ΑΘΗΝΑ
14:52
|
07.11.2024
Τι βλέπουν λοιπόν οι τουρίστες πια σε αυτή τη χώρα; Πώς είμαστε; Τι εκπέμπουμε; Ποια τα vibe μας, παρακαλώ; Τι υπηρεσίες παρέχουμε; Πώς τις παρέχουμε;
Εικονογράφηση: Vladimir Volegov
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

«Εφχάριστο». Ο τόνος στο άλφα και το όμικρον της κατάληξης τις περισσότερες φορές κάπως αβέβαιο. Άλλες φορές πέφτει στο γκρεμό, άλλες φορές πιάνεται από τη ρίζα ενός σκίνου που προεξέχει κι αιωρείται. Σίγουρα, πάντως, είναι όμικρον κι όχι ωμέγα. Ef – Ha “like hat” – Ri – Sto. “No, no, it’s a Haaaa”. Πολλοί σερβιτόροι ξινίζουν. Θεωρούν ότι είναι πολύ εύκολο για κάποιον ξένο να πει τη λέξη «ευχαριστώ». Ή ότι αφού οι ξένοι αποφασίζουν να την πουν, ας την πουν σωστά. Πώς ξινίζουν οι Γάλλοι στη Γαλλία αν δεν μιλάς γαλλικά; Κάτι τέτοιο.

Η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά δεν είναι μια εύκολη γλώσσα και για τους περισσότερους ξένους είναι κάτι που δεν έχουν ξανακούσει. Όταν τους ρωτάς τι τους θυμίζει πάντα απαντούν ότι δεν τους θυμίζει τίποτα απ’ όσα ξέρουν. Αν ο σερβιτόρος δεν βαριέται τη ζωή του ή αν θέλει να μάθει τις αλήθειες αυτού του μάταιου κόσμου, ρωτά. Και του λένε ότι δεν του θυμίζουν καμιά γλώσσα που να έχει να κάνει με Μέση Ανατολή. Καμία που να έχει σλαβική καταγωγή. Θυμίζουν λίγο ισπανικά αλλά μάλλον ως προς την ταχύτητα της εκφοράς του λόγου και ίσως κάποιους φθόγγους που προφέρονται σχεδόν το ίδιο. Η αλήθεια επίσης είναι ότι είναι πολύ ευγενικό από κάποιον που επισκέπτεται τη χώρα σου να προσπαθεί να πει δυο τρεις βασικές φράσεις και να πει στον εαυτό του «μπράβο, το έμαθα να το λέω σωστά».

Καμαρώνουν λίγο ή, μάλλον, κοκκινίζουν από συστολή όταν τους λες ότι μιλάνε καλά ελληνικά. Δεν είναι βλάκες. Ξέρουν ότι το κάνεις για να τους περιποιηθείς και ξέρουν ότι είναι πολύ μακριά από το να ισχυριστούν ότι μιλούν μια τέτοια γλώσσα.

Είναι κι αυτό, πάντως, κομμάτι της ελληνικής εμπειρίας. Αυτού του θαύματος που αποκαλύφθηκε ξαφνικά στη ζωή τους και, πώς να το αφήσουν και πώς να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους, στις δουλειές τους, στην καθημερινότητα. Ένα μικρό θαύμα τα κρασιά που ήπιαν και που δεν ήξεραν ότι υπάρχουν τέτοια κρασιά στην Ελλάδα. Στον κόσμο όλο. Ένα ακόμα μικρό θαύμα εκείνο το τυρί που έφαγαν στο κυκλαδονήσι, αλλά και η φέτα. Αλλά κι η ξινομυζήθρα -η Ζινομυζήθρα, για την ακρίβεια. Ένα μεγαλύτερο θαύμα η ενδοχώρα, η Ελλάδα δεν έχει μόνο νησιά με γάτες και την Μέριλ Στριπ να χορεύει ABBA. Έχει και βουνά και ποτάμια και λίμνες κι άλλες πόλεις μεγαλύτερες με άλλη αρχιτεκτονική (αλλά και με γάτες). Και χωράφια που βγάζουν υπέροχες ντομάτες  -μα τι παθαίνουν οι ξένοι με τις ντομάτες είναι το κάτι άλλο. Με όλα τα ζαρζαβατικά. Αλλά οι ντομάτες κάποιο εφέ δημιουργούν. Κάτι με το λυκοπένιο θα είναι και τον ήλιο, ποιος ξέρει. Μόνο το τζατζίκι μπορεί να τις ανταγωνιστεί σε δημοφιλία. Τίποτ’ άλλο.

Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα που τους αποκαλύπτεται ερχόμενοι εδώ είναι οι ίδιοι οι Έλληνες. Κι όμως. Μας θεωρούν ευγενικούς, καλόκαρδους, πρόθυμους. Κι όχι και τόσο πονηρούς. Όχι όμως με τον τρόπο που οι άποικοι θεωρούν όλα αυτά για τους ιθαγενείς μιας γης στην οποία βρέθηκαν. Όντως μας θεωρούν έτσι. Εκπλήσσονται με το πόσο καλά αγγλικά μιλάμε και γενικά άλλες γλώσσες, μας θεωρούν πολύ καλλιεργημένους κάτι για το οποίο δεν είχαν ιδέα και τους χτύπησε κατακούτελα. Όπως και το πόσο εργατικοί τελικά είμαστε. Αντέχουμε στη γαλέρα. Τους αρέσει το χιούμορ μας και το αβίαστο γέλιο μας και…

… ας κάνουμε μια στάση εδώ. Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι και το 2020. Μέχρι την πανδημία δηλαδή. Μετά ο κόσμος μπήκε σε μια άλλη φάση. Εκείνα τα δυο τρία χρόνια που κάναμε μέχρι να δούμε πού βρισκόμαστε, τι γίνεται με τους ιούς και τα υγειονομικά μέτρα, μέχρι να λειτουργήσουν και πάλι οι επιχειρήσεις, να εξομαλυνθούν τα διεθνή δρομολόγια, τα πράγματα ήταν περισσότερο αναγνωριστικά για όλους και υπήρχε και μια προσπάθεια να λειτουργήσουμε όλοι όπως λειτουργούσαμε και πριν, ίσως να διασκεδάσουμε τις εντυπώσεις ή να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι θα ισχύουν αυτά που ξέραμε κι ότι τελικά ήταν ένας φόβος ότι ο νέος αυτός κόσμος έφερνε όλο και περισσότερα μαύρα σύννεφα. Για να φτάσουμε στο σήμερα. Με την απειλή του πολέμου να έχει διαβρώσει για τα καλά όλα τα στεγανά και τον ελληνικό λαό εξαντλημένο μετά από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια οικονομικής κρίσης, μνημονίων και με την εκτίναξη των τιμών και τη σαρωτική ακρίβεια του πρόσφατου μόλις διαστήματος, με τη διάλυση κάθε προσχήματος βεβαιότητας από τα  lockdown κι έπειτα, τη γενικευμένη βία και το αίσθημα ανασφάλειας στα περισσότερα κομμάτια της καθημερινότητας του μέσου πολίτη, δεν ξέρω πώς φαινόμαστε πια στους ξένους που επισκέπτονται τη χώρα. Δε νομίζω ότι οι Έλληνες του 2019 έχουν την ίδια ψυχολογία με τους Έλληνες του 2020. Είναι τόσο ακραίος ο μετασχηματισμός της κοινωνίας μας που μοιάζουμε με άλλο λαό πια, δεν είμαστε οι ίδιοι. Εφόσον μιλάμε για το service, η υποστελέχωση και μόνο των τελευταίων μετά-covid ετών, η εργασιακή νομοθεσία κι η αυθαιρεσία των εργοδοτών, είναι αρκετά για να χάσουν οι επαγγελματίες του χώρου κάθε διάθεση. Όπως σε όλα τα επαγγέλματα πια, η δουλειά γίνεται. Αλλά γίνεται με τεράστια δυσκολία. Οι εργαζόμενοι σέρνονται. Σέρνονται στη δουλειά τους. Σέρνονται στις προσωπικές τους ζωές. Ποτέ άλλοτε ο χώρος αυτός δεν είχε τόσους νέους ανήμπορους να εκτελέσουν βασικές εργασίες, ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσους κάθε ηλικίας επαγγελματίες αποστραγγισμένους. Και, δυστυχώς, εγκλωβισμένους.

Ήταν μια σερβιτόρα πριν λίγο καιρό, 20 χρονών που είχε έρθει από εμπόλεμη περιοχή να δουλέψει και με την αφορμή μιας εθνικής μας εορτής εξήρε τον τρόπο που εμείς οι Έλληνες γιορτάζουμε. Όταν τη ρώτησα τι εννοεί ακριβώς, δηλαδή αν εννοεί ότι μόνο στις γιορτές μας είμαστε χαρούμενοι, μα τι λέει, εμείς είμαστε γνωστοί Ζορμπάδες, πεθαίνουμε κι ανασταινόμαστε, δεν μας σκιάζει φοβέρα καμιά, ο τράχηλος μας δεν υπομένει, μού απάντησε ευθαρσώς: «Όχι. Είστε δυστυχισμένοι. Φαίνεται παντού. Αλλά στις γιορτές σας ξέρετε να γιορτάζετε». Αυτό είπε το 20χρονο κορίτσι. Παραιτήθηκε. Και γύρισε πίσω στη χώρα του. Με τον πόλεμο.

Τι βλέπουν λοιπόν οι τουρίστες πια σε αυτή τη χώρα; Πώς είμαστε; Τι εκπέμπουμε; Ποια τα vibe μας, παρακαλώ; Τι υπηρεσίες παρέχουμε; Πώς τις παρέχουμε;

Όχι ότι κι αυτοί πάνε πίσω. Ο προσεκτικός επαγγελματίας του χώρου θα διακρίνει μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο που οι άνθρωποι ταξιδεύουν, στον τρόπο που αισθάνονται, που εκφράζονται. Που νιώθουν. Οι επιπλοκές της μετα-covid εποχής, η ακρίβεια και το κόστος ζωής, ο πόλεμος κι η αβεβαιότητα, η έλλειψη πολιτικού προσωπικού, η κλιματική αλλαγή, η τεχνητή νοημοσύνη, οι κοινωνικές ατζέντες, η παγκόσμια αναταραχή, όλη αυτή η βία που αυξάνει όλο και περισσότερο, έχει τον αντίκτυπό της στα μάτια των ανθρώπων. Οι άνθρωποι ταξιδεύουν αλλά κανείς δεν ξέρει αν το βιώνουν πια, αν είναι τελείως ενεργοί σε όλη αυτή τη διαδικασία, ή αν γίνονται όλα αποσπασματικά, μισές εμπειρίες, με μισή καρδιά, με μισό μυαλό, παρόντες κι απόντες συγχρόνως, σαν να πηγαίνεις σε μια συναυλία κι αντί να την απολαύσεις να την βιντεοσκοπείς με το κινητό σου για να την απολαύσεις κάποια στιγμή στο μέλλον. Μπορεί να είναι κι αυτό.

Οι τουρίστες μας πια δεν είναι ούτε αυτοί το ίδιο. Ούτε εμείς το ίδιο. Αλλάξαμε όλοι. Το βλέμμα μας δεν κοιτάζει καν προς τα μέσα. Δεν κοιτάζει καν σε μια κατεύθυνση. Το βλέμμα μας είναι ένα βλέμμα που δεν κοιτάζει. Το γέλιο είναι σύντομο. Αν υπάρχει.

Πώς εξηγείται όμως η εκτίναξη του τουρισμού; Παγκοσμίως; Πώς εξηγείται ότι φέτος θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ; Τι κάνει τους ανθρώπους να ταξιδεύουν στην άλλη άκρη της Γης, να στοιβάζονται σε αεροπλάνα, σε κρουαζιερόπλοια, rooms to let, να ταλαιπωρούνται, να ταλαιπωρούν ολόκληρες πόλεις, το gentrification να εξαφανίζει ολόκληρες γειτονιές και κουλτούρες, οι άνθρωποι σε τουριστικές πόλεις να κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι λόγω των τιμών των ενοικίων ή γιατί δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακίνητα; Πώς γίνεται να υπάρχει ολόκληρο κίνημα ενάντια στους τουρίστες, στο αυστριακό Hallstatt οι κάτοικοι να χτίζουν φράχτες για να εμποδίζουν τον κόσμο να συρρέει ώστε να φωτογραφηθεί στην περιοχή, στη Βενετία να υπάρχει το κίνημα του Detourism, να βάζουν διόδια στις τουριστικές πόλεις, στα Κανάρια Νησιά οι κάτοικοι να σχεδιάζουν απεργία πείνας ενάντια στην ανέγερση ξενοδοχείου, στη Μαγιόρκα οι ντόπιοι να βάζουν ταμπέλες ότι δήθεν υπάρχουν μέδουσες για να μην πλησιάζουν οι τουρίστες στις παραλίες; Πώς γίνεται να μιλούν όλοι για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος εξαιτίας του τουρισμού, να μιλούν όλοι για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις, αλλά παρόλα αυτά να έχουμε ρεκόρ τουριστών παγκοσμίως; Χωρίς χρήμα; Με έναν επαπειλούμενο πόλεμο που μπορεί να εγκλωβιστείς σε μια ξένη χώρα και να κινδυνεύσεις πραγματικά; Ίσως όλα αυτά να είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αποφασίζουν να ταξιδέψουν τόσο μαζικά και παρά τις όποιες αντιξοότητες ή πιθανότητες. Ίσως για να έχουν τα αποτελέσματα μιας αντίθετης ψυχολογίας. Ίσως για να προλάβουν τα γεγονότα. Μπορεί του χρόνου να μην μπορούν να ταξιδέψουν. Μπορεί να μην μπορούν να ταξιδέψουν για τα επόμενα χρόνια, ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Τώρα. Όσο προλαβαίνουμε. Ίσως πάλι να θέλουν να ξορκίσουν το κακό. Ίσως να θέλουν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα των πολλών αλλά και τη δική τους. Να ξεχάσουν για λίγο τη βία. Να βαυκαλιστούν. Ότι ζουν μια άλλη ζωή από αυτή που πραγματικά ζουν. Ίσως πάλι, να μην είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Να πρόκειται απλά για τον αυτοματισμό των ανθρώπων. Την πειθαρχία τους στα trends. Την αφοσίωσή τους στις προσταγές της εποχής. Να είναι κάτι που πρέπει να κάνουν, χωρίς πολύ σκέψη. Να ταξιδέψουν. Να αποκτήσουν υλικό για τα social media. Ή να λένε ότι πήγαν εκεί που ήθελαν. Εκεί που έπρεπε. Μπορεί ακόμα καθένας να ψάχνει τον προορισμό του. Η ψυχούλα του να λαχταρά έναν άλλο τόπο. Ποιος ξέρει.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

«Η Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη είναι υπόθεση όλων μας»-Εκδήλωση και συναυλία στη Θεσσαλονίκη

Ο Νοέμβρης, Νοέμβρης και οι φωτιές, φωτιές

Safe Youth: Από Δευτέρα 11 Νοεμβρίου ξεκινά η λειτουργία του panic button για τους νέους

Το τραγούδι της ημέρας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα