Είχαμε μέρες να βρεθούμε με τα παιδιά στη δουλειά. Λίγο το Πάσχα, λίγες μέρες άδειας, πφφφ, ποιος γυρνάει πίσω, κόψτε μου τα πόδια να μην μπορώ να πάω. Τέλος πάντων, το παίρνουμε πάντα απόφαση και γυρνάμε. Και για λίγο κάτι τέτοιες μέρες υπάρχει μια κάποια χαρά που βλέπουμε τους συναδέλφους μας. Ανταλλάσσουμε ευχές, είμαστε κάπως ξεκούραστοι, αλλάξαμε παραστάσεις λίγο πολύ, δεν μας φταίνε αυτοί, δεν είναι αυτοί τα κακά της μοίρας μας, δεν θέλουμε να τους εξολοθρεύσουμε. Αντιθέτως, κάτι μας ενώνει, μια κοινή μοίρα, είναι άνθρωποι της καθημερινότητάς μας, κάτι τέτοιες μέρες τους συμπαθούμε λίγο περισσότερο, μας έλειψαν κιόλας, λίγο, έστω αυτό το λίγο. Κάποιους ίσως και να τους αγαπάμε κατά αυτόν τον περίεργο τρόπο που μπορείς ν’ αγαπάς ανθρώπους από τη δουλειά σου.
Οι πρώτοι που έτρεξαν να ευχηθούν ήταν οι δύο Μπαγκλαντεσιανοί λαντζιέρηδες που έχουμε στη δουλειά. Μουσουλμάνοι. Ευχήθηκαν χρόνια πολλά με αγκαλιά, ζεστή, σφιχτή κι ένα εγκάρδιο, τεράστιο, ειλικρινέστατο χαμόγελο. Πολύ όμορφη στιγμή. Το ίδιο είχαν κάνει και τα Χριστούγεννα. Αλλά και με την ίδια γλυκύτητα αντιμετωπίζαμε και μεις τις μέρες του Ραμαζανιού τους, τους ρωτούσαμε για το πώς περνούν τις μέρες της αυστηρής νηστείας τους και τους βλέπαμε να πεινούν στις δύσκολες βάρδιες με την πολλή δουλειά που έλιωναν στα πλυντήρια και τα καυτά νερά και δεν μπορούσαν παρά να περιμένουν να περάσει η ώρα για να είναι εντάξει με τα έθιμά τους.
Κι άρχισα να θυμάμαι διάφορους λαντζιέρηδες που έχω συναντήσει σε δουλειές. Οι πιο πολύ ξένοι που μόνο αυτό μπορούσαν να κάνουν σε αυτήν εδώ την ξενιτιά, που είχαν βρει όμως το δρόμο τους κι άρχοντες σε αυτό το μικρό βασίλειο της λάντζας τους συντηρούσαν οικογένειες εδώ ή στις μακρινές πατρίδες τους. Αλλά κι Έλληνες. Πολλούς. Που τα έβαζαν με τους ξένους, αλλά ήξεραν ότι τα έβαζαν γιατί έπρεπε με κάποιον να τα βάλουν για να περάσει η βάρδια. Άνθρωποι νέοι, δυνατοί, αλλά κι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που η ζωή τους οδήγησε εκεί. Η οικονομική κρίση. Οι προσωπικές τους πορείες. Άνθρωποι που τους φέρονται οι περισσότεροι σαν να ‘ναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, που το πόστο τους όμως είναι νευραλγικό και κανείς δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς αυτούς. Θα ακινητοποιούταν η ατμομηχανή. Θα τελείωνε το έργο.
Θυμάμαι τον Γιώργο που είχε χάσει τον γιο του σε αυτοκινητιστικό και δούλευε κι αυτός κι η γυναίκα του προσποιούμενοι ότι δεν είχε γίνει τίποτα γιατί είχαν ένα ακόμα παιδί το οποίο χρειαζόταν τη στήριξή τους. Κι ο Γιώργος έλεγε κρύα ανέκδοτα, το έπαιζε τζόβενο (κι όντως κρατιόταν καλά για την ηλικία του, καθότι χειμερινός κολυμβητής παρακαλώ) και όταν πιεζόταν πολύ από τον όγκο δουλειάς και τις χοντροκομμένες απαιτήσεις της κουζίνας, νιαούριζε. Νιαούριζε δυνατά, τόσο που ακουγόταν έξω, στα τραπέζια. Και κοιταζόμασταν και δεν ξέραμε πώς να του πούμε να νιαουρίζει πιο σιγά ώστε να μην ακούγεται ή να μη νιαουρίζει καν γιατί μας φρίκαρε όλο αυτό. Είχαμε την άθλια δουλειά, είχαμε και τον Γιώργο να νιαουρίζει. Αλλά του τα συγχωρούσαμε όλα. Και τα νιαουρίσματα και τα κρύα ανέκδοτα. Του τα συγχωρούσαμε γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να του συμπαρασταθούμε.
Κι άλλοι λαντζιέρηδες. Ο Μιχαλάκης ο Αρμένης που το στόμα του δεν το έκλεινε. Που σου ερχόταν να του φέρεις την κατσαρόλα στο κεφάλι μπας και το βουλώσει, αλλά έλεγε και πολλά πετυχημένα ο άτιμος. Ένας τρελός του χωριού, που ήταν όμως προφήτης, ένας γεννημένος κλόουν με τεράστια πόδια που τα περπατούσε λοξά όπως οι κλόουν, ένα διαπεραστικό βλέμμα γεμάτο θλίψη, μπουκλάκια μαλλιά, χοντρούλης, είχε και τη στόφα ενός παλιού κωμικού αν προτιμάτε. Ο Μιχάλης ο άλλος που ήταν βγαλμένος από τα Τσακάλια του Δαλιανίδη που μόνο έβριζε, καταριόταν την τύχη του, το μαγαζί, τους πάντες, παραιτούταν και πάντα γυρνούσε στην ίδια δουλειά, όλο και πιο απογοητευμένος, όλο και με πιο χαμηλά το κεφάλι. Που όμως πάντα μοσχοβολούσε σαπούνι. Ένας άλλος χασικλής, τον έψαχνες να σου πλύνει κάνα πιάτο. Βρε Μήτσο, τελείωνε, κάν’ το μετά γαμώτο σου. Από χασικλήδες άλλο τίποτα (ναι, χασικλήδες, όχι μπαφάκια). Η κυρά Μαρία που είχε καρκίνο και δεν τη βοήθησε η επιχείρηση σε αυτό. Δούλευε μέχρι την τελευταία στιγμή και λέγαμε ότι θα την βρούμε εκεί πεσμένη όπως μάζευε πιάτα με μισοφαγωμένες ομελέτες από τα πρωινά. Κι ο Ινδός, εκείνος, πώς τον έλεγαν μωρέ. Κι οι μαυρούληδες που τους έφεραν κάποια στιγμή σωρηδόν, ποιος ξέρει τι μπίζνα τώρα κι αυτή, πόσο κοψοχρονιά τους έκλειναν, τι μίζες έπαιρναν και ποιοι τις έπαιρναν, που δεν ήξεραν γρι να μιλήσουν και ήταν δυο μέτρα θηρία ο καθένας με κάτι κορμιά σαν αγάλματα κι έβλεπες τους νταήδες τους δικούς μας, που το έπαιζαν πολύ άντρες, άντρακλες ανυπερθέτως, να ξεροκαταπίνουν στη θέα τους και να το βουλώνουν επιτέλους λίγο, γιατί πόση αντρίλα πια να ακούσεις και να υποστείς σε μια βάρδια, ευτυχώς που υπήρχαν κι αυτοί οι Αφρικανοί θεοί κάποια στιγμή και ησύχαζε το κεφαλάκι μας. Κι η Κολομβιάνα -ονόματα δε λέμε- που ήταν κάποτε μια καλλονή χορεύτρια και την έφερε η ζωή να μεγαλώσει δύο παιδιά σε ένα χωριό της Αττικής που ήταν πρώτη στη δουλειά και πότε δήλωνε 53 χρόνων, πότε 46, πότε 61, που είχε το συνήθειο να σε χουφτώνει και μπροστά και πίσω και να γελά δυνατά που έμενες κόκκαλο και δεν ήξερες πώς ν’ αντιδράσεις και μας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα της και μας έδειχνε τις χορευτικές της φιγούρες σε κάθε ευκαιρία και ήταν, όντως, η αθεόφοβη ένα ανατομικό θαύμα, μπορούσε να κουνά όποιο μέρος του σώματός της ήθελε, μεμονωμένα, κατά βούληση, ή περισσότερα από ένα μαζί, ή όλο της το κορμί συγχρόνως σε έναν αέναο χορό των Ίνκας, με την αισθαντικότητα των Λατίνων, παρά την ηλικία της, παρά τα βάσανά της, παρά τους τόνους κιλών που είχε σηκώσει στη ζωή της, πιάτα, κατσαρόλες, ταψιά, σκουπίδια, βρισίδια, προσβολές, χλευασμό.
Και σε όλα τα άλλα τμήματα που σχετίζονται όμως με τον επισιτισμό, έχεις τη χαρά -ή, μάλλον, την τύχη- να συνεργάζεσαι με ανθρώπους από άλλες χώρες, με άλλες κουλτούρες, ή με άλλες κουλτούρες γενικώς ακόμα κι αν κατάγεστε από την ίδια χώρα. Αγόρια και κορίτσια που ήρθαν από αλλού, άλλα ερωτεύτηκαν εδώ κι έμειναν εδώ, έγιναν ολόκληροι άντρες κι ολόκληρες γυναίκες, άλλοι έκαναν οικογένεια, παιδιά, άλλοι ξε -ερωτεύτηκαν, χώρισαν, έμαθαν ελληνικά, τη γλώσσα, τους ανθρώπους, τις συνήθειές μας, πόσο δύσκολο κι αυτό. Πάντα ξεχνάμε εμείς οι Έλληνες τη δική μας ξενιτιά, τη δική μας προσφυγιά, γίναμε βασιλικότεροι, πάντα προσπερνάμε τον μόχθο που καταβάλλει ένας άνθρωπος που ζει κι εργάζεται στη χώρα μας ενώ έρχεται από έναν τόπο με άλλες αξίες, με άλλον ουρανό. Και δεν είναι ότι πρέπει να υποβληθεί στη δική μας κατάσταση, όπως υποβληθήκαμε κι εμείς όταν φύγαμε για αλλού. Είναι ότι δεν μας περνά καν από το μυαλό η όποια αγωνία, η ανασφάλεια, ο διπλός και τριπλός κόπος που κάποιος καλείται να καταβάλλει. Παλιότερα οι άνθρωποι που έρχονταν να δουλέψουν εδώ ήθελαν και να ζήσουν για πάντα εδώ, ήθελαν να μας μοιάσουν. Τώρα δεν θέλουν να μας μοιάσουν και πολλοί.
Ευτυχώς στην εστίαση, έχεις να κάνεις με πολύ κόσμο. Από τους συνεργάτες σου, είτε είναι λαντζιέρηδες, είτε δουλεύουν στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου για παράδειγμα, θα έρθεις σε επαφή, θα δουλέψεις, θα περάσετε μαζί ένα κομμάτι της ζωής σας με πολύ διαφορετικό κόσμο. Και φυσικά, το ίδιο το clientele είναι ένα πανόραμα της ανθρωπότητας και του σύγχρονου κόσμου. Καμία άλλη δουλειά δεν σου δίνει τη δυνατότητα να δουλέψεις σε μία μόνο βάρδια και να έρθεις σε επαφή με διανοούμενους καθηγητές πανεπιστημίου, εύσωμες drag queens, λιγνές drag queens, αδίστακτους drug dealers, ταμένα παπαδοπαίδια, βλαχομπαρόκ δημάρχους, βλαχομπαρόκ τηλεοπτικούς αστέρες, μανάδες που καταριούνται τα παιδιά τους, μανάδες που λατρεύουν τα παιδιά τους, φονιάδες που δεν τους έχουν συλλάβει ακόμα, κυρίες που παθαίνουν κρίσεις πανικού και πρέπει να το κουμαντάρεις, άτομα που δεν έχουν πάρει τη δόση τους, άτομα που δεν έχουν πάρει τη φαρμακευτική τους αγωγή κι εκδηλώνουν ψυχωτικά επεισόδια, μεγαλοεπιχειρηματίες, μαφιόζους, slaves and masters λιγότερο ή περισσότερο κρυφά ντυμένους, άτομα που βρίσκονται σε ραντεβού, άτομα που πάει πολύ καλά το ραντεβού τους, άτομα που πάει πολύ άσχημα το ραντεβού τους, βουδιστές, χάρε κρίσνα, δρυΐδες, απόγονους της Μαγδαληνής, χόμπιτ, τρολ, terminators, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, γιατρούς, τουρίστες και ταξιδευτές, χρονοταξιδιώτες, υπνωτιστές, βελονιστές, θηριοδαμαστές, λαθρέμπορους, καλλονές κάθε ηλικίας, κάθε φύλου, θεότητες, ανθρωπάρια και, φυσικά, έναν μουσουλμάνο Μπαγκλαντεσιανό να σε αγκαλιάζει και να σου εύχεται με το πιο λευκό χαμόγελο που έχεις δει εδώ και καιρό «Καλό Πάσχα».