Η αραβική σύνοδος κορυφής που πραγματοποιήθηκε στη Μανάμα του Μπαχρέιν και υποτίθεται ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα αντιμετώπιζε κυρίως τις προκλήσεις που σχετίζονται με την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας. Τουλάχιστον σε ότι αφορά την αναγκαιότητα λήψης πρακτικών αποφάσεων στο επίπεδο προκλήσεων συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης του πολέμου της εξόντωσης, του εκτοπισμού, της πείνας και τι σχετίζεται με αυτό πολιτικά.
Από τη σκοπιά της αμερικανο-ισραηλινής συμμαχίας
Έχει καταστεί σαφές ότι υπάρχουν δύο παράγοντες που επηρεάζουν τις πολιτικές του Νετανιάχου.
Ο πρώτος είναι η ιδεολογική διάσταση που αντιπροσωπεύεται από τον πλήρη έλεγχο της Δυτικής Όχθης και τον εκτοπισμό που συμβάλλει στον έλεγχο και το συνεχή διαχωρισμό της Δυτικής Όχθης από τη Γάζα για την αποτροπή μιας ενιαίας παλαιστινιακής πολιτικής οντότητας την καταστροφή της ιδέας ενός συνεχούς, κυρίαρχου κράτους.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η κρίση που αντιμετωπίζει ο ίδιος πολιτικά κατά την οποία είδε τον πόλεμο σαν ένα μέσο είτε για να βρει λύση στο πρόβλημά του, είτε την να κερδίσει χρόνο διά της αναβολής. Οπότε εργάστηκε σκληρά για να ματαιώσει μία συμφωνία.
Υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας και με τη διεξαγωγή της συνόδου κορυφής του Μπαχρέιν, η αραβική σύνοδος εξέδωσε πολλά ψηφίσματα που δεν υπερέβαιναν την ανακοίνωση. Είχαν ληφθεί σε προηγούμενες αραβικές συνόδους κορυφής και επαναλήφθηκαν με τρόπο που δεν λάμβανε υπόψη τις νέες εξελίξεις, δίνοντας έμφαση στην υποστήριξη του παλαιστινιακού αγώνα και επιδιώκοντας να σταματήσει η ισραηλινή επίθεση. Η προσχώρηση στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία επιβεβαιώθηκε ως βασικό πλαίσιο για την επίτευξη ειρήνης στην περιοχή, τονίζοντας ότι η επίτευξη διαρκούς ειρήνης απαιτεί τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών από το 1967.
Η Σύνοδος Κορυφής της Μανάμα ζήτησε επίσης να στηριχθούν οι διεθνείς προσπάθειες για την έναρξη μιας σοβαρής ειρηνευτικής διαδικασίας που βασίζεται σε μια λύση δύο κρατών που εγγυάται τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού και την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ, και να ασκηθεί πίεση στο Ισραήλ με πολιτικά και οικονομικά μέσα ώστε να σταματήσει την επιθετικότητα, συμπεριλαμβανομένης της ενεργοποίησης αραβικών στρατηγικών συνεργασίας στον οικονομικό και πολιτικό τομέα.
Ωστόσο, παρά τις αποφάσεις αυτές, εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί και την έκταση της ικανότητάς τους να επηρεάσουν επί τόπου τα πράγματα υπό το φως της συνεχιζόμενης εγκληματικής κλιμάκωσης στη Γάζα και στις υπόλοιπες πόλεις της Παλαιστίνης, πέρα από ζητήματα που αφορούν μηχανισμούς εφαρμογής.
Η σύνοδος κορυφής δεν εξέτασε άμεσα βήματα όπως η διακοπή των σχέσεων ή οι οικονομικές κυρώσεις στο Ισραήλ, κάτι που αντανακλά το χάσμα μεταξύ των πολιτικών φιλοδοξιών και της πρακτικής πραγματικότητας. Γενικά, αν και οι προφορικές αποφάσεις δεν αντικατοπτρίζουν απαραιτήτως τη δέσμευση των αραβικών χωρών να στηρίξουν τη Γάζα, απαιτούν ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα μέτρα για την επίτευξη απτής αλλαγής στο έδαφος για να σταματήσουν οι συνεχιζόμενες πράξεις εθνοκάθαρσης, οι οποίες αποτελούν επέκταση και συνέχιση της. Το Ισραήλ, έχοντας στο πλευρό του το παγκόσμιο σιωνιστικό κίνημα και αυτούς που στάθηκαν δίπλα του για περισσότερα από 76 χρόνια, δεν χρειάζεται δικαιολογίες για τα συνεχιζόμενα εγκλήματά του ή λόγο που το παρακινεί να το κάνει.
Οι προσδοκίες για τα αποτελέσματα αυτής της συνόδου κορυφής δεν ξεπέρασαν τα αναμενόμενα από άλλες αραβικές συνόδους κορυφής ή των πολιτικών εισροών παρά τις υφιστάμενες συνθήκες. Ωστόσο, υπό το φως της σοβαρότητας γεγονότων, που παρόμοια δεν έχει δει ο κόσμος από το τέλος των δύο παγκόσμιων πολέμων που προκάλεσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά των λαών και τα εγκλήματα που συνδέονται με αυτές, θεωρήθηκε ότι οι αραβικές αποφάσεις θα αφορούσαν τουλάχιστον το επίπεδο των σημερινών γεγονότων στη Λωρίδα της Γάζας έστω από άποψη ηθικής ευθύνης.
Ο εθνικισμός
Το πολιτικό σχέδιο αποφάσεων της Αραβικής Συνόδου θα έπρεπε, λοιπόν, να περιλαμβάνει πολλά κομβικά μέτρα ανάλογα με την κλίμακα της κρίσης και του ανθρώπινου πόνου, όπως η απέλαση των Ισραηλινών πρεσβευτών από τις αραβικές χώρες και η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ μέχρι να σταματήσει η γενοκτονική επίθεση κατά της Γάζας. Ένα τέτοιο βήμα θα μπορούσε να εκφράζει μια σαφή και σθεναρή απόρριψη των ισραηλινών πολιτικών, πέραν της επιβολής οικονομικών πιέσεων που περιλαμβάνουν την απαγόρευση εξαγωγής και εισαγωγής αγαθών από και προς το ισραηλινό κράτος κατοχής και την αναστολή της εμπορικής συνεργασίας με αυτό. Επιπλέον μέτρο βαρύνουσας σημασίας θα ήταν η αναγκαιότητα της απειλής για διακοπή της εξαγωγής πετρελαίου σε χώρες που υποστηρίζουν τουλάχιστον στρατιωτικά το Ισραήλ.
Αυτά πέραν της ανάγκης συμφωνίας για διεθνή νομική δράση για την υποβολή αγωγών κατά του Ισραήλ σε διεθνή δικαστήρια με κατηγορίες για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και άσκησης γενοκτονίας, και για παρακολούθηση νομικών διαδικασιών για την προσαγωγή των υπεύθυνων Ισραηλινών ηγετών στη δικαιοσύνη ως εγκληματίες πολέμου, όπως δηλαδή κάνουν φιλικές, μη αραβικές, χώρες στη Χάγη. Όπως η Νότια Αφρική και ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Φυσικά, θα μπορούσαν να υπάρχουν αναφορές (στη διακήρυξη της αραβικής συνόδου κορυφής) για την επιβολή της εισόδου και της διανόμης ανθρωπιστικής βοήθειας στον λαό μας στη Γάζα μέσω ασφαλών διαδρόμων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να συμφωνήσει στην παροχή της απαραίτητης υποστήριξης προς την PLO ως το μοναδικό αντιπροσωπευτικό πλαίσιο των δυνάμεων της παλαιστινιακής αντίστασης, οικονομικά και υλικοτεχνικά, και συγκεκριμένα στον Παλαιστινιακό λαό μας στη Λωρίδα της Γάζας για την ενίσχυση του απέναντι στη γενοκτονική επίθεση, ειδικά εφόσον η επίθεση του Ισραήλ βάζει στο στόχαστρο όλους τους Παλαιστίνιους, συμπεριλαμβανομένων των θεσμών της Παλαιστινιακής Αρχής.
Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που ελήφθησαν στην Αραβική Σύνοδο Κορυφής δεν ανταποκρίθηκαν στο επίπεδο των στρατιωτικών και πολιτικών προκλήσεων της κυβέρνησης του κατοχικού κράτους, με την υποστήριξη και συμμετοχή των ΗΠΑ, παρά τις συζητήσεις για διαφωνίες μεταξύ τους, για διάφορους λόγους που μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Πρώτον, η αραβική διαίρεση: Υπάρχουν πολιτικές διαφορές μεταξύ των αραβικών χωρών που καθιστούν δύσκολη την επίτευξη συναίνεσης. Σε ό,τι αφορά ενιαίες διαδικασίες, αυτή η διαίρεση αποδυναμώνει την ενότητα της αραβικής θέσης και την ικανότητά της να κάνει αποφασιστικά βήματα.
Δεύτερον, οι διεθνείς πιέσεις. Πολλές αραβικές χώρες υφίστανται πιέσεις από διεθνείς δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. που έχουν ισχυρές σχέσεις με το Ισραήλ, υπό το φως της επιρροής της αμερικανικής κυβέρνησης στις αποφάσεις ορισμένων αδελφών χωρών.
Τρίτον, οικονομικά συμφέροντα: Ορισμένες αραβικές χώρες έχουν σημαντικά οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα με δυτικές χώρες που υποστηρίζουν το Ισραήλ, γεγονός που τις κάνει να διστάζουν να λάβουν μέτρα που θα μπορούσαν να βλάψουν τις οικονομικές και επενδυτικές σχέσεις τους με αυτές.
Τέταρτον, επιφυλάξεις ασφαλείας: Ορισμένες χώρες φοβούνται ότι η λήψη σαφών θέσεων μπορεί να αποσταθεροποιήσει την εσωτερική τους σταθερότητα ή να προκαλέσει απροσδόκητες αντιδράσεις ασφαλείας ή στρατιωτικές αντιδράσεις.
Πέμπτο: Η επιρροή των λόμπι. Η παρουσία ισχυρών ομάδων πίεσης εντός και εκτός αραβικών χωρών που εργάζονται για να κατευθύνουν πολιτικές σύμφωνα με τα συμφέροντά τους ή τα δυτικά συμφέροντα, συνιστά γεγονός που περιπλέκει την πιθανότητα υιοθέτησης αυστηρών πολιτικών κατά του Ισραήλ. Έκτο: Η διεθνής πολιτική πραγματικότητα. Το τρέχον μονοπολικό διεθνές σύστημα, παρά τις πτυχές της κατάρρευσής του, δεν διευκολύνει την αποτελεσματική τιμωρία του Ισραήλ λόγω του βέτο που χρησιμοποιούν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να το προστατεύσουν από διεθνή ψηφίσματα που το καταδικάζουν ή επιβάλλουν κυρώσεις σε αυτό.
Έβδομο: Αδύναμη υποδομή για εφαρμογή αποφάσεων. Ακόμη και αν ληφθούν ισχυρές αποφάσεις, η ασθενής υποδομή για την εφαρμογή αυτών των αποφάσεων σε πολλές αραβικές χώρες μπορεί να εμποδίσει την αποτελεσματική τους εφαρμογή για τους λόγους που ανέφερα εν συντομία.
Όλοι αυτοί παράγοντες σε συνδυασμό εξηγούν γιατί οι αποφάσεις δεν ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Παλαιστίνη, ειδικά στη Γάζα, παρά το γεγονός ότι πολλές αραβικές χώρες εκφράζουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξή τους για την παλαιστινιακή υπόθεση.
Έτσι, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από την Αραβική Σύνοδο Κορυφής δεν είχαν απτό αντίκτυπο στις πολιτικές του Ισραήλ σχετικά με το τι κάνει.
Η ισραηλινή εκστρατεία στην πόλη Ράφα και στις υπόλοιπες πόλεις της Γάζας, στην οποία επέστρεψαν οι δυνάμεις κατοχής λόγω αντιστασιακής δραστηριότητας στο στυλ του ανταρτοπόλεμου δαπανηρού για το Ισραήλ, θεωρείται σήμερα μια από τις πιο σημαντικές στρατιωτικές εξελίξεις στη Γάζα παρά το ατυχές μέγεθος των θυμάτων μεταξύ των ανθρώπων μας.
Φαίνεται εντούτοις να υπάρχει έλλειψη αισιοδοξίας σχετικά με την πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας και διακοπής του πολέμου, σύμφωνα με όσα επιδιώκει ο Νετανιάχου.
Επίσης, στα σύνορα του Λιβάνου, οι εντάσεις είναι υψηλές, αλλά εάν δεν υπάρξει ποιοτική κλιμάκωση, η κατάσταση παραμένει εύθραυστη και οποιαδήποτε κλιμάκωση στη Γάζα θα μπορούσε να αντικατοπτριστεί στα σύνορα με τον Λίβανο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε επέκταση του πολέμου στην περιοχή. Ο διεθνής ρόλος και η διαμεσολάβηση, χωρών όπως η Αίγυπτος, το Κατάρ και οι Ηνωμένες Πολιτείες, μπορούν να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην αποκλιμάκωση της κατάστασης. Ωστόσο, η μη έγκαιρη επίτευξη συμφωνίας μπορεί να οδηγήσει σε συνεχιζόμενη κλιμάκωση, η οποία επηρεάζεται και από τις εσωτερικές πολιτικές θέσεις στο κατοχικό κράτος, γεγονός που ενισχύει τη συνέχιση και την ανάπτυξη επιθετικών πράξεων.
Ως εκ τούτου, τα αναμενόμενα σενάρια εξαρτώνται από τις εξελίξεις των επόμενων ημερών, ιδιαίτερα από την επιτυχία ή την αποτυχία των προσπαθειών γύρω από και τις διεθνείς διαπραγματεύσεις απέναντι στην ισραηλινή αδιαλλαξία.
Δεν είναι πλέον δυνατόν να συνεχίσουμε το ίδιο επίπεδο πολέμου και να τον εργαλειοποιήσουμε σε υψηλό επίπεδο εξάντλησης της κατοχικής δύναμης. Το θέμα έχει φτάσει σε σημεία καμπής που θα πρέπει να καθοριστούν.
Η ισραηλινή κατοχική κυβέρνηση ανακοίνωσε αρκετούς στόχους για τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, συμπεριλαμβανομένου του τερματισμού της δικυβέρνησης της περιοχής από τη Χαμάς, της επιβολής πλήρους ελέγχου ασφαλείας και της απελευθέρωση των Ισραηλινών ομήρων που κρατούνται από παλαιστινιακές οργανώσεις αντίστασης, κάτι που δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να επιτύχει, αλλά ούτε και να βρεί λύση στο θέμα της «επόμενης μέρας».