«Όση εμπειρία κι αν κάποιος διαθέτει, όσες δεξιότητες, όσες ανελικτικές κινήσεις κι αν κατάφερε στην πορεία του, όσο συγκεντρωμένος, αποδοτικός, γρήγορος και αν είναι, επαγγελματίας ολοκληρωμένος μπορεί να είναι μόνο αν διακρίνεται από συναισθηματική νοημοσύνη».
Σερβιτόρος. Μια δουλειά με τριπλή κούραση. Σωματική, καταρχάς. Χιλιόμετρα ολόκληρα πέρα δώθε σε μια μόνο βάρδια. Εκατοντάδες βήματα που μετράνε τα έξυπνα ρολόγια και σου λένε πόσα έκανες μέσα σε κάποιες ώρες. Απίστευτο κουβάλημα. Πιάτα. Πιάτα γεμάτα. Πιάτα άδεια. Πιατέλες να μοιράσεις στους πελάτες το φαγητό. Καρποί διαλυμένοι. Κουβάλημα με παραμάνες, αυτούς τους τεράστιους καφέ δίσκους. Γεμάτες οι παραμάνες. Ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, πιάτα. Μέσες πάνε περίπατο, σπόνδυλοι τρίβονται, χράτσα χρούτσα, κόκκος με κόκκο, οστική ύλη που εξανεμίζεται στο γνωστό και το άγνωστο σύμπαν. Ρεσό ασήκωτα, ρεσό το ένα πάνω στο άλλο, ρεσό γεμάτα νερό να στηθούν σε μπουφέδες. Τραπέζια ασήκωτα. Καρέκλες ασήκωτες. Ντάνες καρέκλες. Εφτά το λιγότερο κάθε φορά. Κάβες ολόκληρες να μπουν στη θέση τους. Νερά, κιβώτια, αμέτρητα. Κρασιά, φιάλες, αμέτρητες. Γόνατα καπούτ. Υπερωρίες. Ώρες ολόκληρες. Αλλά κι ένα μισάωρο από εδώ. Ένα τεταρτάκι από εκεί. Σήμερα δουλεύεις βράδυ. Αύριο μεσημέρι. Μπορεί και πρωί. Δεκαήμερα σερί. Σεζόν, όλα σερί. Έλα, μπορείς, αντέχεις εσύ.
Σερβιτόρος. Μια δουλειά με πνευματική κούραση. Πρέπει να πάει ο λογαριασμός σε εκείνο το τραπέζι. Άργησε το φαγητό εκείνου του τραπεζιού. Σε εκείνο το τραπέζι έχουν οι μισοί αλλεργίες, τι να προτείνω. Α, εκείνος είναι συχνός επισκέπτης. Του αρέσουν συγκεκριμένα πράγματα. Δεν του αρέσουν καθόλου κάποια άλλα. Έγινε βλακεία σε εκείνο το τραπέζι. Πρέπει να τους κάνω να περάσουν καλά. Πρέπει να το σώσω. Τι είπαμε ότι τελείωσε; Να σας ενημερώσω ότι από το μενού μας δεν είναι διαθέσιμα τα παρακάτω. Τι κρασί να προτείνω; Έχει γενέθλια ο πελάτης. Έχει επέτειο. Έχει πάρει προαγωγή. Πρέπει να συνεννοηθώ με την κουζίνα. Πριν δύο χρόνια που είχε έρθει ξανά, είχε γίνει εκείνο το σκηνικό, χμ, πρέπει να το θυμάμαι. Γράφτηκε ένα σχόλιο στο ίντερνετ από έναν πελάτη που είχε έρθει δύο εβδομάδες πριν. Πρέπει να θυμηθώ ακριβώς τι έγινε γιατί με ρωτάει ο διευθυντής και πρέπει να του δώσω μια απάντηση. Έχω αυτή τη στιγμή δέκα τραπέζια και πρέπει να δημιουργήσω μια ολόκληρη χορογραφία. Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Σερβιτόρος, ψυχική εξουθένωση. Για όλα τα παραπάνω. Για την αίσθηση της ματαιότητας που σου δίνει πολλές φορές αυτή η δουλειά. Ότι όσο και να προσπαθήσεις, ένα τίποτα κάνεις. Για τους πελάτες που εκτονώνουν τις ελλείψεις τους πάνω σου. Για τους συναδέλφους που εκτονώνουν τις ελλείψεις τους πάνω σου. Κι αυτό το τελευταίο είναι που πονάει περισσότερα απ’ όλα.
Πόσο κρίμα, αλήθεια. Να υπάρχουν όλες οι ευκαιρίες ώστε στις δουλειές μας να περνάμε καλά, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, αντιστεκόμενοι στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες, σε αυτό το νταβατζιλίκι που χαρακτηρίζει πια τη χώρα απ’ άκρη σε άκρη, κι εμείς, οι εργαζόμενοι να τρώμε ο ένας τον άλλον. Θύματα και θύτες συγχρόνως σε αυτή την κρεατομηχανή που λέγεται αγορά εργασίας, εξαθλιωμένοι κι εξουθενωμένοι, χρόνια ολόκληρα κρίσης οικονομικής μα, κυρίως, κοινωνικής. Τη χάσαμε αυτή τη διάθεση οι περισσότεροι. Να παλέψουμε λίγο ακόμα, τόσο δα, όχι για έναν καλύτερο κόσμο, ούτε καν. Αλλά για μια καλύτερη έστω μέρα.
Κρεμασμένα μούτρα, φυγοπονία, μια καχεξία στον τρόπο μας που δεν κρύβεται όσο κι αν προσπαθούμε. Δωσιλογισμός. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Ένας αυτοματισμός που, από κοινωνικός να τον παρατηρούμε ως φαινόμενο, έχει γίνει προσωπικός. Κάθε ένας στην κοσμάρα του, φευγαλέος πια ο εαυτός, φευγαλέες οι δουλειές μας, οι σχέσεις μας με τους άλλους, είναι σα να μη μας νοιάζει πια. Πλήρης παράδοση. Έκσταση στο Κολοσσαίο. Θα την ποστάρουμε. Αυτό μόνο έμεινε. Θραύσματα στον κυβερνοχώρο λίγο πριν ξεραθούμε στον ύπνο.
Γι’ αυτό φεύγουν όλοι από τις δουλειές. Ειδικά στην εστίαση. Ειδικά στον τουρισμό. Δεν είναι μόνο επειδή δεν πληρώνεται κανείς καλά. Δεν είναι μόνο η μεταcovid εποχή. Δεν είναι που ‘γίναν τα περισσότερα γύρω μας ανερμάτιστα. Δεν είναι μόνο τα τοξικά περιβάλλοντα. Τοξικές είναι όλες οι δουλειές πια. Όλες κακοπληρωμένες είναι, δεν βγάζεις ούτε μισό μήνα, δεν βρίσκεις στόχο να πας προς τα εκεί, όλοι παλαβοί, έμειναν οι κάφροι στη χώρα μόνο, φοβάμαι μήπως γίνομαι και γω ένας από αυτούς, μπορεί να ήμουν ανέκαθεν ένας τέτοιος και να με στόλιζα με κρίνους, να φαντάζω αλλιώς και να το παίζω αθώος. Φεύγουν όλοι από αυτές τις δουλειές γιατί δεν υπάρχει πια επαγγελματισμός. Και όση εμπειρία κι αν κάποιος διαθέτει, όσες δεξιότητες, όσες ανελικτικές κινήσεις κι αν κατάφερε στην πορεία του, όσο συγκεντρωμένος, αποδοτικός, γρήγορος και αν είναι, επαγγελματίας ολοκληρωμένος μπορεί να είναι μόνο αν διακρίνεται από συναισθηματική νοημοσύνη. Μόνο έτσι μπορείς να καταλάβεις τον πελάτη, να υπερασπιστείς τον συνάδελφο, ν’ αναδείξεις τον υφιστάμενο, να εκμεταλλευτείς το ταλέντο, να διατηρήσεις την ελπίδα για σένα αλλά και τους άλλους όταν η κλίμακά σου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Στον καθημερινό μας Γολγοθά και τις καταβάσεις του καθενός, ελπίδα μόνη, ανέσπερο φως, να γίνουμε από άβαταρ, άνθρωποι πάλι.
Δεν μπορούμε, δεν την έχουμε αυτή την πολυτέλεια της τοξικότητας. Δεν είναι καν στη μόδα. Είναι τελείως ντεμοντέ. Ούτε μπορούμε να είμαστε κηδεμόνες κανενός, ούτε σάκος του μποξ, ούτε να φτιάξουμε ζωές, ούτε να διαλυθούν οι δικές μας. Οι χειμώνες μας γίνονται μια στιγμή και τα καλοκαίρια μας μάς εξοντώνουν, οι ατιμώρητοι πολιτικοί μας όλο και πιο ασύδοτοι, οι αντιθέσεις μας όλο και πιο αιματηρές. Κι εμείς απαθείς παίζουμε αυτό το παιχνίδι.
Περνά ένα αυτοκίνητο. Ακούγεται μουσική. Πάει κόντρα στον καιρό. Χωρίς μπάσο, χωρίς να τρίζει το σύμπαν, δεν είναι τσιφτετέλι, δεν είναι τραπ, δεν είναι όπερα. Είναι ένα ηλεκτρονικό σχεδόν ζεϊμπέκικο, μακρινό κάπως λες κι έρχεται από τα 60ς τότε που συναντούσαν τα 70ς και το κόκκινο γίνεται πορτοκαλί. Ακούγεται η Nalyssa Green να τραγουδά: «Μα θα ‘ταν λίγο πιο ωραία η ζωή αν είχαμε όλοι ενσυναίσθηση». Κι έτσι τελείωσε αυτό το κείμενο.