Στις 8 Απριλίου το Βατικανό δημοσίευσε ένα πολυαναμενόμενο κείμενο με θέμα την «ανθρώπινη αξιοπρέπεια», το οποίο, όμως, κυρίως θίγει μια σειρά από απολύτως φλέγοντα έμφυλα ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων, τις σύγχρονες θεωρίες του φύλου, τη woke κουλτούρα, τις φυλομεταβάσεις, τις αμβλώσεις, αλλά επίσης τα δικαιώματα των μεταναστών, την καταπολέμηση της φτώχειας, την κοινωνική δικαιοσύνη, την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την ειρηνική διευθέτηση των πολεμικών συγκρούσεων, την κατάργηση του τράφικινγκ και όλα τα θέματα στα οποία έχει επικεντρώσει ο Πάπας Φραγκίσκος.
Ως τίτλο φέρει τον όρο «άπειρη αξιοπρέπεια» (Dignitas Infinita), υποδεικνύοντας ότι η αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου μπορεί να είναι άπειρη μόνο αν έχει την αναφορά της στον άπειρο υπερβατικό Θεό. Το κείμενο τονίζει μια οντολογική θεώρηση κατά την οποία έσχατη αναξιοπρέπεια είναι ο θάνατος, οπότε η αξιοπρέπεια στο οντολογικό της βάθος συνδέεται με την αθανασία και την αγάπη. Αυτή η υπαρξιακή αξιοπρέπεια σχετίζεται πάντως με το βιβλικό θέμα ότι ο Θεός αφουγκράζεται τον πόνο και την οδύνη των αναγκεμένων, των ταπεινών, καταφρονεμένων και εσχάτων, φροντίζοντας να αποκαταστήσει τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Από το μήνυμα της Καινής Διαθήκης τονίζεται κυρίως το πώς ο Χριστός έσπασε κάθε φραγμό φυλής, έθνους, φύλου, κοινωνικής τάξης, ακόμη και εχθρότητας και αμαρτωλότητας, στην προσέγγισή του προς τους ανθρώπους, δίνοντας ένα παράδειγμα ριζοσπαστικής συμπερίληψης, το οποίο οφείλει να ακολουθήσει η Εκκλησία. Αμέσως μετά την υπαρξιακή αξιοπρέπεια της υπέρβασης του θανάτου με την ανάσταση έρχεται η κοινωνική και δη η εργασιακή αξιοπρέπεια με την αντιμετώπιση της φτώχειας και της αναξιοπρεπούς εργασίας.
Συντηρητική στροφή ή ιδιότυπη σύνθεση;
Οι πολυάριθμες σελίδες του είναι πάρα πολύ προσεκτικά ισορροπημένες, ώστε να οδηγούν σε δυνητική σύνθεση και συμφιλίωση τις ακραία διαφορετικές φωνές που υπάρχουν μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στον απόηχο εγκυκλίου, η οποία διάνοιγε τη δυνατότητα για ευλογία ομόφυλων ζευγαριών, αφήνοντας το ζήτημα στη διακριτική ευχέρεια των κατά τόπους εκκλησιών. Για αυτό και μέσα στο κείμενο υπάρχουν στοιχεία τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως εντάσεις ή ακόμη και ως αντιφάσεις, αν κριθούν με συμβατικά κριτήρια συντηρητισμού και προοδευτισμού, απηχούν, ωστόσο, μια ορισμένη συνέπεια η οποία υπάρχει στην πορεία του Πάπα Φραγκίσκου και η οποία αξίζει να μελετηθεί. Το εν λόγω κείμενο αποσκοπεί δηλαδή στο να μετριάσει μία προοδευτική στροφή, η οποία μπορεί να είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, αλλά χωρίς σε καμία περίπτωση να χαθεί η πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη που χαρακτηρίζει ειδικά τον Πάπα Φραγκίσκο. Σημειωτέον ότι το κείμενο «Απεριόριστη Αξιοπρέπεια» έχει δημοσιοποιηθεί με την υποστήριξη του Πάπα Φραγκίσκου από τη Σύνοδο για το Δόγμα της Πίστεως, θεσμό απόγονο της «Ιεράς Εξετάσεως», στην οποία προεδρεύει ο επίσης Αργεντινός καρδινάλιος Βίκτωρ Μανουέλ Φερνάντες, ο οποίος ως έμπιστος του Πάπα έχει τοποθετηθεί στη θέση κλειδί για τη διαμόρφωση και προβολή της δογματικής διδασκαλίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ενώ μέχρι πρότινος ο καρδινάλιος Φερνάντες στοχοποιείτο για τον θεωρούμενο ως υπερβολικό του προοδευτισμό ως προς τη θεολογία του ερωτικού γεγονότος στην πνευματική, αλλά και τη σωματική του διάσταση, καθώς και για τη διάνοιξη δυνατότητας να ευλογούνται ομόφυλα ζευγάρια, πλέον δέχεται βέλη και για συντηρητισμό ύστερα από το κείμενο για την «Απεριόριστη Αξιοπρέπεια», το οποίο ασκεί κριτική σε θεωρούμενα ως αυτονόητα κεκτημένα του δικαιωματισμού.
Η σύνταξη του κειμένου είχε αρχίσει στις 15 Μαρτίου 2019 με σκοπό τη διατύπωση μιας χριστιανικής ανθρωπολογίας που θα βασίζεται στην έννοια της αξιοπρέπειας με έμφαση στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες, λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψη, πνευματικές και ιδεολογικές εξελίξεις της ύστερης νεωτερικότητας, συμπεριλαμβανομένων τόσο αυτών που λαμβάνουν χώρα στα πανεπιστήμια όσο και αυτών που απασχολούν τον δημόσιο (θεσμικό και διαδικτυακό) χώρο. Το κείμενο γνώρισε πολλές διορθώσεις και προσθήκες σε αυτά τα πέντε χρόνια με τον Πάπα Φραγκίσκο να επιμένει στη συμπερίληψη θεμάτων σχετικών με τη φτώχεια, την κατάσταση των μεταναστών, τη βία προς τις γυναίκες, το τράφικινγκ και τις πολεμικές συγκρούσεις. Τα πρώτα τρία κεφάλαια αφορούν στη θεολογική και οντολογική θεμελίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ τα υπόλοιπα επεξηγούν γιατί μια παρόμοια αξιοπρέπεια είναι απροϋπόθετη και τι πρακτικές συνέπειες έχει στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πεδίο. Μεταξύ άλλων, τονίζεται ιδιαιτέρως η βία έναντι των γυναικών, ονομάζεται ως ιδιαίτερο έγκλημα η γυναικοκτονία και τίθεται ως προτεραιότητα η καταπολέμηση του τράφικινγκ και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης όλων των ανθρώπων.
Έχουν «αξιοπρέπεια» τα έμβρυα;
Η έμφαση στο απροϋπόθετο, το απαράγραπτο και το αναπαλλοτρίωτο της αξιοπρέπειας του προσώπου σημαίνει ότι η αξιοπρέπεια θεωρείται ως βάση δικαιωμάτων και για ανθρώπους που δεν έχουν πλήρεις νοητικές ικανότητες. Εδώ νοούνται ασφαλώς πρόσωπα με διάφορους βαθμούς νοητικής υστέρησης ή που έχουν απωλέσει την πληρότητα των νοητικών τους λειτουργιών λόγω παθήσεων. Υπάρχει όντως μια ιδιαιτέρως αυξημένη μέριμνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για τα πρόσωπα αυτά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με μια πρωτοποριακή ανανοηματοδότηση της θεολογίας του προσώπου, η οποία δεν εξαρτά το να είναι κανείς πρόσωπο από την ακεραιότητα των νοητικών λειτουργιών, όπως μπορεί να συνέβαινε σε μια πιο μεσαιωνική εκδοχή της. Το κείμενο τονίζει με ρηξικέλευθο τρόπο ότι η συνείδηση και οι νοητικές λειτουργίες δεν είναι το θεμέλιο της αξιοπρέπειας, η οποία συνδέεται με μια ευρύτερη ανθρωπινότητα. Εξαίρεται κυρίως η σχεσιακότητα του ανθρωπίνου προσώπου και όχι η νόηση ή η συνείδησή του κατά μια αυτοαναφορική έννοια. Το άλλο, όμως, συμπληρωματικό προσφιλές θέμα της ρωμαιοκαθολικής (και όχι μόνο) θεολογίας είναι τα δικαιώματα που έχουν τα έμβρυα, αρχής γενομένης από τη σύλληψή τους, εφόσον δεχθούμε ότι η πληρότητα των νοητικών λειτουργιών δεν είναι αυτή που προσδίδει την αξιοπρέπεια του προσώπου. Και εδώ η αιχμή του κειμένου είναι ότι δεν μπορούμε να δεχόμαστε μια θεολογική λογική α λα καρτ, αλλά οφείλουμε να εξάγουμε όλες τις προεκτάσεις της, είτε φαίνονται προοδευτικές, είτε μοιάζουν συντηρητικές σε μία σύγχρονη συνάφεια. Με αυτήν την έννοια, η αρχή της σύνδεσης της αξιοπρέπειας με τη ζωή καθιστά κατακριτέες από το κείμενο και την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, αλλά και τις αμβλώσεις. Καταδικάζεται επίσης έντονα η παρένθετη μητρότητα, η οποία αντικειμενοποιεί τις βιολογικές μητέρες, αλλά και τα παιδιά. Τονίζεται, όμως, ότι αντίπαλος της αξιοπρέπειας δεν είναι μόνο όσα πλήττουν την υπαρξιακή αξιοπρέπεια, αλλά και όσα πλήττουν την κοινωνική αξιοπρέπεια όπως οι διώξεις ενάντια σε ανθρώπινα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν ακολουθούν τις αρχές της Εκκλησίας. Εδώ διανοίγεται ένα τυπικά χριστιανικό «παραθυράκι» φιλανθρωπίας ότι η Εκκλησία επικρίνει μεν ό,τι θεωρεί ως αντίθετο στο δικό της όραμα για την αξιοπρέπεια, όμως δεν διώκει τον άνθρωπο που έχει αντίθετη άποψη, αλλά τον προσκαλεί. Με αυτήν την έννοια μπορεί να πει κανείς ότι η γενικότερη νοοτροπία του κειμένου είναι φιλάνθρωπη, απηχώντας το πνεύμα του Πάπα Φραγκίσκου, ακόμη κι αν επιμέρους θέσεις φαίνονται συντηρητικές και ετερόνομες με σύγχρονα κριτήρια.
Από ορισμένες, λοιπόν, απόψεις το κείμενο τίθεται μάλλον ενάντια στον δικαιωματισμό ως συγκροτημένη ιδεολογία, καθώς θεωρείται ότι η θεμιτή επιθυμία να έχει κανείς παιδί δεν αποτελεί ατομικό δικαίωμα, ενώ προέχει η αξιοπρέπεια του ίδιου του παιδιού στο οποίο έχει χορηγηθεί το δώρο της ζωής. Η ίδια τυπικά ρωμαιοκαθολική έμφαση στην έννοια του «δώρου της ζωής» οδηγεί σε μια καταγγελία της ηθικής κρίσης της κοινωνίας μας, η οποία, κατά το κείμενο, προκύπτει από την αποδοχή των αμβλώσεων ως αυτονόητων στις νοοτροπίες, το ήθος και τη νομοθεσία. Αξίζει πάντως να προσέξει κανείς και εδώ τις αποχρώσεις του ύφους του κειμένου, όπως λ.χ. ότι έχουμε λιγότερο μια απευθείας ηθική καταγγελία των αμβλώσεων ή και μια επιτακτική αξίωση για άμεσες νομοθετικές αλλαγές, όπως θα συνέβαινε παλαιότερα, και περισσότερο μία κριτική στη νοοτροπία ότι οι αμβλώσεις αποτελούν πλέον ένα κεκτημένο αναμφίλεκτο δικαίωμα, ως συστατικό στοιχείο του ηθικού και νομικού πολιτισμού μας, χωρίς καν να αρθρώνεται η προβληματικότητά τους στο πλαίσιο μιας κοινότητας. Σύμφωνα με τη γενικότερη χριστιανική θεώρηση, η οποία, όμως, τονίζεται ιδιαίτερα από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η ζωή αρχίζει από τη σύλληψη, οπότε με αυτήν αρχίζουν και τα δικαιώματα του εμβρύου ως προσώπου με αξιοπρέπεια.
Ο δικαιωματισμός ως «αποικιοποίηση» των νοοτροπιών
Με το συγκεκριμένο κείμενο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εμπλέκεται για πρώτη φορά τόσο αποφασιστικά στους «πολιτισμικούς πολέμους» της εποχής μας, θεωρώντας στοιχεία της woke ιδεολογίας ως μία επικίνδυνη ιδεολογική αποικιοποίηση των συνειδήσεων. Η «ισορροπία» που επιχειρεί το κείμενο είναι ότι αφενός παρουσιάζει συμβατικά συντηρητικές θέσεις, όπως λ.χ. μία κριτική των φυλομεταβάσεων με τη λογική ότι απειλούν τη μοναδική αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου, η οποία του χορηγείται από τη στιγμή της συλλήψεώς του. Εξαιρούνται αποκλειστικά και μόνο αυστηρά οριοθετημένες περιπτώσεις όπου υπάρχει για καθαρά βιολογικούς λόγους δυσφορία φύλου και όπου μπορεί να υπάρξει επίλυση με τη συνδρομή των ειδικών της υγείας. Στην κριτική προς τις φυλομεταβάσεις τονίζεται κυρίως ότι το φύλο έχει όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά χαρακτηριστικά που άπτονται άμεσα της ιδιαιτερότητας του προσώπου. Το σχετικό τμήμα πάντως του κειμένου φαίνεται να διακατέχεται από μια αρκετά ουσιοκρατική και στατική έννοια του προσώπου.
Από την άλλη, στο συμβατικά «προοδευτικό» σκέλος του κειμένου, τονίζεται ότι αποτελούν επίσης προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια οι διώξεις των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων, που σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη συμπεριλαμβάνουν τη φυλάκιση, τον βασανισμό ακόμη και την αφαίρεση της ζωής. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εμφανίζεται ως ανοικτή και φιλική στα ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσωπα και, οπωσδήποτε, ως ένας χώρος ασφαλής (θα ένιωθε κανείς τον πειρασμό να τον χαρακτηρίσει ως επίδοξο «safe space» ύστερα από τις διαβεβαιώσεις του κειμένου), όπου δεν θα υπάρχουν διώξεις, οι οποίες καταγγέλλονται έντονα. Αυτή η ένταση μεταξύ της συντηρητικής και της προοδευτικής διάστασης του κειμένου είναι χαρακτηριστική και των διλημμάτων που απασχολούν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Σε χώρες του παγκόσμιου νότου, ιδίως αφρικανικές, υπάρχει μια μεγάλη επιφύλαξη απέναντι στη θεσμική έκφραση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων, την ίδια στιγμή που απαιτείται ένας μεγαλύτερος κοινωνικός προοδευτισμός με αιτήματα για την απάλυνση των οικονομικών ανισοτήτων που πλήττουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Την ίδια στιγμή, στη Δύση υπάρχει αυξανόμενη ευαισθησία για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων, αλλά όχι πάντα η ίδια επαγρύπνηση για μια διαθεματική προσέγγιση, η οποία θα εντάσσει τα έμφυλα δικαιώματα σε ένα ολικό όραμα χειραφέτησης και κοινωνικής απελευθέρωσης βασισμένο στην αξιοπρέπεια ως ισότητα. Το ότι ο δικαιωματισμός εμφανίζεται ως «αποικιοποίηση» των συνειδήσεων δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι πρόκειται για ιδεολογία που συχνά προβάλλεται με ταυτοτικό τρόπο από τη Δύση έτσι ώστε να εκλαμβάνεται ενίοτε από χώρες του παγκόσμιου νότου ως μια νέα μορφή ιδεολογικής αποικιοκρατίας.
Είναι η αξιοπρέπεια μια «διαθεματική» έννοια;
Η στάση του κειμένου του Πάπα Φραγκίσκου είναι να επιζητηθεί η μέγιστη δυνατή διαθεματικότητα μέσα από το σημαίνον της «αξιοπρέπειας», το οποίο προϋποθέτει την απαίτηση κοινωνικής και οικονομικής ισότητας, χωρίς να εξαντλείται σε αυτήν. Σε αυτό το διαθεματικό πρόταγμα της αξιοπρέπειας μπορούν να ενταχθούν και τα έμφυλα δικαιώματα, αλλά εδώ η στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι πολύ πιο συντηρητική από ό,τι θα ήλπιζε ένας μέσος προοδευτικός άνθρωπος της Δύσης. Δεν πρέπει πάντως να λησμονείται ότι ο δικαιωματισμός ως έμφαση στην άμεση απαίτηση της θεσμοθέτησης μιας ατομικής επιθυμίας είναι εν γένει ξένος στο πνεύμα του Χριστιανισμού, που τονίζει περισσότερο τα ρητά «δικαιώματα» του Θεού παρά αυτά του ανθρώπου και το ότι η οποιαδήποτε απελευθέρωση είναι χάρη-χάρισμα και όχι ατομικό κτήμα ή κεκτημένο.
Με αυτήν την έννοια, επικρίνεται η έμφαση στον αυτοπροσδιορισμό, που βλέπουμε σε σύγχρονες θεωρίες του φύλου και στη woke κουλτούρα, ενώ εξαίρεται μια θεολογία του δώρου. Από την άλλη, ο δικαιωματικός πολιτισμός αποτελεί μία εκκοσμικευμένη εκδοχή του χριστιανισμού, καθώς το πρόσωπο ως αυταξία με εγγενή δικαιώματα εν πολλοίς βασίζεται ιστορικώς στη χριστιανική έννοια ότι ο άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» του Θεού και άρα το κάθε πρόσωπο και η ελευθερία του αποτελούν αυτοσκοπό. Η έννοια της «αξιοπρέπειας», η οποία αποτελεί εκκοσμίκευση του χριστιανικού «κατ’ εικόνα», αλλά είναι και πλήρως νεωτερική, αποτελεί τη μέση οδό που επέλεξε το Βατικανό για μια ριψοκίνδυνη πλοήγηση μεταξύ αφενός του δικαιωματισμού και αφετέρου της προνεωτερικής παραδοσιαρχίας. Οι κομβικοί φιλόσοφοι εν προκειμένω είναι ο Ρενέ Ντεκάρτ και ο Εμμανουήλ Καντ, οι οποίοι αποτελούν γενάρχες της νεωτερικότητας, αλλά με τρόπο που αναδιατύπωσαν και υπερασπίστηκαν τη χριστιανική πίστη δίνοντας ταυτοχρόνως νεωτερικό και χριστιανικό περιεχόμενο στην έννοια του προσώπου. Παρόμοιοι στοχαστές στις απαρχές της φιλοσοφικής νεωτερικότητας αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη μεσαιωνική σχολαστική οντολογία του προσώπου του Θωμά Ακινάτη (13ος αιώνας) και των χριστιανών νεο-θωμιστών και άλλων περσοναλιστών του 20ού αιώνα, όπως ο Ζακ Μαριταίν, ο Εμανουέλ Μουνιέ, o Χανς Ουρς φον Μπαλτάσαρ, ο Καρλ Ράνερ κ.ά., ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον Εβραίο φιλόσοφο Εμανουέλ Λεβινάς. Ζητούμενο είναι εν προκειμένω μια πνευματική στάση η οποία καταφάσκει εντέλει στα δικαιώματα, αρκεί να είναι σαφές ότι αυτά χορηγούνται από τον Θεό και την Εκκλησία του στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αρμονικής συνύπαρξης, χωρίς να θεωρούνται ως ένα ατομικό κτήμα.
Η «αξιοπρέπεια», λοιπόν, σημαίνει ότι υπάρχουν δικαιώματα εγγενή σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με απόλυτη συμπερίληψη ως προς το βιολογικό και κοινωνικό φύλο, τη φυλή, το έθνος, την κοινωνική τάξη, τον ερωτικό προσανατολισμό και ταυτότητα κ.ο.κ., τα οποία εξασφαλίζουν την αποδοχή του κάθε προσώπου και τη μη δίωξή του, αλλά, ταυτοχρόνως, αυτό δεν είναι θέμα ατομικής δικαιωματικής απαίτησης, αλλά κάτι που χορηγείται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ανθρώπινης (και εν προκειμένω Θεανθρώπινης) συνύπαρξης. Το τυπικά ρωμαιοκαθολικό ενδιαφέρον εντοπίζεται εν προκειμένω στα δικαιώματα των παιδιών ως ένα σημείο όπου θεωρείται ότι μπορεί να υπάρχει μία σύγκρουση δικαιωμάτων και κατά έναν παραδοσιακό χριστιανικό και δη ρωμαιοκαθολικό τρόπο τα δικαιώματα εντοπίζονται ευθύς από τη σύλληψη του εμβρύου. Με αυτόν τον τρόπο στήνεται ένας εξαιρετικά δύσκολος συμβιβασμός που αποσκοπεί να συμφιλιώσει τις δυσβάσταχτες αντιφάσεις της ανά τον κόσμο Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας: Ο Πάπας Φραγκίσκος έχει στρέψει το ενδιαφέρον του προς τον παγκόσμιο νότο, ο οποίος δημογραφικώς είναι το μέλλον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ακολουθεί επίσης μια εξωτερική πολιτική συμβατή με τα νέα δεδομένα της πολυπολικότητας, όπου χώρες της Ανατολικής και του Νότου αναδεικνύονται σε βασικούς παράγοντες των γεωπολιτικών εξελίξεων. Ως προς αυτό χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο κοινωνικό προοδευτισμό σε θέματα κοινωνικο-οικονομικής ισότητας και αντι-αποικιοκρατίας. Ταυτοχρόνως, σε ορισμένες από τις περιοχές του Παγκόσμιου Νότου υπάρχει μεγαλύτερος συντηρητισμός ως προς τα έμφυλα δικαιώματα σε σύγκριση με την εκκοσμικευμένη Δύση. Ενώ, επίσης, ο Πάπας καλείται να διασώσει τις παραδοσιακές ανησυχίες που είναι εμβληματικές για τον εν γένει Ρωμαιοκαθολικισμό, όπως είναι η έμφαση στη χριστιανική οικογένεια ως το πνευματικό περιβάλλον για την ανατροφή των παιδιών κ.ο.κ.
Η διαθεματικότητα βασίζεται σε μια οντολογική κατανόηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την οποία ο έσχατος εχθρός της είναι ο θάνατος στο υπαρξιακό πεδίο και, ακολούθως, η φτώχεια, ο πόλεμος, η εξαθλίωση και όλα αυτά που αναγκάζεται να κάνει ο αναγκεμένος άνθρωπος, στο πολιτικο-κοινωνικό. Το κείμενο δεν παραλείπει και εντελώς σύγχρονες μορφές αναξιοπρέπειας, που προκαλούνται από την ψηφιακή βία, τα fake news και μορφές διαδικτυακής καταστρατήγησης της αξιοπρέπειας.
Συντηρητικά και προοδευτικά στοιχεία
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα πολύ σύνθετο κείμενο το οποίο προσπαθεί να συνθέσει πολύ διαφορετικές φωνές της ανά τον κόσμο Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προκειμένου να διατυπώσει με επικαιροποιημένο τρόπο μια θεολογία του προσώπου, που να μπορεί να αναγνωριστεί ως συνέχεια της Βίβλου, της Καινής Διαθήκης και της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας σε μια σύγχρονη συνάφεια. Με τρέχοντα κριτήρια, το κείμενο μπορεί να χαρακτηριστεί άλλοτε ως συντηρητικό και άλλοτε ως προοδευτικό, άλλοτε ως μια συντηρητική εργαλειοποίηση προοδευτικών εννοιών και άλλοτε ως μια προοδευτική αξιοποίηση συντηρητικών θεμάτων. Υπάρχει ασφαλώς χώρος για κριτική κυρίως ως προς ότι η έννοια του προσώπου προσεγγίζεται συχνά με τρόπο νατουραλιστικό και ουσιοκρατικό, ιδίως στα έμφυλα ζητήματα όπου δεν είναι πάντα σαφές ποια είναι η σχέση της μοναδικότητας και ιδιαιτερότητας του προσώπου με φυσικές ή φυσικοποιημένες από τον πολιτισμό ιδιότητες. Επίσης, κατά τρόπο τυπικά ρωμαιοκαθολικό έχουμε μια έμφαση στην απόλυτη ιερότητα της ζωής που έχει επικαιροποιηθεί μεταλλασσόμενη σε «αξιοπρέπεια» της ζωής ως αυταξίας, κατά τρόπο που σίγουρα θα δυσαρεστήσει έναν μέσο προοδευτικό άνθρωπο ή, κυρίως, μπορεί να θεωρηθεί ότι ετεροκαθορίζει θεολογικώς την αξιοπρέπεια σύμφωνα με μια τυπικά χριστιανική ετερονομία σε βάρος ενός αυτοπροσδιορισμού του κάθε υποκειμένου για το τι θεωρεί το ίδιο ως αξιοπρεπές. Συναφώς, η ρωμαιοκαθολική θεολογία της χάριτος και του δώρου επικρατεί έναντι του δικαιωματικού αυτοπροσδιορισμού, αν και η φιλοσοφία των δικαιωμάτων πανηγυρίζεται με γενναίο τρόπο ως εκκοσμίκευση του βιβλικού «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση». Τέλος, παρουσιάζει ενδιαφέρον η οντολογική διαθεματικότητα στη διαπραγμάτευση του ζητήματος της αξιοπρέπειας, καθώς ως οντολογική αξιοπρέπεια θεωρείται η αγαπητική αθανασία της ανάστασης που νικά την ισοπέδωση του θανάτου και ευθύς μετά η εργασιακή και κοινωνική αξιοπρέπεια που φέρνει ο χριστιανικός μεσσιανισμός ενάντια στον κοινωνικό θάνατο των φτωχών και ταπεινωμένων. Με τον τρόπο αυτό ο δικαιωματισμός και η woke κουλτούρα επικρίνονται, -σωστά ή λανθασμένα είναι υπό συζήτηση-, όχι από τη σκοπιά του συντηρητικού δυτικού ανθρώπου αλλά από το πρίσμα του ανθρώπου του παγκόσμιου νότου που υφίσταται ιδεολογική αποικιοποίηση.