτοια φρικτά γεγονότα όπως η τρομοκρατική επίθεση στο Crocus.
Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Ρωσία. Από αυτή την άποψη, οι Ρώσοι πολίτες δεν διαφέρουν από τους πολίτες άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Πολύ πιο ανησυχητική είναι η έλλειψη μηχανισμών στη Ρωσία για την αποτροπή λαϊκιστικών αυξήσεων των ποινικών κυρώσεων μετά από τέτοια γεγονότα. Οι ανεξάρτητοι ακαδημαϊκοί εμπειρογνώμονες είναι ελάχιστοι, οι νομοθέτες και το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι ουσιαστικά υποταγμένοι στο Κρεμλίνο και δεν υπάρχουν θεσμοί της πολιτικής γραφειοκρατίας που να μπορούν να εξουδετερώσουν τον κατασταλτικό λαϊκισμό στη Ρωσία. Ανησυχούμε επίσης πολύ για την προθυμία ορισμένων αξιωματικών των υπηρεσιών επιβολής του νόμου να δικαιολογήσουν τα βασανιστήρια κατά κρατουμένων σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης.
Μέχρι σήμερα, η αστυνομική βία στη Ρωσία έχει γίνει λιγότερο διαδεδομένη σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε τη δεκαετία του 2000 και στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Η δημόσια κατακραυγή για τη δολοφονία ενός κρατούμενου στο αστυνομικό τμήμα Dalny στο Καζάν το 2012, η αλλαγή στην ηγεσία του ρωσικού υπουργείου Εσωτερικών αμέσως μετά και το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνέβαλαν σε αλλαγές προς το καλύτερο.
Στο μέλλον, οι πολίτες, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι ερευνητές θα πρέπει να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες για τον περιορισμό της αστυνομικής βίας και της επικράτησης κατασταλτικών συμπεριφορών. Κρίνοντας από τη συνομιλία μου με έναν υπάλληλο του Κέντρου Αντιμετώπισης του Εξτρεμισμού του Υπουργείου Εσωτερικών, ο δρόμος αυτός θα είναι μακρύς και δύσκολος».