Η επίσκεψη του Αμερικανού συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν σε Σαουδική Αραβία και Ισραήλ είχε ως στόχο να κατευθύνει και να διορθώσει ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ και να επιτύχει συμφωνίες και συνεννοήσεις σχετικά με την εκεί ασφάλεια και πολιτική στη βάση της διμερούς στρατηγικής σχέσης και την περαιτέρω προώθησή της με τρόπο που να αντιπροσωπεύει την επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να εφαρμόσουν το όραμά τους για τη Νέα Μέση Ανατολή και την ανάγκη τους να έχουν σε αυτό το Ισραήλ σε ρόλο βοηθού και συνεργάτη.
Επιβεβαιώνει επίσης την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στις προσπάθειες του Ισραήλ να συνεχίσει τα πολεμικά του σχέδια εξόντωσης και εκτοπισμού κατά του λαού μας με τη δικαιολογία ότι «μάχεται τη Χαμάς».
Υπάρχει σαφής ένταση μεταξύ του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου και της αμερικανικής κυβέρνησης, καθώς αυτή εξέφρασε την ανησυχία της για τις πολιτικές του Νετανιάχου, τις οποίες θεωρεί ασταθείς και τέτοιες που μπορεί να περιπλέξουν περαιτέρω την κατάσταση στην περιοχή μην εξυπηρετώντας την ουσία των μεταξύ τους στρατηγικών σχέσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνονται στην ενίσχυση αυτού που αποκαλούν «περιφερειακή σταθερότητα» και στην αντιμετώπιση της ιρανικής επιρροής μέσω της εφαρμογής του σχεδίου τους που ονομάζεται «Νέα Μέση Ανατολή», το οποίο περιέχει συγκεχυμένες, ημιτελείς και ασαφείς έννοιες για το παλαιστινιακό κράτος για το οποίο μιλούν σύμφωνα με τους πρότυπα και θέλουν να το προωθήσουν χωρίς να εφαρμόζουν τα δικαιώματα του λαού μας, με πρώτο το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Μπορεί επίσης να αφορά αυτά που επιδιώκουν για το παλαιστινιακό κράτος κάτι που εντάσσεται στο προηγούμενο σχέδιο του οράματος του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Έτσι, οι ΗΠΑ βλέπουν ορισμένες από τις πολιτικές του Νετανιάχου ως εμπόδιο σε αυτούς τους στόχους, κανείς εκ των οποίων δεν απαιτεί καν τον τερματισμό της κατοχής.
Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ αυτών των εντάσεων και της σχέσης, η οποία στην πραγματικότητα δεν επηρεάζει το καθεστώς και τη σημασία του Ισραήλ για τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τα ευρύτερα αμερικανικά σχέδια στη Μέση Ανατολή που επιδιώκουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ενόψει της αυξανόμενης κινεζικής και ρωσικής επιρροής, όπως η πρωτοβουλία «Middle East Economic Corridor» (γνωστή και σαν «India-Middle East-Europe Economic Corridor», IMEC) έναντι του κινέζικού έργου «One Belt, One Road», που στοχεύει στην ενίσχυση της οικονομικής και υλικοτεχνικής συνεργασίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή, καθώς και στον έλεγχο των κοιτασμάτων αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο και την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας μέσω των αναπτυγμένων βάσεων εκτός από τη νέα (αμερικανική στρατιωτική) βάση στην έρημο Νεγκέβ και το λεγόμενο πλωτό λιμάνι στις ακτές της Γάζας και το σχέδιο για τη «Διώρυγα Μπεν Γκουριόν» που για να πραγματοποιηθεί απαιτείται το έδαφος της Λωρίδας της Γάζας.
Ωστόσο, υποθέτοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιδιώκουν να αλλάξουν άμεσα την ισραηλινή κυβέρνηση, εστιάζουν στη διπλωματική και στρατιωτική πίεση για να διασφαλίσουν ότι οι ισραηλινές πολιτικές είναι συνεπείς με τα περιφερειακά τους συμφέροντα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποιούν ότι η διαμάχη μεταξύ (Ισραηλινού υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου) Benny Gantz και του πρωθυπουργού Benjamin Netanyahu θα μπορούσε να επηρεάσει τη δυναμική του πολέμου στη Γάζα, ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης και την επίτευξη αποτελεσμάτων.
Ο Λευκός Οίκος προτιμά να αντιμετωπίσει τον Μπένι Γκαντς για να διευκολύνει την υλοποίηση αυτών των στόχων στη Γάζα και το είδος των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως το σχέδιο να χτυπήσει την ιδεολογία και την κουλτούρα της αντίστασης στην περιοχή, καθώς και τις τάσεις της «Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» και την ολοκλήρωση των σχεδίων της «ανθρωπιστικής» επίθεσης στη Ράφα και στις υπόλοιπες περιοχές της Γάζας μετά την κλιμάκωση των ενεργειών ανταρτοπόλεμου που σκοτώνουν Ισραηλινούς στρατιώτες καθημερινά και αυξάνουν το κόστος του πολέμου στο έδαφος και σε επίπεδο οικονομίας. Επίσης, η εφαρμογή του αμερικανικού οράματος στην περιοχή μας σε σχέση με τον «εκούσιο» εκτοπισμό, την αποδυνάμωση του ρόλου της Παλαιστινιακής Αρχής, πολιορκώντας την, παρακολουθώντας την ή συμμετέχοντας στην πλήρη καταστροφή της Γάζας ώστε να καταστεί, από την άλλη, ακατοίκητη.
Από την άποψη αυτή, υπάρχουν απόψεις που δείχνουν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να ενισχύσει τον ρόλο του Γκαντζ, ο οποίος απορρίπτει την ιδέα της παρουσίας της «Χαμάς ή του Αμπάς» στη Γάζα, που είναι στην πραγματικότητα συνεπές με το αμερικανικό όραμα για την «Επόμενη Ημέρα» που προανέφερα.
Το πρόσφατο διάγγελμα του Μπένι Γκαντς στο οποίο έδωσε τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό Νετανιάχου ως τις 8 Ιουνίου προκειμένου να παρουσιάσει μία πιθανή εναλλακτική λύση για την «επόμενη μέρα» αντανακλά τη δυσαρέσκειά του για τις πολιτικές του Νετανιάχου ενώ φέρει «μείζονες επιπτώσεις» για τη σταθερότητα της σημερινής ισραηλινής κυβέρνησης.
Ο Γκαντς έχει προειδοποιήσει πως θα εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό εάν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά του που αυξάνουν την πίεση στον Νετανιάχου επιδιώκοντας την ενίσχυση μίας «πολιτικής θέσης» απαιτώντας ξεκάθαρο σχέδιο για τον τερματισμό της σύγκρουσης δίχως τερματισμό της κατοχής (σαν να θέλει δηλαδή και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο) και την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων που θα συμπεριλαμβάνουν εναλλακτικές απέναντι στη διοίκηση της Γάζας από τη Χαμάς, την επιστροφή των Ισραηλινών ομήρων, και άλλα που συμφωνούν με το «αμερικανικό όραμα της επόμενης μέρας».
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν σε κρίσιμη θέση την κατοχική κυβέρνηση, καθώς η παραίτηση ή η αποχώρηση του Γκαντς από τον κυβερνητικό συνασπισμό μπορεί να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση της σημερινής ισραηλινής κυβέρνησης. Από την άλλη, υπάρχει ένταση εντός της κυβέρνησης ανάμεσα στον Νετανιάχου και σε άλλα στελέχη, όπως ο υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκάλαντ, και εκτός αυτής, όπως ο αρχηγός του αντιπολιτευόμενου κόμματος «Γες Ατίντ» και πρώην πρωθυπουργός Γιαΐρ Λαπίντ, οι θέσεις του οποίου πρόσφατα στη διάρκεια ομιλίας του προς διαδηλωτές, συμβάλλει στην πολυπλοκότητα της πολιτικής κατάστασης.
Εν ολίγοις, το διάγγελμα του Γκαντς αντικατοπτρίζει τις τάσεις και την επιδείνωση της μεγάλης εσωτερικής δομικής κρίσης στο Ισραήλ που οξύνθηκε σε όλα τα επίπεδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και δη μετά τις 7 Οκτωβρίου, και θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές πολιτικές αλλαγές, που οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να επιθυμούν ενώ επιθυμούν επίσης να δουν μία «ανανεωμένη Παλαιστινιακή Αρχή», για την οποία μιλά ο Σάλιβαν στο πλαίσιο του αμερικανικού οράματος και για το οποίο δουλεύει ώστε να αποτελέσει μέρος μίας «ανανεωμένης» ισραηλινής κυβέρνησης που θα εφαρμόσει το αμερικανικό ολοκληρωμένο όραμα όπως το επιθυμούν.
Και ενώ οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ενισχύσουν την επιρροή τους στην περιοχή μέσω της λεγόμενης οικονομικής συνεργασίας και της αντιμετώπισης προκλήσεων ασφαλείας, η πίεση στην κυβέρνηση Νετανιάχου ως αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών εντάσεων παραμένει απαραίτητη για να περάσουν τα σχέδια τούς χωρίς αντίρρηση ή εμπόδιο.
Όσο για μας, τα θύματα της ιστορίας των εποικισμών, μένει να επιμείνουμε ότι «η επόμενη μέρα» θα αντιπροσωπεύει το όραμά μας στη βάση της ενότητας του λαού, της γης και του εθνικού μας ζητήματος, που πρέπει να ενσωματωθεί μέσω του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και της ίδρυσης κυρίαρχου και δημοκρατικού κράτους στα εδάφη του 1967, με την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά τού και την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος σύμφωνα με το ψήφισμα 194 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Σε ό,τι αφορά το σχέδιό μας για εθνική απελευθέρωση, αυτό επιδιώκει τον τερματισμό της σιωνιστικής σκέψης, και της δικαιολογίας για την ύπαρξη του εποικισμού και του συστήματος Απαρτχάιντ, στο πλαίσιο κοινής παλαιστινιακής και προοδευτικής ευθύνης για την υποστήριξη των δυνάμεων της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε αυτόν τον κόσμο, όπου κι αν βρίσκονται.