Όταν ο Άνταμ παραγγέλνει το οικογενειακό γεύμα για τον ίδιο και τους από καιρό πεθαμένους γονείς του τους οποίους μόνο ο ίδιος βλέπει, σε αυτήν την κορυφαία σκηνή αποχαιρετισμού στην ταινία «Άγνωστοι Μεταξύ Μας», η σερβιτόρα αρκείται μόνο στο να πει ότι πρόκειται για μεγάλη ποσότητα φαγητού -εκείνη, άλλωστε, βλέπει έναν μόνο άνδρα. Όχι τα φαντάσματά του. Δεν προσπαθεί να τον μεταπείσει, να τον καθοδηγήσει ή να τον προστατεύσει σε ένα ανθρώπινο επίπεδο. Απλά παίρνει την παραγγελία και πάει να τη δώσει στην κουζίνα. Ένα αμερικάνικο diner είναι άλλωστε το μαγαζί, σε κάποιο αδιάφορο εμπορικό κέντρο του Λονδίνου. Σαν τον Άνταμ μπορεί να είναι πολλοί. Ημίτρελοι, τρελοί, μόνοι άνθρωποι με περίεργες συμπεριφορές. Χαπακωμένοι. Απογοητευμένοι. Παρασυρμένοι. Αφημένοι. Οι σερβιτόρες εκεί μπορεί να έρχονται αντιμέτωπες συχνά με τέτοιες περιπτώσεις. Ένα σκατένιο μεροκάματο σε ένα συφοριασμένο diner. Εγκλωβισμένες κι οι ίδιες σε αυτό το θέατρο, ίσως και παρατημένες στον ρυθμό της αποξένωσης και της αδιαφορίας. Αυτός είναι ο αέρας που αναπνέουν.
Ίσως πάλι, η σερβιτόρα να διαισθάνθηκε περισσότερα πράγματα να εκτυλίσσονται μπροστά της και να αποφάσισε να είναι όσο πιο διακριτική γινόταν. Είναι, άλλωστε, μια κορυφαία στιγμή της ταινίας. Ο Άνταμ, με όλη τη συγκίνηση που θα περίμενε κάποιος, αποχαιρετά τα φαντάσματα των γονιών του που είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό όταν αυτός ήταν παιδί ακόμα. Έφτασε η στιγμή του αποχαιρετισμού, αφού το τελευταίο διάστημα με τις επισκέψεις του στο πατρικό του σπίτι, ειπώθηκαν όσα δεν είχαν ειπωθεί.
Για τη μοναξιά του, τη σεξουαλικότητά του, τον σχολικό εκφοβισμό, τον φόβο, την αποδοχή, τη λύτρωση. Ο Άνταμ, ένας 45χρονος συγγραφέας/σεναριογράφος που έζησε συνειδητά μόνος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, έπρεπε να απαλλαγεί πια από τα βάρη του. Από τους κόμπους του. Από τα ίδια του τα φαντάσματα. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί, αν ο Άνταμ δεν ξεπερνούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Αν δεν αποφάσιζε να προχωρήσει μπροστά, κλείνοντας τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Αν δεν είχε ερωτευτεί τον Χάρι.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, όμως, σε μια αμφιλεγόμενη ή πολυσήμαντη τροπή της ιστορίας (ανάλογα πώς το βλέπει κάποιος). Γεγονός πάντως είναι ότι η πολυσυζητημένη ταινία του Άντριου Χέιγκ είναι μια υπνωτιστική μελέτη στη σύγχρονη αλλοτρίωση. Την αποξένωση και την εκούσια αφαίρεση. Με απίστευτη κινηματογραφική οικονομία και λιτότητα, ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια δραματική όσο και ρομαντική ιστορία για την αγάπη και τη λύτρωση. Με ένα κουαρτέτο ερμηνευτικών βιρτουόζων, παρακολουθούμε μια πορεία σαράντα χρόνων, απ’ όταν η ζωή του πρωταγωνιστή σημαδεύτηκε από το θάνατο των γονιών του το 1984, την καταπίεση των συναισθημάτων του και της ίδιας του της ταυτότητας. Η ταινία διατρέχεται από τις κοινωνικές κατακτήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους Frankie Goes To Hollywood, αλλά και τα φαντάσματα. Δίνει απαντήσεις και θέτει ακόμα περισσότερα ερωτήματα. Όμως, κανείς δεν ξέρει τελικά αν όλα αυτά συμβαίνουν, αν είναι αποκύημα φαντασίας, ευσεβείς πόθοι ή παράνοια.
Η κινηματογραφική αίθουσα που προβαλλόταν η ταινία, δεν ήταν καν γεμάτη. Ψέματα: ήταν σχεδόν άδεια. Με μία μόνη γυναίκα να παρακολουθεί, που καθώς μπαίναμε έπεσε πάνω με μια σφοδρή και αναπάντεχη συγχρόνως ευγένεια. Με σκυμμένο το κεφάλι στους τίτλους τέλους, όταν τα φώτα άναψαν λίγο πιο πριν απ’ ό,τι θα έπρεπε. Αυτό το σκύψιμο του κεφαλιού μετά από τέτοιου είδους ταινίες, που ίσως προσπαθεί να κρύψει ένα ή περισσότερα δάκρυα, ίσως έχει βαρύνει από τη σκέψη και προσπαθεί να στηριχθεί, ίσως μέσα στο σκοτάδι της προβολής το ξαφνικό φως να σε κάνει για λίγο ένα κοτοπουλάκι που μόλις βγήκες απ’ τα αυγό σου και προσπαθείς να σηκωθείς. Είναι μια γέννηση. Μπορεί η κυρία να ήταν κι αυτή φάντασμα, να μην υπήρχε στην πραγματικότητα. Ή να ζούσε με τα δικά της φαντάσματα. Ή η αίθουσα να μην ήταν άδεια, αλλά γεμάτη φαντάσματα. Είχε άλλωστε αυτό το ειδικό βάρος, του στοιχειωμένου και του οικείου συγχρόνως. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ακούστηκαν πατατάκια να συνθλίβονται, ούτε μύρισε ποπ κορν που το μαγειρεύουν με λάδι συντήρησης ραπτομηχανών.
Πολύ περίεργο. Το προηγούμενο βράδυ συναντηθήκαμε με μια φίλη που αγαπιόμαστε πολύ. Είχαμε καιρό να βρεθούμε. Και μου μίλησε για το πώς είναι τα δικά της φαντάσματα. Ένιωσα ότι είναι έτοιμη να τα αποχαιρετήσει. Κι εκείνη το ίδιο μου είπε πάνω-κάτω. Το φάντασμα της αδερφής της που χάθηκε πρόωρα και πολύ γρήγορα αφήνοντας την να αιωρείται επωμιζόμενη με ευθύνες άλλων. Φαντάσματα κακών σχέσεων, σχεδόν κακοποιητικών ή χωρίς κανένα έρμα ή συναίσθημα, blanc, κενό, φαντάσματα ενώ ήδη ζούσαν, μέχρι που πέθαναν οριστικά κι έγιναν ορίτζιναλ φαντάσματα. Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός.
Τέλος πάντων. Τη χάρηκα τη φίλη μου εκείνο το βράδυ. Αλλά και το αμέσως επόμενο. Καθώς άνοιγα το κινητό μετά τον κινηματογράφο, έξω στον δρόμο καθώς έπεφταν κάτι ανοιξιάτικες ζεστές σταγόνες βροχής από το πουθενά και βρισκόμουν σε δρόμους γεμάτους φαντάσματα ενός μεγαλοαστικού παρελθόντος, η φίλη μού έστειλε ένα μήνυμα με ένα δικό μας αστείο, inside, που μου έλεγε ότι έγινε επιτέλους αυτό που φοβόταν: ίδια με μια τύπισσα που βλέπαμε επί χρόνια να πίνει μόνη της σε ένα συγκεκριμένο μπαρ, φτιαγμένη, σενιαρισμένη –«το Μέλλον» τη λέγαμε. Και να, το Μέλλον έγινε Παρόν. Κι ένα φάντασμα του μέλλοντος επιτέλους ενσαρκώθηκε. Κι έγινε αποδεκτό. Κι έτσι ξορκίστηκε.
Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Καθένας κάνει τεράστιο αγώνα για να ξορκίσει τα φαντάσματά του. Για να αποδεχτεί το ρου της δικής του ιστορίας. Τα γεγονότα της ζωής. Τις επιλογές του και τα αποτελέσματα των επιλογών του. Την απώλεια. Το απροσδόκητο. Και η εποχή δεν βοηθά. Οι άνθρωποι παντού γύρω μας εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση υπαρκτού κι ανύπαρκτου περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υφέσεις οικονομικές και φαντάσματα πολέμου να πλανώνται αντιμετώπισαν ξανά οι άνθρωποι στο παρελθόν. Το να ζουν όμως μέσα από τις εικονικές τους ταυτότητες, να είναι άλλοι online, άλλοι στην πραγματικότητα, άλλοι να μην ξέρουν τι βλέπουν είτε πρόκειται για τις κατευθυντήριες ενός αλγόριθμου, είτε για κάποια δόλια deep fakes, είτε γιατί άλλο μπορούν να κάνουν, άλλο θέλουν να κάνουν, χωρίς να γνωρίζουν τις δυνατότητές τους, αυτό είναι πρωτοφανές.
Η αποξένωση στις μεγάλες πόλεις δεν είναι κάτι καινούριο. Η γυναίκα που συνοδεύεται από έναν άλλον άντρα και μιλάνε με τον υπάλληλο του diner στο Nighthawks του Έντουαρντ Χόπερ δείχνει πιο μόνη από τον άνδρα που κάθεται τελείως μόνος λίγο πιο πέρα και μοιάζει να μην έχει ή να μη θέλει καμιά περαιτέρω επαφή. Ο Άνταμ στην ταινία επέλεξε να μείνει σε ένα κτίριο κάπου έξω από το Λονδίνο στο οποίο έμενε μόνο αυτός (μέχρι που ανακάλυψε ότι έμενε ακόμα ένας, ο Χάρι). Δεν είναι κάτι καινούριο. Αλλά η σύγχρονη αποξένωση, αυτή που επιλέγουμε όλοι μας λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά. Μας είναι προτιμότερο να στείλουμε ομαδικές ευχές για τη γιορτή κάποιου παρά να του τηλεφωνήσουμε ή να του στείλουμε ένα προσωπικό μήνυμα έστω. Μέχρι που δεν μας ενδιαφέρει καν η γιορτή του. Μας είναι προτιμότερο να δηλώσουμε την αγανάκτησή μας μέσω του πληκτρολογίου μας παρά να κάνουμε κάτι αληθινό γι’ αυτό. Μέχρι που γινόμαστε απαθείς. Μας αρέσει να μιλάμε για τα κοινωνικά δικαιώματα, τη συμπερίληψη, μια καλύτερη κοινωνία για όλους, μέχρι που στο λεωφορείο θα μείνουμε αμίλητοι όταν ένας γελοίος λευκός μικροαστός βγάλει όλη του την οργή σε μια μαύρη που θέλει να καθίσει δίπλα του. Κάνουμε κακό σεξ, γρήγορο, βιαστικό, πέρα από τη φύση μας στην προσπάθειά μας να είμαστε σαν αυτά που βλέπουμε στο πορνό, σα να ‘μαστε μόνοι χωρίς να μπαίνουμε καν στον κόπο να δούμε τον άλλον, τον όποιον άλλον, τον ίδιο μας τον εαυτό, τι μας αρέσει, τι είμαστε, τι θα θέλαμε, μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε. Και μετά είναι ο μισθός που δεν βγαίνει, η άδεια που δεν έρχεται, το ταξίδι που δεν πάμε, οι φίλοι που δεν βλέπουμε, η ζωή που δεν βγαίνει. Κι όλα αυτά γίνονται κόμποι και μικρά φαντασματάκια που μεγαλώνουν κι είναι αδηφάγα και κατασπαράζουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους και γίνονται τεράστια φαντάσματα, σχεδόν ανίκητα και, ποιος να τα ξορκίσει; Αυτός που έχει πια παραδοθεί σε μια αμείλικτη κοινωνία που κανείς δεν ξέρει τι είναι πραγματικό; Αυτός που έχει εξουθενωθεί;
Η σερβιτόρα στο High Hat που ο Άνταμ πήγαινε μικρός με τους γονείς του πριν αυτοί σκοτωθούν και που πήγε ξανά τώρα που τους έβλεπε ως φαντάσματα για ένα τελευταίο γεύμα αποχαιρετισμού αφού τα είπαν όλα μεταξύ τους, αγκαλιάστηκαν, κάλυψαν τα κενά, ξορκίστηκε το παρελθόν, ίσως κι αυτή να είναι εξουθενωμένη. Παραδομένη σε αυτή την κατάσταση που το λογικό αγκαλιάζεται με το παράλογο, το αληθινό με το φανταστικό -και ποια είναι η αλήθεια, άλλωστε; Πολύ πιθανό. Το πιθανότερο. Μια εργαζόμενη με κακό μισθό με τον οποίο πρέπει να καλύψει τα έξοδα μιας στενάχωρης ζωής. Μπορεί όμως να έχει δει πολλούς ανθρώπους που κουβαλάνε μαζί τους τα φαντάσματά τους. Και να ξέρει. Να τους αναγνωρίζει αμέσως. Και να μην της φαίνεται και τόσο παράξενο που ένας άνθρωπος φανερά συγκινημένος ή φανερά σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, θέλει να φάει μόνος του ένα οικογενειακό γεύμα για τρεις. Ευγενικός ήταν. Δεν έκανε δα και κάτι κακό. Τα φαντάσματά του θέλησε να αποχαιρετήσει. Να απελευθερωθεί ήρθε. Και να τον στοιχειώσει μόνο η αγάπη.