Στις 15 Οκτωβρίου 1901, ένας καταδικασμένος σε θάνατο στις φυλακές Sing Sing της Νέας Υόρκης μάθαινε πως το Εφετείο της Πολιτείας είχε μόλις ακυρώσει την καταδίκη του. Ο Roland Molineux, χημικός σε εργοστάσιο βαφών και γιος στρατηγού του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, είχε καταδικαστεί γιατί δυο χρόνια νωρίτερα ταχυδρόμησε ένα μπουκαλάκι με δηλητήριο σε έναν πρώην φίλο του. Εκείνος το έδωσε εν αγνοία του στην σπιτονοικοκυρά του, που πέθανε με φριχτούς πόνους.
Στη δίκη, ο εισαγγελέας παρουσίασε στοιχεία που έδειχναν την ροπή του κατηγορούμενου στον φόνο. Στο παρελθόν, ο Molineux είχε προκαλέσει και άλλον θάνατο με την ίδια μέθοδο -ταχυδρομώντας άλλο μπουκάλι με δηλητήριο. Το Εφετείο όμως αποφάσισε πως αυτό το επιπλέον στοιχείο παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας, προκαταλαμβάνοντας τους ενόρκους αρνητικά προς τον κατηγορούμενο και αποσπώντας τους από την ψύχραιμη εξέταση της βασικής κατηγορίας. Η υπόθεση αυτή δέχτηκε πρωτοφανή για την εποχή δημοσιότητα και αποτελεί ορόσημο, ένα δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο για τα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Οι δε μάρτυρες που καταθέτουν για γεγονότα εκτός κατηγορητηρίου περιγράφονται ακόμα και σήμερα με το όνομά του Molineux, που τελικά αθωώθηκε σε νέα δίκη.
Υπάρχει έντονη ειρωνεία στο ότι οι «μάρτυρες Molineux» ήταν ο λόγος που στις 27 Απριλίου, το Εφετείο της ίδιας πολιτείας ακύρωσε την καταδίκη του παραγωγού Harvey Weinstein. Η δίκη του είχε πλαισιωθεί ως ορόσημο μιας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ακούμε πως η παραδειγματική καταδίκη ενός «τέρατος» στην Αμερική δικαίωσε τα θύματα έμφυλης βίας παντού, μιας και εγκαινίασε τη λεγόμενη «εποχή του #MeToo».
Όταν ξέσπασε η υπόθεση το 2017, μεγάλα μέσα ενημέρωσης από όλον τον κόσμο επικύρωσαν αμέσως το πρόταγμα να πιστεύουμε πάντα τα θύματα, δημοσιεύοντας σωρεία καταγγελιών ως γεγονός. Διάσημες και άγνωστες γυναίκες, η μια μετά την άλλη, κατηγορούσαν τον Weinstein για αδικήματα διαφορετικής ποινικής απαξίας: βιασμό, σεξουαλική επίθεση, χούφτωμα, παρενόχληση, πως είχε αυνανιστεί μπροστά τους -αυτά, σε δωμάτια ξενοδοχείων, στα σπίτια τους. Τα περιστατικά πήγαιναν πίσω στη δεκαετία του ‘90. Ένα αμερικανικό κανάλι δεν δημοσίευσε τις καταγγελίες αμέσως, προσπαθώντας να τις διασταυρώσει με ασφάλεια. Αυτό ερμηνευόταν ως απόδειξη της τεράστιας δύναμης του Weinstein και της ανοχής στην κουλτούρα του βιασμού και του «casting couch», του «καναπέ» από τον οποίο πρέπει να περάσει μια γυναίκα για να κάνει καριέρα στην βιομηχανία του θεάματος. Τώρα όμως «το φράγμα έσπαγε» και οι δημοσιογράφοι που δημοσίευσαν πρώτοι τις αποκαλύψεις θα μοιράζονταν σύντομα το βραβείο Πούλιτζερ.
Καθώς πλησίαζε όμως η ημερομηνία της δίκης, άρχισε να διαφαίνεται πως η ακροαματική διαδικασία δεν θα ήταν μια πιστή αναπαράσταση των ρεπορτάζ. Τα περισσότερα αδικήματα είχαν παραγραφεί ή τελεσθεί σε άλλη πολιτεία. Η σεξουαλική παρενόχληση είναι αστικό αδίκημα που δεν θα οδηγούσε τον Weinstein στη φυλακή. Η φυλάκιση του τέρατος όμως ήταν προϋπόθεση της δικαίωσης. Έτσι, οι εισαγγελείς απήγγειλαν τελικά βαριές κατηγορίες, εκ μέρους όμως μόνο τριών γυναικών. Η μια από αυτές αποσύρθηκε, γιατί ένας αστυνομικός δεν μοιράστηκε σημαντικές πληροφορίες με την υπεράσπιση. Οι δυο που έμειναν ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό, πράγμα μάλλον απογοητευτικό για ένα σκάνδαλο που ενέπλεκε διάσημες σταρ.
Ο δικαστής επέτρεψε τελικά, παρά τις ενστάσεις της υπεράσπισης, να διευρυνθεί η ομάδα των γυναικών με τέσσερις ακόμα μάρτυρες Molineux. Με αυτές τις γυναίκες στο βήμα, οι εισαγγελείς θα προσπαθούσαν να αποδείξουν ένα διαχρονικό μοτίβο «αρπακτικής» συμπεριφοράς του Weinstein, προς υποστήριξη της πιο βαριάς κατηγορίας, που έφερε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Ο δικαστής έδωσε επίσης άδεια να γίνουν ερωτήσεις για παλιά γεγονότα, όπως η βίαιη συμπεριφορά του παραγωγού. Το Εφετείο σχολίασε στην πρόσφατη απόφασή του πως αυτά ήταν «κατάφωρα σφάλματα» που μπορούν να διορθωθούν μόνο με μια νέα δίκη. Η δίκη θα επαναληφθεί αυτό το φθινόπωρο.
Κάποιοι σχολιάζουν αυτές τις μέρες πως η ακύρωση οφείλεται σε ένα «τεχνικό» ζήτημα. Λίγοι όμως είχαν αναφερθεί τότε στην τακτική της εισαγγελίας ως κάτι ριψοκίνδυνο, πόσο μάλλον στο ότι οι ίδιες οι μαρτυρίες των γυναικών είχαν κενά και αντιφάσεις. Αυτό το podcast, με αναπαράσταση αποσπασμάτων της δίκης από ηθοποιούς, ξεδιπλώνει στιγμή προς στιγμή αποκαλυπτικές λεπτομέρειες της ακροαματικής διαδικασίας.
Η πρώτη καταγγέλλουσα, Miriam Haley, πρώην βοηθός παραγωγής, είχε καταθέσει ότι έκανε συναινετικό σεξ με τον Weinstein μετά τον βιασμό της το 2006 και επικοινωνούσε μαζί του για χρόνια: τον είχε προσεγγίσει στις Κάννες, του πρότεινε ένα τηλεοπτικό σόου, του ζητούσε εισιτήρια για πρεμιέρες και εργασία. Σε ένα από τα μηνύματά της, που συχνά υπέγραφε «με πολλή αγάπη, Μίριαμ», ανέφερε πόσο απογοητευμένη ήταν που δεν πρόλαβε να τον δει όταν ταξίδεψε στο Λονδίνο. Στο ημερολόγιό της είχε σβήσει αποσπάσματα όπως αυτό, μια βδομάδα μετά τον βιασμό της: «Λατρεύω την Νέα Υόρκη, λατρεύω πράγματα».
H δεύτερη καταγγέλλουσα Jessica Mann, πρώην ηθοποιός, κατέθεσε για πρώτη φορά στην δίκη πως είχε πολλές συναινετικές σεξουαλικές επαφές με τον Weinstein μετά τον πρώτο βιασμό της, κάτι που η εισαγγελία δεν αποκάλυψε εγκαίρως στην υπεράσπιση. Το πρωινό μετά τον δεύτερο βιασμό, συναντήθηκε με τον Weinstein παρουσία φίλων της και παρακάλεσε έναν από αυτούς να αλλάξει το αεροπορικό εισιτήριό της, ώστε να παρευρεθεί στο πάρτι γενεθλίων του παραγωγού το ίδιο βράδυ. Σε ένα μήνυμά της του ζητούσε να γνωρίσει τη μαμά της. «Νιώθω υπέροχη και όμορφη», του έγραφε μετά από μια ιδιωτική συνάντηση.
Η κατάθεση της Mann ήταν επεισοδιακή. Ανάμεσα σε λυγμούς περιέγραφε πως ήθελε να αποφεύγει το σεξ μαζί του, πως της θύμιζε τον βίαιο πατέρα της, ενώ αναφερόταν στο σώμα του με αποστροφή. Την πρώτη φορά που είδε το πέος του, είπε, της φάνηκε σαν αιδοίο και νόμιζε πως ο Weinstein ήταν «ίντερσεξ». Τον περιέγραψε ως «παραμορφωμένο», «βρώμικο», πως «μύριζε σαν σκατά», είχε μπιμπίκια και διαστροφές. Η εισαγγελέας είχε προηγουμένως περιγράψει την Mann στους ενόρκους ως μια «αφελή» κοπέλα, μεγαλωμένη σε χριστιανική κοινότητα. Αυτή η αντιπαραβολή της αθώας, παθητικής θηλυκότητας με μια «παραμορφωμένη» αρρενωπότητα ίσως θα έκανε τους ενόρκους να σκεφτούν πως το σεξ ανάμεσα σε μια νεαρή, όμορφη γυναίκα και τον Weinstein δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι συναινετικό. Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος JoAnn Wypijewski συνόψισε το αφήγημα αυτό με απαράμιλλη ακρίβεια: «Ποτέ το body shaming και η παγίδα της ομορφιάς, η παγίδα της ‘κανονικότητας’, δεν χρησιμοποιήθηκαν τόσο πολύ ως όπλο υποτιθέμενης προοδευτικής δικαιοσύνης».
Η ηθοποιός Annabella Sciorra, η μόνη ευρέως γνωστή μάρτυρας Molineux, δεν θυμόταν την χρονιά που ο Weinstein εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στην πόρτα της και μετέπειτα την βίασε. Το κτίριό της είχε πορτιέρη, όμως εκείνη δεν τον ρώτησε αν είδε τον παραγωγό και γιατί του επέτρεψε να ανέβει επάνω χωρίς να την ειδοποιήσει. Άλλη μάρτυρας κατήγγειλε για πρώτη φορά σεξουαλική επίθεση (ο Weinstein έβαλε το χέρι του κάτω από τη φούστα της και το δάχτυλό του μέσα της) μετά από πολλές συναντήσεις με τον εισαγγελέα και μήνες συνεντεύξεων, όπου όμως είχε καταγγείλει μόνο ένα περιστατικό χωρίς βία ή σωματική επαφή. Η μνήμη της τέταρτης μάρτυρος Molineux ήταν τόσο κατακερματισμένη, σύμφωνα με την εισαγγελέα, που αποφάσισε αρχικά να μην την καλέσει στη δίκη. Η μάρτυρας παρακολούθησε πρώτα 55 συνεδρίες με ψυχοθεραπευτή, ειδικό στις τραυματικές εμπειρίες.
Οι εισαγγελείς κάλεσαν στο βήμα μια ψυχίατρο που εξήγησε πως είναι συνηθισμένο τα θύματα σεξουαλικής βίας να ξεχνούν λεπτομέρειες από τον βιασμό τους ή να διατηρούν επαφές με τον θύτη τους. Φυσικά και αυτά συμβαίνουν. Υπάρχουν όμως και άλλες πιθανότητες. Στο δικαστήριο, η Mann διάβασε ένα μήνυμα προς τον Weinstein λίγες ώρες μετά τον βιασμό της. Η επόμενη συνάντησή τους, έγραφε, θα ήθελε να συμβεί σε χώρο που θα την κάνει να σέβεται τη σχέση τους, και πρόσθετε: «Σ’ευχαριστώ για την αστείρευτη υποστήριξη και καλοσύνη σου». Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί το κίνητρο πίσω από αυτό το μήνυμα: το θύμα επεξεργάζεται την εμπειρία του με ένα μείγμα ενοχής πως φταίει εκείνο, και την ελπίδα πως αν ζητήσει σεβασμό, αν κολακεύσει τον θύτη, η βία δεν θα επαναληφθεί. Είναι όμως θεμιτή και μια δεύτερη σκέψη: πως η Mann δεν ήταν έτοιμη να δει την «αστείρευτη υποστήριξη» του Weinstein να εξατμίζεται, αν δεν συνέχιζε να συναινεί σε σεξουαλικές επαφές μαζί του. Αυτή η σκέψη ακυρώνει το αφήγημα της «αφελούς» γυναίκας-παιδούλας που είναι ανίκανη να διαχειριστεί αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες. Ούτε φυσικά οδηγεί με σιγουριά σε μια καταδίκη πέραν πάσης αμφιβολίας.
Οι ένορκοι (ανάμεσά τους και μια συγγραφέας μυθιστορήματος για άντρες-«αρπακτικά»), καταδίκασαν τελικά τον Weinstein τόσο για την Mann όσο και την Haley. Τον αθώωσαν όμως για την βαρύτερη κατηγορία. Η ποινή του, 23 χρόνια, διασφάλιζε πως o 70χρονος τότε παραγωγός δεν θα έβγαινε ποτέ από την φυλακή. Μια δεύτερη καταδίκη το 2022 στην Καλιφόρνια για σεξουαλική επίθεση πρόσθεσε 16 ακόμα χρόνια στην κάθειρξή του. (Η έφεση εκεί εκκρεμεί).
Η Διεθνής Αμνηστία πανηγύριζε την καταδίκη του Weinstein το 2020 γράφοντας πως «Ο αγώνας για τη δικαιοσύνη πρέπει να συνεχιστεί!» Τώρα, τα νέα της ακύρωσης τα συνοδεύει είτε η σιωπή είτε μια αγανάκτηση προς το σύστημα, το ίδιο σύστημα που προηγουμένως είχε δικαιώσει τον «αγώνα». Η ηθοποιός Ashley Judd δήλωσε πως η απόφαση του Εφετείου είναι «θεσμική προδοσία». Η βραβευμένη για τα ρεπορτάζ της στους New York Times δημοσιογράφος Jodi Kantor ήταν πιο ψύχραιμη: «Η νομική πραγματικότητα πρόφτασε το κίνημα #MeToo». Είναι μια αμφίσημη δήλωση. Ο νόμος είναι τελικά ένα «αρπαχτικό» που κυνηγά την πραγματική δικαιοσύνη και την προφταίνει για να την κατασπαράξει; Ή μήπως το «κίνημα» ήταν τελικά μια αφελής προσπάθεια να υποταχθεί ο νόμος σε νέα εξωδικαστικά ήθη; Η Kantor μάλλον εννοεί το πρώτο. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι δύσκολο να δει κανείς πως η υπόθεση Weinstein θα αποτελέσει ένα δεσμευτικό προηγούμενο για όσες και όσους απαιτούν τα μέσα ενημέρωσης να καταδικάζουν πριν τα δικαστήρια.