Εδώ και μέρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν διάφορες πιέσεις στην αραβική ομάδα στα Ηνωμένα Έθνη με σκοπό να μην υποβάλλει πρόταση ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας που θα χορηγεί στο κράτος της Παλαιστίνης πλήρες μέλος στα Ηνωμένα Έθνη μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης το 2012 να το αναγνωρίσει ως μη μέλος παρατηρητής.
Η Αμερική επιδιώκει να συνεχίσει να πουλάει το όνειρο για μια λύση με δύο κράτη και για ένα παλαιστινιακό κράτος σύμφωνα με μια επίτηδες ατελή έννοια των θεμελίων για την ίδρυση ενός κυρίαρχου και γεωγραφικά συνεκτικού παλαιστινιακού κράτους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για ολόκληρη την περιοχή που κατέχεται από το 1967, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά της.
Στοχεύει επίσης να προχωρήσει από το ένα ψευδές όνειρο στο άλλο, στο πλαίσιο υποτιθέμενης διαπραγματευτικής λύσης χωρίς την επίτευξη αποτελεσμάτων, έτσι ώστε να συνεχίσει να ασκεί την κυριαρχία της στην περιοχή μας και να ελέγχει την πορεία των πολιτικών λύσεων, χωρίς ο λαός μας να επιτυγχάνει τα πλήρη εθνικά πολιτικά του δικαιώματα, κατά πρώτον το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Το όραμά τους για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου συνδέεται άμεσα με τη συνεχιζόμενη πολιτική και στρατιωτική συνεισφορά στον πόλεμο εξολόθρευσης στη Λωρίδα της Γάζας και με τα καθημερινά εγκλήματα στις πόλεις και τα χωριά της πατρίδα μας με στόχο τον εκτοπισμό και τον ξεριζωμό, πέρα από την επιβολή ενός άλλου αποκλεισμού στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και την Παλαιστινιακή Αρχή για να τις εξασθενίσει και να διευρύνει το υπάρχον χάσμα μεταξύ τους. Ώστε να εμποδίσει οιεσδήποτε προοπτικές ενότητας του λαού μας.
Οι επανειλημμένες δηλώσεις των ΗΠΑ για την απόρριψη πλήρους ένταξης του Παλαιστινιακού Κράτους στον ΟΗΕ υποκρύπτει την τρομοκρατική ουσία κατά των δικαιωμάτων των λαών, αντίθετα με τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό έπεται από την προσπάθεια αντικατάστασης του σχεδίου απόφασης για ένταξη της Παλαιστίνης ως πλήρες μέλος στον ΟΗΕ με μία πρόσκληση επίσκεψης του Προέδρου Μαχμούτ Αμπάς στον Λευκό Οίκο, την οποία και ο τελευταίος απέρριψε.
Από την άλλη πλευρά, έχει καταστεί σαφές ότι η σιωπηρή έγκριση των ΗΠΑ σε μία ευρεία επιχείρηση του ισραηλινού στρατού στη Ράφα με αντάλλαγμα να μην επιτεθεί στο Ιράν (μετά την αμφιλεγόμενη επίθεση του τελευταίου στο Ισραήλ) πέτυχε την αλλαγή στις εξισώσεις της ισορροπίας αποτροπής στην περιοχή, ως αποτέλεσμα ίσων κερδών για τις δύο πλευρές μέσω της επέμβασης βασικών χωρών του ΝΑΤΟ και χωρών της περιοχής ώστε να σώσουν το Ισραήλ σε μία από τις μεγαλύτερες μάχες. Μάλιστα, η βοήθεια σε αυτή την αεράμυνα κόστισε 1,4 δις. δολάρια.
Από την άλλη πλευρά, η λύση των δύο κρατών ήταν μία ψευδής φαντασίωση στη βάση της αντίφασης που διατυπώθηκε από τον Τέοντορ Χερτσλ (1860-1904) στο βιβλίο του «Το Εβραϊκό Κράτος» που συνιστά σιωνιστικό μανιφέστο. Η αντίφαση αυτή έχει βάση το γεγονός πως για να δημιουργηθεί εβραϊκό κράτος είναι απαραίτητο να υπάρχει επαρκής αριθμός Εβραίων για τη δημιουργία του. Ο Χερτζλ πίστευε πως απαιτείται ένας σημαντικός αριθμός εβραϊκού πληθυσμού για τον έλεγχο της περιοχής που καθορίζεται από το κράτος. Αυτό, όπως συνειδητοποίησε, σήμαινε όχι μόνον συγκέντρωση επαρκούς αριθμού Εβραίων ,αλλά και απομάκρυνση ή μείωση του αριθμού του μη εβραϊκού πληθυσμού του παλαιστινιακού λαού μας, του κατόχου της γης, με τη σιωνιστική ηγεσία αργότερα να κάνει λόγο περί «περιούσιου λαού» καθορίζοντας τους Εβραίους σαν επιθυμητή φυλή που απαρτίζει το 80% του γενικού πληθυσμού και τους Παλαιστίνιους ως ανεπιθύμητους που απαρτίζουν το 20% ή και λιγότερο, όπως δρομολογήθηκε με την πρώτη Νάκμπα (Καταστροφή του 1948) με την υποστήριξη της Δύσης, που στη συνέχεια δημιούργησε το σημερινό ΝΑΤΟ.
Αργότερα, σε ορισμένα στάδια, ορισμένοι Ισραηλινοί «υποστηρικτές» μετά την κατοχή συμφώνησαν στη μορφή μίας λύσης δύο κρατών χωρίς το παλαιστινιακό κράτος να απολαμβάνει κυριαρχία παρόμοια με την κυριαρχία του εβραϊκού κράτους. Όσο και αν το παλαιστινιακό κράτος ήταν αποδεκτό από ορισμένους από τους προαναφερθέντες κατά την αντίληψή τους, αυτό θα έπρεπε να αφοπλιστεί, να ελεγχθεί και να κατασχεθούν τα εδάφη του για «συνεχείς παραβιάσεις ασφάλειας». Όμως, στην πραγματικότητα, το Ισραήλ δεν αποδέχτηκε ποτέ την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους και το περισσότερο που αποδέχτηκε ήταν ένας «οδικός χάρτης» για κράτος, που του επέτρεψε να μιλά για αυτά ενώ καταλάμβανε παλαιστινιακά εδάφη εποικίζοντάς τα με Σιωνιστές εποίκους μέχρις ότου ο αριθμός τους σήμερα να πλησιάζει το ένα εκατομμύριο, καταπνίγοντας το παλαιστινιακό κίνημα και την ανάπτυξη. Κλέβοντας πόρους, οι Σιωνιστές αποτρέπουν παράλληλα τη γεωγραφική συνέχεια ενός παλαιστινιακού κράτους και δημεύουν τα εδάφη του ή ανακοινώνουν την προσάρτηση μέρους αυτών, όπως κάνουν στην Ιερουσαλήμ και σε άλλες περιοχές στην κοιλάδα του Ιορδάνη.
Από την δικιά τους οπτική, οι διαπραγματεύσεις ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να εκτοπίσουν τους Παλαιστίνιους και να κατακτούν σταδιακά περισσότερα εδάφη φθάνοντας στο σημείο, σήμερα, να επιταχύνουν το σιωνιστικό όραμα με τις κοσμικές και θρησκευτικές συνιστώσες του, με τις αρχαίες και ανανεωμένες διδασκαλίες και ιδέες, ξεκινώντας με τις μεθόδους του Joshua ibn Nun, του Οded Yonon, μέχρι τον σημερινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου και τους σύμμαχους του, ελλείψει ενός ενιαίου αραβικού σχεδίου και των κενών που προκαλούν οι συμφωνίες ομαλοποίησης στο φόντο της απουσίας πρόκλησης στις αμερικανικές πολιτικές εν σχέση με το σχέδιο της λεγόμενης «Νέας Μέσης Ανατολής».
Αυτό απαιτεί παλαιστινιακή αντιπαράθεση με την αμερικανική κυβέρνηση, απορρίπτοντας τις επιταγές και τις πολιτικές αντικατοπτρισμού και αντιμετωπίζοντάς τους μέσα στο ίδιο διεθνές σύστημα που βασίζεται στην άνοδο της αλληλεγγύης με τον παλαιστινιακό λαό μας απέναντι στα σύγχρονα εγκλήματα. Ενσαρκώνοντας, παράλληλα, τη Διακήρυξη Παλαιστινιακού Κράτους υπό κατοχή και την υποβολή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενός σχεδίου απόφασης που να «παγώνει» την συμμετοχή του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη μέχρι οι πλευρές αυτές (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ) να συμμορφωθούν με την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους και την επίτευξη πολιτικού μονοπατιού, υπό διεθνή χορηγία, που θα οδηγεί στον άμεσο τερματισμό της επίθεσης και της κατοχής στη βάση της ενότητας του λαού, της γης και του παλαιστινιακού αγώνα.