Την καλημέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις.
Στην περιοχή του Αγίου Παύλου, στην οδό Κρήτης, στο υπόγειο της πολυκατοικίας με τον αριθμό οκτώ βρισκόταν ένα πτώμα. Ένας άντρας πάνω από 75 χρόνων είχε πεθάνει αθόρυβα, στην πολυθρόνα του. Φορούσε καρό πουκάμισο σε γαλάζιες και μπλε ρουά αποχρώσεις και άσπρο σώβρακο. Φορούσε επίσης μια κάλτσα καφέ ανεβασμένη μέχρι το γόνατο και μια γκρι ξεχειλωμένη, που είχε πέσει στο ύψος του αστραγάλου. Το στόμα του έχασκε ανοιχτό. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα. Το αριστερό του χέρι ήταν ακόμα ακουμπισμένο στον καβάλο του, ενώ το δεξί κρεμόταν απ’ το μπράτσο της πολυθρόνας. Στο πάτωμα, σαν να ‘χει πέσει απ’ το χέρι, βρισκόταν ένας λογαριασμός ρεύματος. Η τηλεόραση συνέχιζε να παίζει. Έδειχνε το μεσημεριανό δελτίο.
Το 1960, ένας άλλος άνθρωπος σκέφτηκε πως θα ήθελε να διαφημίσει το ρεύμα, δηλαδή την ΔΕΗ. Εκείνη την εποχή ρεύμα υπήρχε κατά διαστήματα σε 125 απ’ τις 10.000 ελληνικές πόλεις και κωμοπόλεις. Εκείνη την εποχή ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου δεν ήταν ο σκύλος, αλλά η ΔΕΗ. Οι άνθρωποι στα χωριά οργάνωναν πομπές σχεδόν τελετουργικού χαρακτήρα όταν ερχόταν το ρεύμα.
Ήταν καλοκαίρι του 1960. Είχε περίπου 40 βαθμούς. Ο άνθρωπος που ήθελε να διαφημίσει τη ΔΕΗ, καθόταν σε μια καρέκλα καφενείου. Μπροστά και δεξιά του βρισκόταν η πρώτη τηλεοπτική κάμερα της χώρας. Για να συναρμολογηθεί, χρειάστηκε περίπου μια αιωνιότητα και μία μέρα. Μπροστά απ’ την κάμερα βρισκόταν κάποια Έλσα (πρώην Λίτσα) Παπαστεργίου. Φορούσε μωβ πουκάμισο και μαύρη φούστα. Ήταν ξυπόλυτη.«Η κάμερα ούτως η άλλως γράφει από τη μέση και πάνω» της είχαν πει. «Κυρίες και κύριοι, εδώ ο Πρώτος Πειραματικός Σταθμός Τηλεοράσεως Ελλάδος. Εις το στούντιο εισέρχεται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής». Ο πρωθυπουργός εισήλθε και η Λίτσα συνέχιζε να είναι ξυπόλυτη. «Με παπούτσια ή χωρίς παπούτσια εσύ κι εγώ περάσαμε πρώτοι στην Τηλεόραση της Ελλάδος», της είπε και της τσίμπησε το μάγουλο.
Ο άνθρωπος που πέθανε στο υπόγειο της πολυκατοικίας με τον αριθμό οκτώ στην οδό Κρήτης, ήταν τότε 6 χρόνων. Θυμήθηκε την πρώτη τηλεοπτική εκπομπή. Αυτή ήταν η πρώτη του μνήμη. Δεν ήξερε φυσικά πως για να πραγματοποιηθεί η εκπομπή χρειάστηκε έναν άντρα παράτολμο, μια γυναίκα ξυπόλυτη στ’ αγκάθια και έναν πρωθυπουργό που τσιμπάει μάγουλα. Ούτε ο άνθρωπος που έφερε την τηλεόραση στη χώρα, μπορούσε να φανταστεί πως μια μέρα τα δύο βασικά συστατικά του προσωπικού του ονείρου -η ΔΕΗ και η τηλεόραση- θα οδηγούσαν στον θάνατο έναν συνάνθρωπό του.
Ο άνθρωπος που ξεψύχησε στην πολυθρόνα του θυμήθηκε να βρίσκεται στην Ροτόντα της ΔΕΗ, στην εγκατάσταση της εταιρείας δηλαδή εντός της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Θυμήθηκε και τις 23 μέρες που λειτούργησε ο Πειραματικός Τηλεοπτικός Σταθμός. Θυμήθηκε μπουλούκια κόσμου να έρχεται προκειμένου να παρατηρήσει το θαύμα του ηλεκτρισμού και κείνη την περίεργη καινοτομία που λεγόταν τηλεόραση. Θυμήθηκε τη μουσική του Λαβράνου και το χορόδραμα της Ραλλού Μάνου. Θυμήθηκε την Βουγιουκλάκη να εισέρχεται στο στούντιο εν πλήρη υστερία καθώς ο φωτογράφος αποθανάτιζε «το λάθος της προφίλ» και να μετατρέπεται σε αθώα γάτα μετά το άκουσμα της φράσης: «Είμαστε στον Αέρα». Θυμήθηκε το σήμα που έπεφτε στη λήξη της μετάδοσης: «μια ακόμα εφαρμογή του ηλεκτρισμού στην υπηρεσία του ανθρώπου».
Αυτή τη συγκεκριμένη φράση θυμήθηκε ανοίγοντας τον λογαριασμό της ΔΕΗ μπροστά απ’ την τηλεόραση. Αυτή ήταν η αρχή του κακού. Μετά σκοτάδι. Ο άνθρωπος που πέθανε στην πολυθρόνα του δεν βασανίστηκε ξαναζώντας τις μεγάλες του στιγμές πριν το τέλος. Δεν υπήρχαν μεγάλες στιγμές. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στην ίδια θέση, στην πολυθρόνα του. Θυμήθηκε μόνο την πρώτη και την τελευταία τηλεοπτική προβολή που παρακολούθησε. Έτσι, η ζωή του ή τουλάχιστον ό,τι θυμόταν από αυτή ξεκίνησε και τέλειωσε με τον ίδιο τρόπο, μπροστά απ’ την τηλεόραση.
Να ζήσουμε έξω απ’ τις οθόνες
Απ’ τον εμπόλεμο Άγιο Παύλο, για το Κοσμοδρόμιο,
η Γειτόνισσα.