Είναι προφανές πως η πολυφωνία δεν αρέσει στα αυταρχικά καθεστώτα και στους επιγόνους τους. Η απεργία που κήρυξαν δημοσιογράφοι και τεχνικοί στην κρατική ραδιοτηλεόραση, καταγγέλλοντας την προσπάθεια λογοκρισίας, σε συνδυασμό με τα πολλαπλά επεισόδια ελέγχου και προπαγάνδας, φανερώνει το μέγεθος της παρέμβασης που επιχειρεί στον Τύπο και την πληροφόρηση η κυβέρνηση της νεοφασιστικής κυβέρνησης της Τζόρτζιας Μελόνι.
Άλλωστε, η ίδια η κυβέρνηση δεν επιχειρεί να το κρύψει. Η επιστολή πειθαρχικής επιτίμησης, που έστειλε η διεύθυνση της RAI στην παρουσιάστρια Σερένα Μπορτόνε γιατί αποκάλυψε ότι κόπηκε το μήνυμα του γνωστού συγγραφέα Αντόνιο Σκουράτι για την εθνική (αντιφασιστική) γιορτή της 25ης Απριλίου, φανερώνει ότι το εγχείρημά της δεν γνωρίζει χαλινό. Η υπόθεση Σκουράτι εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλους τριγμούς στον χώρο του Τύπου και της πολιτικής, αλλά κι αναρριπίζει τις ανησυχίες στην κοινωνία και τους σκεπτόμενους ανθρώπους και διανοούμενους. δίως όταν η ίδια η διεύθυνση της RAI αρνείται να παραστεί στην ακρόαση του ελεγκτικού οργάνου για την ραδιοτηλεόραση, που θα εξετάσει και θα κρίνει την απόφαση.
Ο κίνδυνος για κυβερνητικό έλεγχο του Τύπου, η ανερυθρίαστη προπαγάνδα, οι προσπάθειες να φαλκιδευτεί και να ξαναγραφεί η Ιστορία, η συκοφάντηση των αντιπάλων, έχουν πολλαπλασιασθεί από τον Σεπτέμβριο του ‘22, οπότε η Μελόνι χρίσθηκε η «μεγάλη οιακοστρόφος» της Ιταλίας. Δεν είναι τυχαίο πως η Ιταλία στην έκθεση για την ελευθεροτυπία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα έχασε πέντε θέσεις και υποχώρησε στην 41η θέση. Μάλιστα ως κύριος λόγος που αποτυπώνει αυτήν την υποχώρηση, είναι η προσπάθεια του βουλευτή της Λέγκας Αντόνιο Αντζελούτσι να αποκτήσει το δεύτερο μεγαλύτερο ιταλικό δημοσιογραφικό πρακτορείο AGΙ. Ένα εγχείρημα που έχει τις ευλογίες της κυβέρνησης και θα συνδυασθεί και με τα άλλα συμβόλαια που ο επιχειρηματίας βουλευτής κλείνει με την κυβέρνηση. Κινήσεις που συνιστούν κατάφορα σύγκρουση συμφερόντων κι όμως δρομολογούνται με ταχύτητα, παρά την αποφασιστική αντίδραση, τις προσφυγές και τις διαμαρτυρίες δημοσιογράφων και εργαζομένων στο AGI.
Η κατάσταση που επιδιώκει να δημιουργήσει η Μελόνι είναι πολύ πιο επικίνδυνη από το μονοπώλιο που παλιότερα όλοι φώναζαν πως υπήρχε κίνδυνος να υπάρξει όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πρωθυπουργός. Ωστόσο ακόμη κι εκείνος ο μεγιστάνας του Τύπου είχε διατηρήσει σε κάποιο βαθμό το κομματικό triumviratum της RAI, κληρονομιά του ελέγχου καθενός από τα τρία κανάλια της από τα τρία κόμματα (δεξιά, σοσιαλιστές και κομμουνιστές) που κάποτε πρωταγωνιστούσαν στην πολιτική της χώρας. Μία τριχοτόμηση που εξασφάλιζε μία πολυφωνία, τόσο στην ενημέρωση, όσο κυρίως στην πολιτιστική προσφορά και την ποιότητα (χάρις κυρίως στην RAI3).
Η υπόθεση λογοκρισίας του Σκουράτι από το πρόγραμμα της RAI3 και κυρίως η ανυπόστατη αιτιολογία της και η μεθόδευσή της προκαταβάλλει για ακόμη μεγαλύτερες παρεμβάσεις. Όταν μάλιστα η ίδια η Μελόνι είχε σπεύσει να δικαιολογήσει το «ψαλίδι» στον Σκουράτι, επικαλούμενη παραπλανητικά τους «οικονομικούς» λόγους (τα 1.500 ευρώ -που η ίδια ψευδώς φούσκωσε σε 1.800- που θα πλήρωνε ο φορολογούμενος, όταν τα δικά της ενεργούμενα και πληρωμένοι κονδυλοφόροι στοιχίζουν περισσότερα στους πολίτες), αρνούμενη πως λογόκρινε το μήνυμα που είχε σαφείς αναφορές στο έγκλημα Ματεότι και στον αντιφασιστικό αγώνα, που κορυφώθηκε στις 25 Απριλίου. Αναφορές που φυσικά δεν έκανε η ίδια η Μελόνι, που απείχε από τους εορτασμούς και κανένας από την κυβέρνησή της. Αναφορές για τη δολοφονία του Ματεότι από τους φασίστες που δεν υπάρχουν και στην έκθεσή για τα 100 χρόνια της επετείου της διατεταγμένης απαγωγής κι εκτέλεσης του σοσιαλιστή ηγέτη από τους μπράβους του Μουσολίνι, που με πομπώδη τρόπο εγκαινίασε ο νεοφασίστας υπουργός Πολιτισμού Τζενάρο Σαντζουλιάνο.
Η προσπάθεια για τη χειραγώγηση της RAI μεθοδεύτηκε από την πρώτη ημέρα της πρωθυπουργίας της Μελόνι κι έχει οδηγήσει σε αποχωρήσεις διακεκριμένων στελεχών της τόσο από τον χώρο του θεάματος (Αμαντέο), όσο και ηχηρά ονόματα στον πολιτισμό και τη δημοσιογραφίας (Αουτζίας, Φάτσιο κλπ). Η διαρκής επιδείνωση στην ποιότητα της ενημέρωσης και στην αμεροληψία της RAI είναι εμφανής. Ιδίως με τη στάση που τηρεί η Μελόνι υπέρ της ευρωατλαντικής εμπλοκής στη σύρραξη της Ουκρανίας και την αμέριστη στήριξη στον ομογάλακτό της ακροδεξιό Νετανιάχου και τους φανατικούς σιωνιστές στη γενοκτονία της Γάζας. Η παραπληροφόρηση και η συκοφάντηση των αντιπάλων (που βαπτίζονται και λιθοβολούνται από τα γονυπετή μέσα ενημέρωσης ως φιλο-πουτινικοί και φιλο-Χαμάς) γενικεύτηκε στα δύο χρόνια της Μελόνι, με τρόπους που θυμίζουν τις φυλλάδες του Μουσολίνι.
Για τον λόγο αυτό τους περασμένους μήνες είχαν κορυφωθεί οι διαμαρτυρίες, κυρίως φοιτητών, για τη μονομερή υπέρ του Ισραήλ κάλυψη της γενοκτονίας έξω από την έδρα της RAI. Όπς και για την παραίτηση του προέδρου της RAI Σέρτζο, που σε διατεταγμένη υπηρεσία επιταχύνει την χειραγώγηση της ραδιοτηλεόρασης και την «εκκαθάρισή της» από αμερόληπτους ή αντιφρονούντες. Με τις υμνωδίες και των δημοσιογράφων υπηρεσίας της Μελόνι, που σπεύδουν να χαρακτηρίσουν «παράξενη» την απεργιακή κινητοποίηση των «αργόσχολων» δημοσίων υπαλλήλων της. Η παραπληροφόρηση, η προπαγάνδα και ο η πολιτιστική ηγεμονία με τον έλεγχο της πνευματικής παραγωγής είναι εξάλλου μία πρώτιστη προτεραιότητα όποιου καθεστώτος θέλει να ενσωματώσει και ριζώσει την ιδεολογία του στην κοινωνική συνείδηση. Και το προσπαθεί με κάθε τρόπο. Λογοκρίνοντας, όπως στην υπόθεση Σκουράτι, συκοφαντώντας, όπως συνέβη με γνωστό ελληνιστή Λουτσάνο Κάνφορα (έπειτα από μήνυση που άσκησε -κι όχι συμβολικά, αλλά επιμένοντας- η ίδια η τάχατες θιγμένη Μελόνι). Ή ακόμη υποβαθμίζοντας τη σημασία κάποιων πολιτιστικών γεγονότων, επειδή σε κάποιους θεσμούς ή πολιτιστικούς θεσμούς πλειοψηφούν προσωπικότητες που δεν συμφωνούν με τον νεοφασισμό της Μελόνι. Όπως συνέβη στα ιταλικά «Όσκαρ», τα βραβεία «Νταβίντ ντι Ντονατέλο», που η ελεγχόμενη RAI αποφάσισε -ξεσηκώνοντας διαμαρτυρίες- να διοργανώσει διαφορετικές τελετές απονομής για τα βραβεία στις ταινίες, ηθοποιούς και τους δημιουργούς και για τα βραβεία των τεχνικών συντελεστών, τα κοστούμια, τη φωτογραφία κλπ. Βάζοντας επίσης τους δουλικούς δημοσιογράφους να λασπολογούν για τις διαμαρτυρίες του κινηματογραφικού κόσμου, που ως αριστερούς ψηφίζει και βραβεύει αριστερές ταινίες και μετά παραπονιέται–επεκτείνοντας τις μομφές για την «αριστεροσύνη» και τις διαμαρτυρίες της και στην υπόθεση της RAI.
Για να μη λησμονούμε και μέρες που είναι και τη Μπιενάλε της Βενετίας, η Μελόνι διόρισε πρόεδρο του μεγάλου πολιτιστικού αυτού οργανισμού τον αμφιλεγόμενο και δεδηλωμένο φιλοναζιστή Πιετράντζελο Μπουταφουόκο -ασήμαντο συγγραφέα και αμφιλεγόμενη γραφική προσωπικότητα, που σε δύο βιβλία του η πλοκή τους εγκωμιάζει τα έργα και τις ημέρες, το ένα μίας γερμανίδας αλεξιπτωτιστή των SS και το άλλο του στρατάρχη Γκέρινγκ, διαβόητο συνεργάτη του Χίτλερ.
Η επιμελής μαθήτρια των μεθόδων του φασισμού Μελόνι έχει μάθει πώς να χρησιμοποιεί την εξουσία που τις δίνεται για να προχωρήσει στην «παθητική επανάσταση» που θα εδραιώσει την ιδεολογική και πολιτική της ηγεμονία. Δημαγωγία και λογοκρισία, πολιτιστικός έλεγχος και lawfare, με μία επίφαση «λεγκαλισμού» και νομιμότητας, πολιτικός κι ιστορικός ρεβιζιονισμός, για να ξαναγραφεί η Ιστορία, αδρανοποιηθεί η συλλογική μνήμη και για να εξουδετερωθούν οι αντίπαλοι. Μία κρίσιμη στιγμή, που εάν καταφέρει να την εκμεταλλευθεί η νεοφασιστική κυβέρνηση και κατακτήσει ακόμη μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα και τους εμφυσήσει την ιδεολογία τους, θα σημάνει την κατάκτηση της πλήρους ηγεμονίας της Μελόνι -που περιμένει στη γωνία με το σχέδιό της για την πλήρη «πρωθυπουργοποίηση» της εκτελεστικής εξουσίας και το σχετικό δημοψήφισμα που δρομολογεί.